Στις 24 Ιουνίου του 1998 πέθανε η 81χρονη Κάθριν Γκράντι καθισμένη σε μια πολυθρόνα του σαλονιού της, με την πλάτη της στραμμένη προς το παράθυρο.
Δύο ώρες πριν από τον θάνατό της την είχε επισκεφτεί ο γιατρός της, Χάρολντ Σίπμαν, ο οποίος έκανε αιμοληψία για εξετάσεις.
Στο πιστοποιητικό θανάτου έγραφε ότι η 81χρονη πέθανε από γηρατειά, αλλά η διάγνωση εξέπληξε όσους τη γνώριζαν.
Η Κάθριν Γκράντι ήταν υγιέστατη, δυναμική και πολλή δραστήρια.
Περπατούσε 5 χιλιόμετρα καθημερινά, έκανε μόνη της όλες τις δουλειές του σπιτιού και συμμετείχε σε πολλές δραστηριότητες.
Η οικογένειά της συνήθιζε να λέει ότι η 81χρονη ήταν σε καλύτερη φυσική κατάσταση από εκείνους.
Λίγες μέρες μετά τον θάνατό της, η κόρη της, Άντζελα Γούντραφ, έλαβε ένα γράμμα από δικηγορικό γραφείο που την ενημέρωνε ότι η μητέρα της είχε αλλάξει τη διαθήκη της.
Είχε αφήσει όλη της την περιουσία, 360 χιλιάδες λίρες, στον γιατρό της, Χάρολντ Σίπμαν.
Η Άντζελα δεν πίστεψε ούτε λέξη, γιατί η ίδια ήταν η δικηγόρος της μητέρας της και είχε στην κατοχή της την διαθήκη της την οποία είχε ολοκληρώσει το 1986.
Όταν μάλιστα είδε από κοντά το έγγραφο που υποτίθεται είχε συντάξει η μητέρα της, βεβαιώθηκε ότι ήταν πλαστό.
Ήταν γραμμένο με γραφομηχανή και πολύ πρόχειρο, ενώ η Κάθριν Γκράντι φημιζόταν για την καλλιγραφία και την τελειομανία της.
Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Ο “Γιατρός του Θανάτου”
Ο Χάρολντ Σίπμαν γεννήθηκε το 1946 και ήταν ο αγαπημένος της μητέρας του.
Είχε άλλα δύο αδέρφια, αλλά πάντα τον ξεχώριζε ως τον πιο έξυπνο και ταλαντούχο.
Πράγματι, στο σχολείο ήταν πολύ καλός μαθητής και ακόμη καλύτερος αθλητής.
Δεν είχε πολλούς φίλους, γιατί αντιμετώπιζε τους συμμαθητές του ως υποδεέστερους και προκαλούσε την αντιπάθειά τους.
Στο λύκειο, η μητέρα του διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες και υπέφερε από τον πόνο.
Κάθε μέρα, όταν σχολούσε, καθόταν μαζί της και έπιναν τσάι.
Παρακολουθούσε προσεκτικά, καθώς ο γιατρός της χορηγούσε μορφίνη για τον πόνο και αργότερα έμαθε κι ο ίδιος ο Χάρολντ να κάνει την ένεση.
Τελικά, η μητέρα του πέθανε το 1963 και ο 17χρονος Χάρολντ πήγε κανονικά στο σχολείο την επόμενη μέρα, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Όταν τον ρώτησαν πώς πέρασε το σαββατοκύριακο, απάντησε ανέκφραστα: “Πέθανε η μητέρα μου”
“Και εσύ τι έκανες;”, απόρησαν οι συμμαθητές του.
“Πήγα για τρέξιμο”, είπε ο Χάρολντ Σίπμαν, χωρίς να δείξει ίχνος συναισθηματισμού.
Σπούδασε ιατρική και το 1974 βρήκε την πρώτη του δουλειά σε μία κλινική στην πόλη Τοντμόρτεν στο Γιορκσάιρ.
Είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους συναδέλφους του, αλλά το 1975 άρχισε να λιποθυμά και να παθαίνει κενά μνήμης.
Είπε στους υπόλοιπους γιατρούς ότι έπασχε από επιληψία, αλλά σύντομα αποκαλύφθηκε ότι ήταν εθισμένος στην παυσίπονη ουσία πεθιδίνη.
Το ανακάλυψαν, όταν παρατήρησαν ότι συνταγογραφούσε τεράστιες ποσότητες πεθιδίνης σε ασθενείς του, που δεν υπέφεραν από έντονους πόνους.
Τον απέλυσαν και ο Σίπμαν πέρασε ένα χρόνο σε κλινική απεξάρτησης.
Το 1977 έπιασε δουλειά σε μια άλλη κλινική στο Χάιντ, μία περιοχή κοντά στο Μάντσεστερ.
Είπε στους γιατρούς όλη την αλήθεια για τον εθισμό του και ζήτησε να του δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία.
Πράγματι, αποδείχτηκε εξαιρετικός στη δουλειά του και οι ασθενείς του τον αντιμετώπιζαν με απόλυτο σεβασμό.
Το 1993 άνοιξε δικό του ιατρείο στο Χάιντ.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι και την άνοιξη του 1998, όταν ο ιδιοκτήτης του τοπικού γραφείου τελετών, Άλαν Μάσεϊ, παρατήρησε τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό νεκρών που προέρχονταν από το ιατρείο του Σίπμαν.
Όταν ο μέσος όρος θανάτων για κάθε γιατρό μέσα σε ένα χρόνο δεν ξεπερνούσε τους 10, του Σίπμαν έφτανε τους 40.
Σχεδόν όλοι οι νεκροί ήταν ηλικιωμένες γυναίκες που έμεναν μόνες τους, αλλά δεν είχαν παρουσιάσει ποτέ προβλήματα υγείας.
Μάλιστα έκανε εντύπωση στον Μάσεϊ το γεγονός ότι βρέθηκαν όλες καθιστές σε καρέκλες και ντυμένες, ενώ συνήθως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι πέθαιναν στο κρεβάτι τους, φορώντας πιτζάμες.
Ξεκίνησε μία διακριτική έρευνα της αστυνομίας, που όμως δεν κατέληξε πουθενά.
Όμως τον Ιούνιο του 1998, ο ξαφνικός θάνατος της 81χρονης Κάθριν Γκράντι, οδήγησε την κόρη της σε νέα έρευνα.
Η έρευνα της αστυνομίας
Η κόρη της Γκράντι, η Άντζελα Γούντραφ, επικοινώνησε με την αστυνομία, η οποία ζήτησε την εκταφή της Γκράντι, για να εξεταστεί το πτώμα.
Αποκαλύφθηκε ότι η γυναίκα δεν είχε πεθάνει από φυσικά αίτια, αλλά από υπερβολική δόση μορφίνης.
Ο Σίπμαν ισχυρίστηκε ότι η 81χρονη ήταν εθισμένη στην ηρωίνη, αλλά κανείς δεν τον πίστεψε.
Οι υποψίες της αστυνομίας επιβεβαιώθηκαν, ειδικά όταν βρέθηκε στο σπίτι του η γραφομηχανή με την οποία είχε γραφτεί το σημείωμα της διαθήκης.
Μέσα σε λίγους μήνες, έγινε εκταφή άλλων 14 πτωμάτων ηλικιωμένων γυναικών που είχαν δήθεν πεθάνει από φυσικά αίτια.
Σε όλα βρέθηκε τεράστια ποσότητα μορφίνης.
Τα ηλεκτονικά αρχεία του Σίπμαν ανέφεραν διάφορα συμπτώματα, τα οποία δικαιολογούσαν τον ξαφνικό θάνατο των ασθενών.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως, κανείς απ’ τις οικογένειες των νεκρών δεν γνώριζε ότι έπασχαν από κάτι.
Ασφαλώς πουθενά δεν αναφερόταν ότι ο θάνατος προκλήθηκε από υπερβολική δόση μορφίνης, όπως αποδείχτηκε όταν εξετάστηκαν τοξικολογικά τα πτώματα.
Η αστυνομία κατέληξε ότι ο Σίπμαν, αμέσως μετά τη δολοφονία των ασθενών, επέστρεφε στο γραφείο και πρόσθετε τα ψεύτικα συμπτώματα στα αρχεία του, για να καλύψει τα ίχνη του.
Στις 31 Ιανουαρίου του 2000 καταδικάστηκε σε 15 φορές ισόβια.
Ο Σίπμαν υποστήριζε σθεναρά ότι ήταν αθώος, αλλά τα στοιχεία ήταν αδιάσειστα.
Αυτοκτόνησε τεσσερα χρόνια αργότερα, στις 13 Ιανουαρίου του 2004.
Παραμένει ο πιο “δραστήριος” κατά συρροήν δολοφόνος της Μεγάλης Βρετανίας, αν και ο ακριβής αριθμός των θυμάτων του είναι άγνωστος.
Υπολογίζεται όμως ότι μέσα σε 25 χρόνια, σκότωσε τουλάχιστον 200 ανθρώπους.
Η περίπτωση του Χάρολντ Σίπμαν έχει απασχολήσει τους εγκληματολόγους, γιατί δεν μπορούν να εντοπίσουν κάποιο συγκεκριμένο κίνητρο.
Δεν ήταν σαδιστής, δεν προκαλούσε πόνο στα θύματά του ούτε απολάμβανε τη βία.
Δεν το έκανε για να κλέψει τα χρήματα των ασθενών, καθώς μόνο με την Γκράντι επιχείρησε κάτι τέτοιο.
Μερικοί ψυχαναλυτές υποστηρίζουν ότι ήθελε να ξαναζήσει τον θάνατο της μητέρας του.
Σύμφωνα με τον εισαγγελέα Ρίτσαρντ Χενρίκς, ο Σίπμαν ένιωθε σαν Θεός, γιατί μπορούσε να ελέγξει τη ζωή και τον θάνατο.