Ο Κλοντ Μονέ δεν πολυνοιαζόταν να τιτλοφορεί τα έργα του.
Βολευόταν με περιγραφικούς τίτλους, όπως “Άποψη του χωριού”. Η μονοτονία αυτή ενοχλούσε τον Εντμόν Ρενουάρ, αδελφό του ζωγράφου Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, που ετοίμαζε τον κατάλογο για την πρώτη έκθεση της πρωτοπορίας του 1874. Όταν ρώτησε τον Μονέ πώς να ονομάσει ένα πίνακα με θέμα την ανατολή του ηλίου, ο Μονέ απάντησε: “Γιατί δεν το λες, “Εντύπωση;”.
Στα αγγλικά η λέξη εντύπωση είναι “impression”. Ο όρος άρεσε στον Μονέ, γιατί εξέφραζε αυτό που προσπαθούσε να κάνει: να δώσει την “εντύπωση” μιας χρονικής στιγμής.
Φως, καβαλέτο, πάμε!
Ο Όσκαρ-Κλοντ Μονέ, γιος μαγαζάτορα από το γαλλικό λιμάνι της Χάβρης, γεννήθηκε στις 14 Νοεμβρίου του 1840 και έδειξε από νωρίς ταλέντο στη γελοιογραφία.
Όταν άφησε το σχολείο στα 17, κέρδιζε το ψωμί του με τα σκίτσα και μάζεψε 2.000 φράγκα, αποφασισμένος να χτίσει με αυτά την καριέρα του.
19 χρονών πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε για μια διετία μέχρι που τον κάλεσαν στο στρατό.
Μολονότι οι σπουδές του δεν ήταν λαμπρές, τον έβαλαν σε επίλεκτο σύνταγμα ιππικού που εκπαιδευόταν στην Αλγερία, αλλά σ’ ένα χρόνο έπαθε τυφοειδή πυρετό και τον έστειλαν σπίτι του.
Τα 1862 βρισκόταν πάλι στο Παρίσι, στην Ακαδημία του Σαρλ Γκλερ, όπου διδάσκονταν πατροπαράδοτες μέθοδοι ζωγραφικής, οι οποίες δεν ενδιέφεραν τον Μονέ.
Του άρεσε να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο και διαμόρφωνε το ύφος του.
Βρήκε αδελφές ψυχές στα πρόσωπα των άλλων σπουδαστών: Καμίλ Πισαρό, Πιερ-Ογκίστ Ρενουάρ, Άλφρεντ Σίσλεϊ και Φρεντερίκ Μπαζίγ.
Ένα απόγευμα του 1863, οι πέντε ζωγράφοι έφυγαν από το ατελιέ του Γκλερ και πήγαν να ζωγραφίσουν στην εξοχή.
Ήταν το τέλος της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης του Μονέ.
Η ωραία Καμίλ
Το 1865 ήταν καλή χρονιά γι’ αυτόν.
Γνώρισε την ωραία Καμίλ Ντονσιέ κι ένα τοπίο του έγινε δεκτό για την έκθεση του Σαλόν.
Μόλις δύο χρόνια αργότερα όμως, απερρίφθη η φιλόδοξη σύνθεση, “Γυναίκες στον κήπο” κι η Καμίλ βρέθηκε έγκυος.
Ο πατέρας του, έξαλλος που ο γιος του είχε κάνει παιδί, του έκοψε το επίδομα κι απαίτησε να επιστρέψει στη Χάβρη.
Η Καμίλ έκανε το παιδί μόνη στο Παρίσι.
Τελικά ο πατήρ Μονέ έδινε κάποια χρήματα στον Κλοντ, αλλά δεν αρκούσαν για να συντηρεί την Καμίλ και το γιο τους Ζαν, οπότε δανειζόταν συχνά από φίλους.
Όταν το Σαλόν απέρριψε τα έργα του το 1869, ο Μονέ απογοητεύτηκε τόσο που έπεσε στον Σηκουάνα.
Όμως μετάνοιωσε αμέσως. Ευτυχώς ήξερε καλό κολύμπι.
Ο εντυπωσιακός λιποτάκτης
Το καλοκαίρι του 1869 ο πόλεμος με την Πρωσία πλησίαζε.
Ως βετεράνος, ο Μονέ θα στρατευόταν υποχρεωτικά, κάτι που ήθελε ν’ αποφύγει πάση θυσία.
Πρώτα παντρεύτηκε, επειδή οι νυμφευμένοι καλούνταν τελευταίοι και μόλις ξέσπασε ο πόλεμος πήρε την οικογένειά του κι έμειναν για ένα χρόνο στο Λονδίνο.
Γύρισαν το φθινόπωρο του 1871 κι έμειναν στην πόλη Αρζαντέιγ, έξω από το Παρίσι.
Ο Μονέ ήθελε ν’ αφήσει τις συμβάσεις και να ζωγραφίσει ακριβώς ό,τι έβλεπε και όχι ό,τι “ήξερε” πως υπήρχε.
Οι ακαδημαϊκοί ζωγράφοι διδάσκονταν ν’ αποδίδουν τα φυσικά χρώματα των αντικειμένων κι όχι την επιρροή του φωτός, η οποία αλλάζει τα χρώματα που αντιλαμβάνεται το μάτι.
Ο Μονέ το αντέστρεψε αυτό.
“Προσπαθήστε να ξεχάσετε τι αντικείμενα έχετε μπροστά σας, ένα δέντρο ένα σπίτι, ένα λιβάδι”, συμβούλευε. “Σκεφτείτε μόνο, ένα μπλε τετραγωνάκι, ένα μακρόστενο ροζ, μια λωρίδα κίτρινο και ζωγραφίστε το όπως το βλέπετε”.
Προσπάθησε επίσης ν’ αποδώσει την αίσθηση μιας σκηνής σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Μετά από πολυετείς απορρίψεις απ’ το Σαλόν, ο Μονέ σκέφτηκε μία ανεξάρτητη έκθεση και συνεργάστηκε επ’ αυτού με τον Ντεγκά το 1873.
Από τον τίτλο του, “Εντύπωση”, δηλαδή, Impression, οι κριτικοί ονόμασαν την ομάδα “ιμπρεσιονιστές” κι επιτέθηκαν άγρια στα έργα τους.
Κάποιος έγραψε έναν φανταστικό διάλογο με τον καλλιτέχνη με αφορμή τον πίνακά του, “Βουλεβάρτο των Καπουτσίνων”:
“Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε τι είναι αυτές οι μαύρες σταγόνες στο κάτω μέρος του πίνακα;”, ρωτά ο κριτικός.
“Μα είναι διαβάτες”, εξηγεί ο καλλιτέχνης.
“Δηλαδή έτσι είμαι όταν περπατώ στο Βουλεβάρτο των Καπουτσίων; Θεέ μου! Με κοροϊδεύετε;”
Η Αλίκη στη Χώρα του Ιμπρεσιονισμού
Το 1876 ο Μονέ γνώρισε ως πελάτη του τον Ερνστ Οσεντέ, ιδιοκτήτη ενός από τα πρώτα παρισινά πολυκαταστήματα κι οι οικογένειές τους συνδέθηκαν.
Όταν η οικονομία κατέρρευσε, οι αναθέσεις σταμάτησαν κι οι Μονέ ήταν βυθισμένοι στα χρέη.
Ο Οσεντέ βρισκόταν σε χειρότερη θέση: η επιχείρησή του διαλύθηκε κι εκείνος έφυγε στο Βέλγιο, αφήνοντας τη γυναίκα του, Αλίς και τα τέσσερα παιδιά τους.
Ο Μονέ τους κάλεσε να μείνουν με την Καμίλ και τα δύο παιδιά τους σ’ ένα νέο σπίτι, στο μακρινό χωριό Βετέιγ.
Δυστυχώς η Καμίλ έπαθε καρκίνο της μήτρας και υπέφερε από φρικτούς πόνους.
Η Αλίς την φρόντιζε, τακτοποιούσε το σπίτι και πρόσεχε τα παιδιά, μεταξύ των οποίων και δύο μωρά.
Έγινε επίσης ερωμένη του Μονέ, αν και δεν ξέρουμε αν αυτό συνέβη πριν ή μετά το θάνατο της Καμίλ, τον Σεπτέμβριο του 1879.
Ο Μονέ ζωγράφισε τη γυναίκα του στο νεκροκρέβατο, αν και αργότερα περιέγραφε με δυσαρέσκεια το πώς το μυαλό του ανέλυε αυτόματα τα χρώματα στην άρρωστη όψη της.
Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν τόσο άσχημη που ο Μονέ αναγκάστηκε να εκλιπαρήσει έναν από τους ευεργέτες του να πάρει πίσω το χρυσό μενταγιόν της Καμίλ από ένα παρισινό ενεχυροδανειστήριο.
Εκείνος ο χειμώνες ήταν η χειρότερη εποχή στη ζωή του Μονέ.
Τελικά, η οικονομία ανέκαμψε κι οι πελάτες επανήλθαν.
Το 1883 το ζευγάρι με τα παιδιά μετακόμισαν σ’ ένα σπίτι με μεγάλο κήπο στο χωριό Ζιβερνύ, όπου ο Μονέ πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.
Ψύλλοι στ’ άχυρα
Το φθινόπωρο του 1890, ο Μονέ είδε τις θημωνιές στα λιβάδια ως μοτίβο για την απόδοση του φωτός και της ατμόσφαιρας.
Ζωγράφισε 25 πίνακες που απέδιδαν διάφορες εποχές και διαφορετικές ώρες της μέρας, συνθέτοντας την πρώτη του θεματική σειρά.
Με αυτά τα έργα κυρίως είναι γνωστός σήμερα.
Βλέπουμε θημωνιές σε ωχρό χειμερινό φως, σε ανοιξιάτικη ομίχλη και σε καλοκαιρινό ηλιοβασίλεμμα.
Όταν εκτέθηκαν ομαδικά το 1893, το κοινό κατάλαβε τελικά τι προσπαθούσε να κάνει ο Μονέ.
Η επιτυχία των έργων τον έπεισε να αρχίσει κι άλλες τέτοιες σειρές, λεύκες, τον Καθεδρικό της Ρουέν, το Κοινοβούλιο του Λονδίνου.
Έπαιρνε πολλούς μουσαμάδες, που ο καθένας είχε σημειωμένη στο πίσω μέρος του, την ώρα της ημέρας που απεικόνιζε και τους δούλευε με τη σειρά.
Το 1891, ο Οσεντέ πέθανε και το επόμενο καλοκαίρι ο Κλοντ και η Αλίς παντρεύτηκαν διακριτικά.
Εκείνη συνέχισε να διευθύνει το σπίτι στην εντέλεια, συμβιβάζοντας τις καλλιτεχνικές παραξενιές του Κλοντ με τη φροντίδα των παιδιών.
Όταν η Αλίς πέθανε το 1911, μία από τις κόρες της ανέλαβε το νοικοκυριό.
Ο Μονέ δεν άφησε ούτε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να χαλάσει τη ρουτίνα του, αν κι η πρώτη γραμμή των Γερμανών δεν απείχε ούτε 65 χιλιόμετρα από το Ζιβερνί.
Όχι άλλο άχυρο
Ο Μονέ τελικά ζωγράφισε περίπου 250 πίνακες εστιάζοντας σ’ ένα θέμα: τα νούφαρα στον κήπο του.
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε τα πλέον φιλόδοξα έργα του: τέραστιους κοίλους μουσαμάδες, σχεδόν 2 μ. σε ύψος και πάνω από 4 μ. σε πλάτος.
Μετά τον πόλεμο, με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ, ο οποίος ήταν στενός φίλος του Μονέ, κατασκευάστηκαν δύο ελλειψοειδείς αίθουσες στο μονείο Ορανζερί στο Παρίσι ειδικά γι’ αυτά τα έργα.
Όταν τοποθετήθηκαν τα έργα με τα νούφαρα το 1927 ήταν αναχρονισμός: οι σύγχρονοι καλλιτέχνες τα απέρριπταν ως συμβατικά.
Ο Μονέ πέθανε στο Ζιβερνί τον Δεκέμβριο του 1927 στα 86 του χρόνια, αγνοώντας το πόσο είχε αλλάξει η τέχνη.
Σπάνιο βίντεο με τον Μονέ να ζωγραφίζει στον κήπο του σπιτιού του στο Giverny, ο οποίος απεικονίζεται σε πολλά από τα έργα του:
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ».