“Αν δεν υπακούς τον πατέρα και τη μητέρα σου, θα υπακούς τον ήχο μιας καμπάνας”, συνήθιζα να λένε οι κατάδικοι της Σιβηρίας.
Πράγματι, το ωράριο των φυλακισμένων ρυθμιζόταν από τύμπανα, από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Στις 5 το πρωί, ξυπνούσαν και πλένονταν.
Σε κάθε κατάδικο, αναλογούσε μια κουταλιά της σούπας νερό και οι περισσότεροι προτιμούσαν να το πιουν, αντί να προσπαθήσουν να πλύνουν τα χέρια ή το σώμα τους. Ήταν αδύνατον, άλλωστε.
Το πρωινό τους αποτελούνταν από μια φέτα ψωμί και μια κούπα “κβας”, ένα αλκοολούχο ποτό που κατασκευαζόταν από κριθάρι.
Το αλκοόλ τους προσέφερε λίγη ζέστη για να αντιμετωπίσουν το τσουχτερό κρύο της Σιβηρίας.
Αφού έτρωγαν και την τελευταία μπουκιά, ξεκινούσαν τη δουλειά.
Οι νεοφερμένοι προσωρινά είχαν ειδική μεταχείριση. Τους έδιναν τρεις μέρες ρεπό για να ξεκουραστούν από το ταξίδι τους, πριν αρχίσουν την εξαντλητική εργασία.
Οι κατάδικοι έφταναν στη Σιβηρία ύστερα από εβδομάδες πεζοπορίας, με βαριές αλυσίδες δεμένες γύρω από τους αστραγάλους τους.
Όσο πιο βαριές οι αλυσίδες, τόσο δυσκολότερη η απόδραση, γι’ αυτό η αστυνομία επιδίωκε οι κατάδικοι να σηκώνουν με δυσκολία τα πόδια τους.
Για να δυσχεράνουν τις αποδράσεις, τους έντυναν με ειδικά ρούχα, όπου η μια μεριά ήταν καφέ και η άλλη γκρι. Έτσι, οποιοσδήποτε πολίτης θα γνώριζε ότι έβλεπε έναν φυλακισμένο που είχε αποδράσει.
Υπήρχαν διαφόρων ειδών δουλειές που έπρεπε να γίνουν στη Σιβηρία.
Οι κατάδικοι επισκεύαζαν ή διέλυαν φορτηγίδες που έκαναν μεταφορές στα ποτάμια, έστρωναν σιδηροτροχιές, έκοβαν ξύλα ή έφτιαχναν γέφυρες και δρόμους.
Πολλοί δούλευαν στα ορυχεία, που ήταν ίσως, η χειρότερη απ’ όλες τις επιλογές.
Υπήρχαν ειδικοί χώροι για τους ασθενείς και τους ηλικιωμένους, οι οποίοι συνήθως απασχολούνταν σε εργαστήρια ξυλουργικής, σιδηρουργίας ή υποδηματοποιίας.
Δεν υπήρχε καμία διαφοροποίηση ανάμεσα σε πλούσιους κατάδικους, φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους.
Ζούσαν όλοι μαζί. Ευγενείς που είχαν χάσει τα προνόμιά τους για ανυποταξία στον Τσάρο, φοιτητές και διανοούμενοι που κατηγορούνταν για διάδοση ανατρεπτικών ιδεών, δολοφόνοι, ληστές και μικροεγκληματίες.
Τα βράδια τα περνούσαν τζογάροντας και ό,τι κέρδιζαν κατέληγε σε δωροδοκίες φρουρών, αλκοόλ και πόρνες.
Άλλωστε δεν είχαν που να κρύψουν τα χρήματά τους, οπότε ήταν καλύτερα να τα ξοδέψουν.
Για οποιαδήποτε παράβαση, η τιμωρία ήταν συνήθως μαστίγωμα.
Η χειρότερη για τους κατάδικους ήταν ο λεγόμενος “πράσινος δρόμος”.
Ο ένοχος έπρεπε να διασχίσει ένα διάδρομο, στην κάθε πλευρά του οποίου στέκονταν φρουροί, οπλισμένοι με μαστίγια και μακριές βέργες.
Σε κάθε βήμα του, ο κατάδικος δεχόταν ταυτόχρονα χτυπήματα από τους κοντινότερους φρουρούς και συνέχιζε μέχρι να φτάσει στο τέλος του διαδρόμου.
Τα Χριστούγεννα στη Σιβηρία
Στις μεγάλες γιορτές, οι κατάδικοι οδηγούνταν στο κοντινότερο χωριό, όπου πλένονταν και έκαναν σάουνα.
Καθαροί και περιποιημένοι, πήγαιναν στην εκκλησία, παρακολουθούσαν τη λειτουργία και μετά ένας ένας, φιλούσαν το χέρι του ιερέα.
Στη συνέχεια τους περίμενε ένα πλούσιο δείπνο, με φαγητά που συνήθως δώριζαν οι ίδιοι χωρικοί στους κατάδικους.
Η απελευθέρωση
Η μέρα της απελευθέρωσης ήταν σαν οποιαδήποτε άλλη.
Οι κατάδικοι απαγορευόταν να δείξουν έντονα συναισθήματα ή να προκαλούσαν αναταραχή ανάμεσα στους υπόλοιπους.
Περπατούσαν ήρεμα μέχρι το σιδηρουργείο, όπου τους έβγαζαν τις αλυσίδες. Εθιμοτυπικά, πετούσαν τα σίδερα έξω στο χιόνι.
Μετά, ο κατάδικος παρέδιδε στο κεντρικό γραφείο τα χαρτιά του και ό,τι αντικείμενα χρησιμοποιούσε κατά τη φυλάκισή του και ήταν ελεύθερος να φύγει.
Συνήθως, τα τελευταία λόγια που άκουγε ήταν ο πατροπαράδοτος χαιρετισμός των Ρώσων: “Πήγαινε στην ευχή του Θεού!”.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το περιοδικό “ΙΣΤΟΡΙΑ”.