Στη σημερινή εποχή, τα γυμνά γυναικεία μοντέλα της τέχνης που ποζάρουν σε ζωγράφους, γλύπτες και άλλους εικαστικούς καλλιτέχνες δεν αποτελούν ταμπού για την κοινωνία και δεν προκαλούν ακραίες αντιδράσεις. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι.
Ποια προσόντα έπρεπε να διαθέτει μια γυναίκα ώστε να γίνει «πηγή έμπνευσης» για έναν καλλιτέχνη; Πότε έπαψαν να δέχονται αρνητικές κριτικές και αναγνωρίστηκαν ως επαγγελματίες;
Η απάντηση κρύβεται στο «Δωμάτιο της Ζωής», στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ήταν η αίθουσα που πόζαραν γυμνοί άνδρες και γυναίκες προκειμένου να εξασκηθούν οι μαθητές της σχολής.
Τα «ζωντανά» -όπως τα αποκαλούσαν- μοντέλα δεν αποτελούσαν επιλογή για πολλές Ακαδημίες στην Ευρώπη μέχρι τον 19ο αιώνα. Εξαίρεση αποτελούσε η Αγγλία και πιο συγκεκριμένα η Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών (Royal Academy) που έδωσε μεγάλη μάχη με την πολιτεία ώστε να καθιερώσει την ένταξη ενός αριθμού γυναικείων και αντρικών μοντέλων στα μαθήματα των σπουδαστών.
Από το 1769, όταν άλλες Ακαδημίες απαγόρευαν στους ανύπαντρους σπουδαστές κάτω των 20 ετών να παρακολουθούν τα μαθήματα που απαιτούσαν γυμνά γυναικεία μοντέλα, η Royal Academy χρησιμοποιούσε 4 αντρικά και 1 γυναικείο μοντέλο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για όλο το έτος.
Στα μέσα του 18ου αιώνα, οι γυναίκες είχαν έναν παθητικό ρόλο στην κοινωνία. Ήταν σύζυγοι και μητέρες. Αυτό το ήρεμο σκηνικό ήρθε να ταράξει ο George Michael Moser, συντηρητής της Ακαδημίας και πατέρας της Mary Moser που ήταν ένα από τα τρία ιδρυτικά στελέχη της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Ο Moser ήταν υπεύθυνος για την άφιξη των γυναικών που ήταν «πρόθυμες» να ποζάρουν στο «Δωμάτιο της Ζωής».
Οι αιθέριες υπάρξεις προέρχονταν κυρίως από την εργατική τάξη. Υπήρχαν όμως και ιερόδουλες που τα σώματα τους, λόγω επαγγέλματος, ήταν καλοδιατηρημένα. Πολλές από αυτές τις κοπέλες δεν ήθελαν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία, γεγονός που ο George Michael Moser απλά προσπερνούσε.
Οι άντρες αντίστοιχα ήταν συνήθως αχθοφόροι της Ακαδημίας, στρατιώτες ή μποξέρ.
Μέσα από αρχεία της Royal Academy, που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, αποδείχτηκε πως όχι μόνο υπήρχε μεγάλος αριθμός γυναικείων μοντέλων, αλλά σε αντίθεση με τους άντρες έπαιρναν διπλάσια χρήματα.
Ένα εξίσου σημαντικό ντοκουμέντο είναι η απόδειξη μιας οικονόμου της Σχολής από τις 26 του Γενάρη του 1788, που μέσα σε όλα τα προϊόντα αναγράφει κάτω από δυο αντρικά ονοματεπώνυμα την λέξη «γυναίκα».
Εκεί αποδεικνύεται όχι μόνο η υψηλή αμοιβή της κοπέλας, αλλά το ότι η ανωνυμία έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο στις γυναίκες κυρίως για στις ιερόδουλες που είχαν μεγάλη φήμη που ίσως τους στερούσε τη θέση τους στην Ακαδημία.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα τα θέματα ηθικής για τη χρήση των γυμνών μοντέλων δυσκόλευαν πολύ την παρακολούθηση των μαθημάτων.
Ωστόσο, η «απρέπεια και η τάση προς ασέλγεια» για την οποία κατηγορούσαν τους ιδρυτές της σχολής αποδυναμώθηκε ως επιχείρημα μέσα από την επιτυχία καλλιτεχνών, όπως ο Joshua Reynolds, ο David Wilkie, John Constable και William Etty.
Η σημερινή εικόνα της Royal Academy είναι ενθαρρυντική, αφού η αύξηση των γυναικών τόσο σε ακαδημαϊκές θέσεις όσο και εκείνων που φοιτούν είναι σταθερή κάθε χρόνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2014 για πρώτη φορά προσελήφθη γυναίκα φύλακας στην Ακαδημία που ασκεί τα καθήκοντα της με μεγάλη επιτυχία.
Πηγή: royalacademy