Μετά από το χωρισμό των γονιών τους η Λέα και η Κριστίν Παπέν, μεγάλωναν σε διάφορα γαλλικά ιδρύματα.
Από έφηβες άρχισαν να εργάζονται σαν υπηρέτριες σε διάφορα σπίτια ευκατάστατων του Λε Μαν, προσπαθώντας πάντα να δουλεύουν μαζί.
Από το 1926 δούλευαν πλέον για τον πλούσιο και αρχαιότερο δικηγόρο της περιοχής René Lancelin, φροντίζοντας εκτός από αυτόν τη σύζυγο και την ενήλικη κόρη του Ζενεβιέβ.
Σύντομα οι δύο αδερφές που έκαναν τα πάντα αμίλητες και δεν έδιναν κανένα δικαίωμα για παράπονα, φώναζαν την μαντάμ ως «Μαμά».
Οι σχέσεις όμως της οικογένειας με τις υπηρέτριες ψυχράθηκαν και σταδιακά δεν υπήρχε ούτε καν λεκτική επικοινωνία.
Η νύχτα του εγκλήματος
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1933 όμως όλα άλλαξαν. Ο Lancelin θα συναντούσε την οικογένειά του σε φιλικό σπίτι, όπου τους είχαν καλέσει για να τους κάνουν το τραπέζι.
Η μητέρα και η κόρη όμως δεν εμφανίστηκαν και έτσι ο σύζυγος έτρεξε στο σπίτι του να δει τι συμβαίνει. Όταν έφτασε δεν μπόρεσε να μπει, επειδή η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσα.
Έβλεπε το φως του κεριού στο δωμάτιο των υπηρετριών αλλά καμία δεν του άνοιγε.
Ο αστυνομικός που πήγε στο σπίτι και σκαρφάλωσε από τον πίσω τοίχο, όταν μπήκε στο σπίτι είδε τα πτώματα της συζύγου και της κόρης του δικηγόρου.
Τα πτώματα είχαν χτυπηθεί τόσο πολύ που ήταν σχεδόν αγνώριστα.
Το ένα μάτι της κόρης, βρισκόταν κάπου στο πάτωμα.
Τα μάτια της μητέρας τα είχαν τοποθετήσει στο λαιμό της.
Για να σκοτώσουν τις κυρίες του σπιτιού είχαν χρησιμοποιήσει ένα κουζινομάχαιρο, ένα σφυρί και μια τσίγκινη κανάτα. Οι δύο υπηρέτριες καθάρισαν τα φονικά «όπλα» και πήγαν στο δωμάτιο τους. Γδύθηκαν και ξάπλωσαν γυμνές σε ένα κρεβάτι. Ομολόγησαν αμέσως και παραδόθηκαν.
Η ψύχωση
Το θέμα απασχόλησε για πολύ καιρό τα γαλλικά πρωτοσέλιδα, καθώς ήταν πρωτοφανές στα αστυνομικά χρονικά. Οι δύο αδερφές αρχικά τοποθετήθηκαν σε χωριστά κελιά.
Ο διαχωρισμός τους προκάλεσε στην Κριστίν Παπέν μεγάλο εκνευρισμό, θυμό και άγχος, επειδή δεν μπορούσε να δει την Λέα.
Οι αρχές επανεκτίμησαν την κατάσταση και άφησαν τις δυο αδερφές να βρεθούν πάλι κοντά.
Τότε η Κριστίν όρμηξε στην αδερφή της, προκαλώντας την σεξουαλικά.
Σε άλλη περίπτωση η Κριστίν βίωσε ένα άλλο ψυχολογικό επεισόδιο, όταν προσπάθησε να βγάλει τα μάτια της. Οι αρχές για να ησυχάσουν της φόρεσαν ζουρλομανδύα.
Λίγο μετά δήλωνε στις δικαστικές αρχές ότι την ημέρα των δολοφονιών, είχε ακριβώς το ίδιο επεισόδιο χωρίς να το καταλάβει.
Κατά τη διάρκεια της δίκης οι δύο υπηρέτριες περιέγραψαν πως κατακρεούργησαν μάνα και κόρη. Δεν ζήτησαν κανένα ελαφρυντικό.
Ήθελαν μόνο να μοιραστούν τις ποινές. Αυτό που έκανε εντύπωση όμως ήταν οι διαπιστώσεις επιστημόνων ότι η Κριστίν που ήταν μέσης αντίληψης, ήταν το κυρίαρχο πρόσωπο.
Αντίθετα η Λέα που ήταν χαμηλής αντίληψης, είχε «κυριαρχηθεί» τελείως από την αδερφή της. Σαν οι δυο τους να είχαν γίνει ένα.
Η Κριστίν τελικά καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο και η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια.
Σύντομα έδειξε σημάδια τρέλας επειδή της έλειπε η αδερφή της και τελικά πέθανε από καχεξία το 1937.
Η Λέα καταδικάστηκε σε 10ετή φυλάκιση, επειδή κρίθηκε πως οι ενέργειες της, είχαν «χειραγωγηθεί» από την αδερφή της. Αποφυλακίστηκε το 1941, δύο χρόνια νωρίτερα λόγω καλής διαγωγής και επέστρεψε στην Ναντ, για να ζήσει με την μητέρα της.
Το έγκλημα που προβλημάτισε και έγινε θεατρικός θρίαμβος
Η παράξενη υπόθεση Παπέν πήρε διαστάσεις και αποτέλεσε αντικείμενο στοχασμού για πολλούς.
Η μία άποψη ήταν ότι επρόκειτο για κλασσική περίπτωση παρανοϊκής ψύχωσης, που άξιζε προσοχής και μελέτης.
Ο συγγραφέας Ζαν Ζενέ όμως, στο περίφημο έργο του «Οι δούλες», κάνει λόγο για παράδειγμα ταξικού πολέμου.
Ο Ζενέ δεν θέλησε ωστόσο, να δικαιώσει τις δούλες όλων των εποχών.
Επεδίωξε να μεταφέρει στο κοινό τη φωνή τους και μέσω αυτών, ίσως και λίγη από τη δική του.
Από μικρός γυρνούσε σε αναμορφωτήρια και λόγω της ομοφυλοφιλίας του πέρασε δύσκολες στιγμές.
Περιθώριο, φυλακές και περιπλάνηση στην Ευρώπη και την Αμερική, ήταν μερικές από τις στάσεις της ζωής του Ζενέ, που τον ώθησαν να ασχοληθεί με το «έγκλημα του αιώνα στη Γαλλία».
Το έργο του θεωρείται ως ένα από τα κορυφαία του παγκόσμιου δραματολογίου.
«Πρόβα θανάτου»
Σύμφωνα με τη διασκευή της πολύκροτης υπόθεσης, στις «Δούλες» οι δύο αδερφές ανέπτυξαν μεταξύ τους μία ιδιαίτερη σχέση με ακραία συναισθήματα, που ο πυρήνας τους ήταν το “παιχνίδι”.
Όχι όμως ένα κλασικό παιχνίδι μεταξύ δύο κοριτσιών, όπως τα παιδικά.
Οι ρόλοι εναλλάσσονται συνεχώς, φτάνοντας στο σημείο τα δύο πρόσωπα να γίνονται ένα.
Ο εφιάλτης, το παρελθόν και το παρόν τους καθορίζεται από μια ακανόνιστη ανάγκη να απεμπλακούν από την υπόσταση τους και την πραγματικότητα.
Μια παράσταση αφιερωμένη στην καταπίεση και στην κοινωνική ανισότητα, θύματα των οποίων υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν ανά τους αιώνες.