Πριν γίνει τραγουδιστής και είδωλο της ροκ, ο Τζιμ Μόρισον ήθελε να γίνει μεγάλος σκηνοθέτης.
Το 1964 φοιτούσε στη σχολή κινηματογράφου στο πανεπιστήμιο UCLA στο Λος Άντζελες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η σχολή διένυε τη “χρυσή εποχή” της, καθώς καθηγητές ήταν κορυφαίοι σκηνοθέτες, όπως ο Στάνλεϊ Κρέιμερ, ο Ζαν Ρενουάρ και ο Τζόζεφ φον Στέρνμπεργκ.
Συμφοιτητής του Μόρισον ήταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, που έμελλε να σκηνοθετήσει ορισμένες απ’ τις σημαντικότερες ταινίες του αιώνα.
Τον Μόρισον γοήτευσε το ελεύθερο, σχεδόν αναρχικό κλίμα που επικρατούσε στη σχολή.
Σε κείμενό του έγραψε: “Το ωραίο με τον κινηματογράφο είναι πως δεν υπάρχουν ειδικοί. Δεν υπάρχουν αυθεντίες για τον κινηματογράφο. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να αφομοιώσει και να κλείσει μέσα του ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει σε άλλες τέχνες. Δεν υπάρχουν ειδικοί κι έτσι, θεωρητικά, ο φοιτητής ξέρει όσα και ο καθηγητής”.
Ανέκαθεν ο Μόρισον δυσκολευόταν να πειθαρχήσει και αντιδρούσε σε οποιαδήποτε μορφή εξουσίας. Γι’ αυτό και ταίριαξε απόλυτα με το UCLA.
Η καθημερινότητα του φοιτητή Μόρισον
Τα απογεύματα ο Μόρισον έτρωγε σε ένα μεξικάνικο εστιατόριο που ήταν πολύ κοντά σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο.
Δεν του άρεσε τόσο το φαγητό, όσο οι εκκεντρικοί θαμώνες. Έβλεπε τυφλούς να σπρώχνουν τα καροτσάκια των ανάπηρων φίλων τους, οι οποίοι τους έλεγαν πού να πάνε.
Μερικές φορές οι ανάπηροι μεθούσαν και τσακώνονταν χτυπώντας ο ένας τον άλλο με τις πατερίτσες τους.
Τα σαββατοκύριακα πήγαινε στην ακτή Βένις, όπου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες μπίτνικς, καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικοί.
Ζούσαν μια ζωή χωρίς ευθύνες, με ελάχιστες ανέσεις, αλλά πολλά ναρκωτικά.
Στην παραλία, δεκάδες παρέες έπαιζαν μουσική με κιθάρες και ντέφια, χόρευαν ξέφρενα και κάπνιζαν μαριχουάνα.
Πολλά μαγαζιά πουλούσαν LSD και σχεδόν όλοι οι άνδρες που κυκλοφορούσαν στον δρόμο είχαν μακριά, ατημέλητα μαλλιά και λερωμένα ρούχα. Ήταν η αρχή των χίπις.
Ένας από τους πιο στενούς φίλους του ήταν ο Φιλ Ολένο, ο οποίος διάβαζε μανιωδώς τα έργα του ψυχαναλυτή Καρλ Γιουνγκ.
Με τον Μόρισον συζητούσαν συχνά για σεξουαλικές ανωμαλίες και φετίχ, από τον ερμαφροδιτισμό και τη νεκροφιλία, ως τον σαδισμό και την ομοφυλοφιλία.
Όταν τους δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστούν σε μια εργασία, όπου έπρεπε να γυρίσουν μια μικρού μήκους ταινία, οι ιδέες τους ήταν τουλάχιστον σοκαριστικές.
Σκέφτηκαν να γυρίσουν μια σκηνή από τη ζωή του Νίτσε, όπου βλέπει έναν άνθρωπο να χτυπά ένα άλογο και τον σταματά δια της βίας. Ο Μόρισον ήθελε η μουσική επένδυση της ταινίας να είναι συνεχόμενο χειροκρότημα.
Τελικά, το έργο τους ήταν πολύ πιο ανατρεπτικό.
Ο Ολένο βοήθησε κάποιους τελειόφοιτους του τμήματος ψυχολογίας που χρειάζονταν έναν άνθρωπο να κινηματογραφήσει ένα πείραμά τους.
Του ζήτησαν να κινηματογραφήσει ένα άντρα και μία γυναίκα, που επιδείκνυαν διάφορες στάσεις του σεξ.
Αν και το υλικό ήταν απόρρητο, ο Ολένο το έδωσε στον Μόρισον, ο οποίος το επένδυσε με τη μουσική του “Μπολερό” του Ραβέλ και το παρουσίασε.
Οι συμφοιτητές του ενθουσιάστηκαν, αλλά όχι και οι καθηγητές, που τον βαθμολόγησαν με “0”.
Η μεγάλη αποτυχία του Μόρισον
Τον Μάιο του 1965 έγινε η προβολή της ταινίας του Τζιμ Μόρισον, που ήταν και η πτυχιακή του εργασία.
Η ταινία δεν είχε τίτλο και όπως σχολίασαν πολλοί απ’ τους θεατές, δεν είχε ούτε νόημα.
Ο ίδιος ο Μόρισον δήλωσε: “Ήταν μια ταινία που αμφισβητούσε την ίδια τη διεργασία της κινηματογράφησης. Ήταν μια ταινία για τις ταινίες. Έδειχνε ανθρώπους να παρακολουθούν μια ταινία σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Μετά έδειξα την ταινία που παρακολουθούσαν, μετά ανθρώπους να παρακολουθούν τηλεόραση και στο τέλος, τράβηξα την ίδια την τηλεόραση”.
Ξεκινούσε δείχνοντας τον Μόρισον να καπνίζει μία πίπα. Μετά υπήρχε μία σκηνή όπου η κοπέλα του, η Ντεμπέλα, εμφανιζόταν με τα εσώρουχά της.
Η κάμερα κατέβαινε προς τα κάτω και στο τέλος φαινόταν ότι η κοπέλα στεκόταν πάνω σε μια τηλεόραση, που έδειχνε στρατιώτες των Ναζί να παρελαύνουν.
Ακολούθησαν σκηνές μέσα σε ένα δωμάτιο, οι τοίχοι του οποίου ήταν καλυμμένοι με εξώφυλλα του περιοδικού Playboy. Ένοικοι του δωματίου ήταν κάποιοι άντρες που αφού κάπνισαν μαριχουάνα, κάθισαν να δουν ταινίες δράσεις.
Προς τέλος, μια κοπέλα έγλυψε το μάτι της Ντεμπέλα, θέλοντας να δείξει ότι το καθάριζε από τη βρωμιά που είχε μαζέψει απ’ ότι είχε δει.
Το μοντάζ ήταν χαοτικό, χωρίς λογική και σειρά.
Οι φοιτητές που παρακολούθησαν την ταινία φαίνονταν άλλοτε συγχυσμένοι κι άλλοτε διασκέδαζαν.
Οι καθηγητές, για ακόμα μία φορά, απογοητεύτηκαν με τη δουλειά του Μόρισον.
Ακόμα και ο αγαπημένος του καθηγητής, ο Εντ Μπρόκο, ο οποίος θαύμαζε τις ικανότητες του νεαρού Μόρισον, έκανε αρνητικά σχόλια.
Η αποτυχία στοίχισε πολύ στον Μόρισον, ο οποίος αποφάσισε να παρατήσει τη σχολή.
Μετακόμισε στην ακτή Βένις, όπου άρχισε να γράφει στίχους και να φαντάζεται τη μουσική που θα τους συνόδευε.
Εκεί γνώρισε τους ανθρώπους, με τους οποίους δημιούργησε το θρυλικό συγκρότημα, “The Doors”.
“The Doors”: Πώς βγήκε το όνομα
Εμπνευστής του ονόματος ήταν ο φίλος του Τζιμ Μόρισον, Ντένις Τζέικομπ.
“Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν “Αρουραίο” ή “Σκίουρο”, επειδή περπατούσε πάντα σκυφτός.
Λάτρευε τον σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν και είχε διαβάσει κάθε έργο του Φρίντριχ Νίτσε.
Αργότερα έγινε βοηθός του Κόπολα στα γυρίσματα της ταινίας “Αποκάλυψη Τώρα”.
Μία μέρα, ο Ντένις Τζέικομπ ανέφερε ένα ποίημα του Βρετανού ζωγράφου Γουίλιαμ Μπλέικ: “Αν οι πόρτες της αντίληψης καθαρίζονταν, τα πάντα θα φαίνονταν στον άνθρωπο όπως αληθινά είναι. Άπειρα.”
Από αυτό τον στίχο εμπνεύστηκε ο Μόρισον το όνομα που θα έδινε στο συγκρότημά του, αν ποτέ σχημάτιζε ένα. Το όνομα ήταν “Οι Πόρτες: Ανοιχτές και Κλειστές”.
“Υπάρχει το γνωστό και υπάρχει και το άγνωστο. Και αυτό που χωρίζει αυτά τα δύο είναι η πόρτα κι αυτό θέλω να είμαι”, εξήγησε ο Μόρισον.
Τελικά, επικράτησε το πιο σύντομο όνομα, οι πόρτες, «the doors».