Ο Νικόλαος Τασσιάκος γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1915 και υπηρέτησε στο θρυλικό υποβρύχιο που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών. Ήταν ο τελευταίος επιζών και η ζωντανή μνήμη του ελληνικού ναυτικού.
Τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις και παρασημοφορήθηκε για τη δράση του, πριν φύγει για το τελευταίο του μπάρκο. (18/12/2015)
Τον Μάιο έδωσε μια συνέντευξη στον ιστορικό Νίκο Γιαννόπουλο, όπου με απόλυτη διαύγεια παρά τα 1οο χρόνια του, μιλούσε για τη δύσκολη ζωή στο υποβρύχιο και την καταδίωξη των Ιταλών μετά από τη βύθιση του Firenze. Η διήγηση του είναι συγκλονιστική:
Πότε καταταχθήκατε στο Ναυτικό;
Παρουσιάστηκα με τη σειρά 36Α τον Απρίλιο του 1936. Έκανα τη βασική εκπαίδευση στον Πόρο και μετά με έστειλαν στον Σκαραμαγκά, στη Σχολή Τορπιλών και Ναρκών. Όταν τελείωσα την εκπαίδευσή μου και πήρα την ειδικότητα του τορπιλητή, δήλωσα την επιθυμία να υπηρετήσω στα υποβρύχια. Μου έδωσαν φύλλο πορείας για τη Βάση Υποβρυχίων που ήταν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Εκεί υπηρέτησα διαδοχικά στα υποβρύχια «Νηρεύς» και «Πρωτεύς». Το 1939, με τον βαθμό πλέον του διόπου, τοποθετήθηκα στο υποβρύχιο «Παπανικολής», με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Μίλτονα Ιατρίδη.
Θυμάστε την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου;
Στις 27 Οκτωβρίου 1940, το «Παπανικολής» ήταν σκοπούν πλοίο (σ.σ σε βραχεία ετοιμότητα απόπλου).
Με κάλεσε ο ύπαρχος, μου έδωσε έναν κατάλογο με τους άνδρες των άλλων υποβρυχίων που ήταν σε έξοδο λόγω του Σαββατοκύριακου και μου είπε να βγω και να πάω στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας για να τους ανακαλέσουν στα πλοία τους. Πράγματι μου διέθεσαν μία μοτοσικλέτα με οδηγό και, καθώς γνώριζα καλά την Αθήνα και τον Πειραιά τους ειδοποίησα γρήγορα. Στη συνέχεια επέστρεψα στον «Παπανικολή».
Την επομένη, κατά την πρωινή αναφορά, ήλθε ο ίδιος ο κυβερνήτης και μας ανακοίνωσε την ιταλική επίθεση. Ο ενθουσιασμός μας δεν περιγράφεται. Ζητωκραυγάζαμε, πετούσαμε τα καπέλα μας στον αέρα. Ήταν σαν να έβραζε το καζάνι, να έβγαζε κάποιος το καπάκι και να πεταγόταν ο ατμός. Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει πόλεμος (το έμαθα στη συνέχεια), αλλά εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε τέτοια περηφάνια που ανήκα στο Ναυτικό και που θα πολεμούσα για την Ελλάδα.
Ο «Παπανικολής» εκτέλεσε περιπολίες από την πρώτη μέρα του πολέμου. Πέρα από τους κινδύνους λόγω του εχθρού, φαντάζομαι πως η καθημερινότητα σε ένα υποβρύχιο εν πλω δεν θα είναι και η ιδανική.
Στη διάρκεια της περιπολίας ήταν πραγματικά άθλια. Το νερό ήταν ελάχιστο, μόνο για να πίνουμε. Μέναμε άπλυτοι και αξύριστοι. Δεν υπήρχε η δυνατότητα μαγειρέματος και τρώγαμε μόνο κονσέρβες. Όταν είμαστε σε κατάδυση, δεν μπορούσαμε να μετακινηθούμε στα άλλα διαμερίσματα του σκάφους παρά μόνο κατόπιν άδειας από το Κέντρο. Αυτό συνέβαινε για να αντιμετωπιστεί η μεταβολή στη ζυγοστάθμιση του υποβρυχίου. Δεν επιτρεπόταν να μιλάμε, παρά μόνο με νοήματα, για εξοικονόμηση οξυγόνου. Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό του σκάφους γινόταν, σιγά-σιγά, βαριά και αποπνικτική. Επικρατούσε μόνιμη υγρασία και τα ρούχα μας ήταν πάντα υγρά. Υπήρχε μεγάλη στενότητα χώρου και ο ύπνος ήταν και αυτός προβληματικός. Μερικοί είχαν κουκέτα (σ.σ. αιώρα) και κοιμούνταν εκ περιτροπής. Φυσικά δεν μπορούσαμε να καπνίσουμε και περιμέναμε την ανάδυση, οπότε ένας-ένας ανεβαίναμε στη γέφυρα να κάνουμε ένα τσιγάρο.
Παρ’ όλα αυτά μας άρεσε. Η πειθαρχία ήταν σκληρή, αλλά ενσυνείδητη και αυθόρμητη. Ήμασταν μια γροθιά. Είχαμε ένα ομαδικό πνεύμα που δημιουργούσε η κοινή τύχη όλων μας, αλλά και η ευθύνη του καθενός για το σύνολο. Το λάθος που θα έκανε ένας μπορούσε να αποβεί μοιραίο για όλους. Όπως λέγαμε, το υποβρύχιο θα ήταν το ίδιο φέρετρο για όλους.
Και τώρα θα έρθω στη μεγάλη επιτυχία του «Παπανικολή» τα Χριστούγεννα του 1940.
Μέσα Δεκεμβρίου του 1940 βγήκαμε για περιπολία. Την τρίτη ημέρα εντοπίσαμε ένα μικρό ιταλικό σκάφος. Το πλησιάσαμε αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι. Πέσαμε δίπλα του και πιάσαμε το πλήρωμα στον ύπνο. Ήταν έξι άτομα τα οποία τα φέραμε στο υποβρύχιο. Στα ναυτιλιακά έγγραφα του ιταλικού πλοίου υπήρχαν πληροφορίες για μια νηοπομπή που την επομένη θα απέπλεε από το Πρίντεζι για την Αλβανία και θα περνούσε από την περιοχή μας.
Προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε την νηοπομπή. Το μεσημέρι της 24ης Δεκεμβρίου η τύχη μας χαμογέλασε. Η περισκοπική παρατήρηση φανέρωσε μια μεγάλη νηοπομπή, προστατευόμενη από αντιτορπιλικά. Αμέσως σήμανε συναγερμός. Η θέση μάχης μου ήταν στο πρυμναίο διαμέρισμα, υπεύθυνος για τη μετάδοση διαταγών που λάμβανα από το Κέντρο. Παρ’ όλη την ισχυρή εχθρική συνοδεία ο κυβερνήτης μας δεν δίστασε. Πλησίασε και άλλο και έδωσε εντολή για άφεση τορπιλών. Ακόμη θυμάμαι τις εντολές του κυβερνήτη:
«Τορπιλοσωλήνας ένα, έτοιμος. Σωλήνας ένα έβαλε.
Τορπιλοσωλήνας δύο, έτοιμος. Σωλήνας δύο έβαλε…»
Ρίξαμε τέσσερις τορπίλες και οι τέσσερις πήγαν διάνα! Το καταλάβαμε, καθώς νοιώσαμε το τράνταγμα από τις εκρήξεις. (σ.σ. Το ελληνικό υποβρύχιο βύθισε το ιταλικό εμπορικό πλοίο «Firenze»).
Αμέσως μετά κάναμε κράτει τις μηχανές. Ύστερα από λίγα λεπτά έγινε πανδαιμόνιο. Οι Ιταλοί έριχναν βόμβες βυθού από αντιτορπιλικά και αεροπλάνα. Αυτές ήταν ρυθμισμένες να σκάσουν στα 100 μέτρα, καθώς πίστευαν ότι είχαμε πάρει μεγάλο βάθος. Ωστόσο, ο Ιατρίδης το είχε ίσως προβλέψει και κράτησε το υποβρύχιο στα 30 μέτρα. Αυτή η διαφορά των 70 μέτρων μας έσωσε. Βέβαια το υποβρύχιο τραντάζονταν από τις εκρήξεις, αλλά δεν έσταξε ούτε επιστόμιο (σ.σ οι Ιταλοί εξαπέλυσαν εναντίον του «Παπανικολή» 85 βόμβες βυθού.
Άκουσα μια από τις βόμβες να έρχεται και να κάθεται στο πρυμναίο κατάστρωμά μας. Δεν έσκασε γιατί ήταν ρυθμισμένη να εκραγεί σε μεγαλύτερο βάθος. Ανέφερα στο Κέντρο, το υποβρύχιο πήρε πρυμναία κλίση και άκουσα τη βόμβα να κατρακυλά, μέχρι που έπεσε στον βυθό.
Η καταδίωξη συνεχίστηκε επί πολλές ώρες. Στο διάστημα αυτό το υποβρύχιο παρέμενε κρατημένο και παρασυρόμενο προς Βορρά. Όταν επιτέλους αναδυθήκαμε είχαμε φθάσει στις δαλματικές ακτές κοντά στον Άγιο Ιωάννη της Μεδούης. Στη συνέχεια πήραμε νότια πορεία και φθάσαμε στον Πατραϊκό κόλπο.
Καθώς περιμέναμε να ανοίξουν τα φράγματα για να μπούμε στον κόλπο πέρασε από πάνω μας ένα αεροπλάνο με ελληνικά σήματα. Το χαιρετήσαμε με φωνές και χειρονομίες και με μια ανακούφιση που βρισκόμασταν πλέον μεταξύ φίλων. Το αεροπλάνο έκανε μια στροφή, ήλθε από πάνω μας και έριξε δύο βόμβες! Ευτυχώς και οι δύο έπεσαν στη θάλασσα. Ήταν ιταλικό με ελληνικά σήματα. Φαντάσου να την παθαίναμε εκείνη τη στιγμή.
Φαντάζομαι ότι θα τύχατε αποθεωτικής υποδοχής στον Ναύσταθμο
Ήταν το κάτι άλλο. Η μπάντα του Ναυστάθμου παιάνιζε και τα πληρώματα των άλλων υποβρυχίων πανηγύριζαν. Με το που βγήκε ο Ιατρίδης, τον πήραν στους ώμους και τον ανέβασαν στη Διοίκηση Υποβρυχίων. Δεν μπορείς να φανταστείς τον ενθουσιασμό μας. Ο κυβερνήτης μας προήχθη επ’ ανδραγαθία σε αντιπλοίαρχο και του απονεμήθηκε το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας. Στους αξιωματικούς απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Β΄ Τάξεως και στο πλήρωμα ο Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξεως.
Σήμερα το ευχαριστώ τους είναι ότι μας μείωσαν τις συντάξεις. Αλλά τι περιμένεις;
Κι εσείς οι νέοι να σηκώσετε το κεφάλι σας ξανά. Να πολεμήσετε γι’ αυτά που σας πήραν πίσω. Μόνο έτσι θα δικαιώσετε τον πόλεμο της δικής μου γενιάς.
Διαβάστε ακόμη στη «Μηχανή του Χρόνου», για τον «Παπανικολή»:
-Υποβρύχιο Παπανικολής. Τα σιωπηλά Χριστούγενα του ΄40, που λάβωσαν τους Ιταλούς…
–Το εντυπωσιακό σπήλαιο, όπου έβρισκε καταφύγιο το υποβρύχιο «Παπανικολής» στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως…