Την 1η Σεπτεμβρίου του 1923, ένας σεισμός 7,9 Ρίχτερ κατέστρεψε το Τόκιο και τις γύρω περιοχές.
Την ώρα που χτύπησε ο εγκέλαδος, ο κόσμος ετοιμαζόταν για το μεσημεριανό γεύμα και οι φωτιές απ’ τις κουζίνες προκάλεσαν θανατηφόρες πυρκαγιές.
Την ίδια στιγμή, ένας τυφώνας χτύπησε την περιοχή.
Χάος.
Τα θύματα από την καταστροφή ξεπέρασαν τις 100 χιλιάδες και τα πτώματα κάλυπταν κάθε σπιθαμή γης, όσο μπορούσε να δει ανθρώπινο μάτι.
Αυτό το θέαμα αντίκρισε ο 13χρονος Κουροσάβα, όταν ο 17χρονος αδελφός του, Χέιγκο, του είπε να επισκεφτούν την πληγμένη περιοχή.

 

Το Τόκιο μετά το σεισμό
Το Τόκιο μετά τον σεισμό

«Ακίρα, κοίτα τώρα προσεκτικά»

Στην αυτοβιογραφία του ο σκηνοθέτης έγραψε:
«Είδα πτώματα εντελώς καμένα, άλλα ήταν καμένα κατά το ήμισυ, πτώματα σε χαντάκια και άλλα να επιπλέουν στο ποτάμι, πτώματα πάνω στη γέφυρα και άλλα να έχουν φράξει διασταυρώσεις δρόμων: όλα τούτα τα πτώματα επιδείκνυαν κάθε είδους θανάτου που θα μπορούσε να επέλθει στα ανθρώπινα όντα. Όταν αποφάσισα να στρέψω το βλέμμα μου αλλού, ο αδελφός μου με παρατήρησε, «Ακίρα, κοίτα τώρα προσεκτικά!»

Τα γόνατα του 13χρονου Κουροσάβα σχεδόν λύγισαν όταν στάθηκε στις όχθες του ποταμού Σουμιντάγκαβα. Τα πτώματα επέπλεαν στο νερό, πρησμένα και παραμορφωμένα.
Ακόμα και μωρά δεμένα στις πλάτες των μανάδων τους κείτονταν δίπλα σε απανθρακωμένα κορμιά.
Στο κέντρο της πόλης, είχαν δημιουργηθεί λόφοι με άψυχα σώματα και στην κορυφή ενός τέτοιου ανθρώπινου λόφου, βρισκόταν ένα πτώμα καθιστό σε στάση «λωτού».
Τα δύο αδέλφια το αποκάλεσαν «υπέροχο».

Μετά τον καταστροφικό σεισμό
Μετά τον καταστροφικό σεισμό

Το βράδυ ο Κουροσάβα δεν είδε εφιάλτες.
Όταν ρώτησε τον αδελφό του, ο Χέιγκο του απάντησε: «Αν κλείσεις τα μάτια σου τη στιγμή που βλέπεις κάτι τόσο φρικιαστικό, τότε θα φοβάσαι μετά. Αν όμως τα κοιτάξεις προσεκτικά, δε θα υπάρχει μετά τίποτε που να σε φοβίζει».
Έτσι οι αδελφοί Κουροσάβα κατανίκησαν τον φόβο τους.

Ο Ακίρα είχε είδωλο τον μεγάλο αδελφό του Χέιγκο

Αριστερά, ο Χέιγκο και δεξιά, ο Ακίρα. 1913
Αριστερά, ο Χέιγκο και δεξιά, ο Ακίρα. το1913. Ήταν άριστος μαθητής, διάβαζε μανιωδώς και μιλούσε ξένες γλώσσες.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, ο Χέιγκο δούλευε ως αφηγητής σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου.

Είχε φύγει απ’ το οικογενειακό σπίτι και έμενε με τη σύντροφό του σε μια φτωχογειτονιά του Τόκιο.
Λίγο αργότερα, μετακόμισε στο σπίτι και ο Ακίρα.
Η αγάπη του νεαρού Ακίρα για τον αδελφό του έφτανε στα όρια λατρείας και όσο χρόνο έζησαν μαζί, ο Κουροσάβα δεν σταμάτησε να ακολουθεί πιστά τις συμβουλές του.
Όμως τη δεκαετία του ’30, οι ταινίες απέκτησαν ήχο και ομιλία και οι αφηγητές σαν τον Χιέγκο άρχισαν να χάνουν τις δουλειές τους.
Ο Χιέγκο ηγήθηκε της μεγάλης απεργίας των αφηγητών, αλλά γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η προσπάθειά τους ήταν ανώφελη.
Δεν υπήρχε τρόπος να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας.
Η τεχνολογία τους είχε προσπεράσει.
Η αποτυχία κόστισε στον Χιέγκο και ο Ακίρα αποφάσισε να επιστρέψει στο πατρικό τους σπίτι για να μην επιβαρύνει οικονομικά τον αδελφό του.

Η οικογένεια παρατηρούσε τον Χιέγκο, που καθημερινά βυθίζονταν σε βαριά κατάθλιψη.
Μια μέρα, η μητέρα τους ρώτησε τον Ακίρα αν ο αδελφός του ήταν καλά.
Ο Κουροσάβα απάντησε καθησυχαστικά, αλλά η ανήσυχη μητέρα του υπενθύμισε ότι ο αδελφός του πάντα έλεγε ότι θα πέθαινε πριν φτάσει τα τριάντα.
Ο Ακίρα της είπε, για να την ηρεμήσει, ότι οι άνθρωποι που λένε ότι θα σκοτωθούν, δεν το κάνουν ποτέ.

Ο Ακίρα Κουροσάβα τη δεκαετία του '30
Ο Ακίρα Κουροσάβα τη δεκαετία του ’30

Ο Χέιγκο Κουροσάβα αυτοκτόνησε τον Ιούλιο του 1933, σε ηλικία 27 ετών.

Βρισκόταν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου και το αίμα του είχε ποτίσει τα άσπρα σεντόνια.
Στο δωμάτιο ήταν μόνο ο Ακίρα, ο πατέρας του και ένας συγγενής του και μαζί τύλιξαν το πτώμα και το μετέφεραν στο αυτοκίνητο.
Ο Κουροσάβα περιγράφει στην αυτοβιογραφία του, την αντίδραση της μητέρας του:
«Η στωική μητέρα μας δέχτηκε την είδηση της αυτοκτονίας του αδελφού μου σιωπηλά, δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ. Αν και γνώριζα πως δεν είχε κανένα παράπονο μαζί μου, η σιωπή της με έκανε να νιώθω ένοχος.
Της ζήτησα συγγνώμη που είχα πάρει τα λόγια της για το αδελφό μου τόσο αψήφιστα, μα το μόνο που μου είπε ήταν: «Τι εννοείς Ακίρα;» Δεν μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτά που είχα πει στη μητέρα. Τα αποτελέσματα στάθηκαν τρομερά για τον αδελφό μου. Τι ανόητος που είμαι».

Ο έρωτας με την Γιόκο στα γυρίσματα της ταινίας
«Ήταν τρομερά πείσμων και ασυμβίβαστη…»

Το 1943, ο Κουροσάβα ξεκίνησε τα γυρίσματα της νέας του ταινίας, με τίτλο «Η πιο ωραία».
Ήταν μία προπαγανδιστική ταινία που ακολουθούσε τις ζωές νεαρών γυναικών που εργάζονταν εθελοντικά σε ένα εργοστάσιο κατασκευής στρατιωτικών φακών.
Ήθελε η ταινία να μοιάζει με ντοκιμαντέρ, χωρίς καμία απομάκρυνση από τον ρεαλισμό.
Για να πετύχει τη φυσικότητά που ήθελε, έπρεπε να γδύσει τις ηθοποιούς από κάθε θεατρινισμό.

Στιγμιότυπο της ταινίας "Η Πιο Ωραία"
Στιγμιότυπο της ταινίας «Η Πιο Ωραία»

Έτσι πριν αρχίσουν τα γυρίσματα, ο Κουροσάβα τις έβαλε να κάνουν καθημερινές προπονήσεις στο τρέξιμο και στο βόλεϋ, να παίζουν μουσικά όργανα και να παρελαύνουν στους δρόμους.
Απαγόρευσε το μακιγιάζ, τα περίτεχνα χτενίσματα και τα προσεγμένα ρούχα.
Οι ηθοποιοί έμεναν στο εργοστάσιο που υποτίθεται ότι δούλευαν, έτρωγαν το φαγητό των εργατών και έμαθαν να χρησιμοποιούν τα μηχανήματα.

Οι κοπέλες δέχτηκαν τις εντολές του σκηνοθέτη χωρίς κανένα παράπονο.
Μία κοπέλα, όμως, ξεχώρισε.
Το όνομα της ήταν Γιόκο Γιαγκούτσι και είχε αναλάβει να εκπροσωπήσει τις υπόλοιπες ηθοποιούς, όταν είχαν κάποιο ομαδικό αίτημα.
Οι καθημερινές συναντήσεις και οι διαμάχες εξελίχθηκαν σε ειδύλλιο.
Παντρεύτηκαν στις 21 Μαΐου του 1945, όταν η Γιόκο ήταν δύο μηνών έγκυος.

Στην αυτοβιογραφία του, ο σκηνοθέτης της αφιέρωσε μόλις μία παράγραφο:
«Αργότερα συνέβη να παντρευτώ το κορίτσι που έπαιξε το ρόλο της αρχηγίνας της εθελοντικής αυτής ομάδας των κοριτσιών, τη Γιόκο Γιαγκούτσι. Στα γυρίσματα της ταινίας αντιπροσώπευε τις ηθοποιούς και συχνά διαφωνούσε μαζί μου για χάρη τους. Ήταν τρομερά πείσμων και ασυμβίβαστη και μια που κι εγώ είμαι ακριβώς τα ίδια, συχνά αρπαζόμασταν. Οι μάχες που δίναμε έφταναν σε ειρηνικές καταλήξεις χάρη στις παρεμβάσεις της Τακάκο Ιρι, που έβρισκε τον μπελά της μέχρι να μας ησυχάσει».

Η Γιόκο Γιαγκούτσι στην ταινία "Η Πιο Ωραία"
Η Γιόκο Γιαγκούτσι στην ταινία «Η Πιο Ωραία»

Έμειναν μαζί για τέσσερις δεκαετίες και απέκτησαν δύο παιδιά.
Η Γιόκο πέθανε την 1η Φεβρουαρίου του 1985, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Ran».
Ο Κουροσάβα έλειψε μόνο μία μέρα απ’ τα γυρίσματα για να πενθήσει και επέστρεψε κανονικά στη δουλειά.

akira-kurosawa
Ο σκηνοθέτης γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 και πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου του 1998, σε ηλικία 88 ετών.

Της Αθηνάς Τζίμα

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here