Τούτη την εποχή η Αλυκή, μια από τις ομορφότερες παραλίες στα νοτιοανατολικά της Θάσου, βιώνει ημέρες δόξας. Βουλιάζει από τουρίστες, Ρουμάνους και Βούλγαρους κυρίως, αλλά και Σκανδιναβούς και Γερμανούς.
Στη βραχώδη μύτη της μικροσκοπικής χερσονήσου, γυναικεία κορμιά απολαμβάνουν τον καλοκαιρινό ήλιο σε φυσικές μαρμάρινες «ξαπλώστρες» που μοιάζουν με μικρά παγόβουνα τεμαχισμένα αρμονικά, λες και έγιναν από ανθρώπινο χέρι. Ή μήπως έγιναν στ’ αλήθεια;
Στα καταγάλανα νερά του ορμίσκου, υπερσύγχρονα ιστιοφόρα και πολυτελείς θαλαμηγοί αγκυροβολούν καταμεσής του μικρού κόλπου, καθώς δεν υπάρχει μουράγιο για να πιάσουν ή μαρίνα για να δέσουν.
Χαρά Θεού για τους λιγοστούς ντόπιους, που τα καλοκαίρια ανοίγουν τα αραδιασμένα στην παραλία σπιτάκια τους, δουλεύουν κάποια γραφικά ταβερνάκια και εξασφαλίζουν ένα καλό εισόδημα.
Και όμως, στην αρχαιότητα η Αλυκή γνώρισε (και) καλύτερες μέρες, οι οποίες αποτυπώνονται όχι μόνο στα λείψανα του αρχαίου οικισμού που βρίσκεται πίσω από τα σπίτια της παραλίας ανάμεσα σε πεύκα ή στην παρουσία ιερού και δύο βασιλικών και των μισοβυθισμένων στη θάλασσα λατομείων μαρμάρου, αλλά και στην εν εξελίξει ανασκαφή στην Αμφίπολη.
Με μάρμαρο από την Αλυκή Θάσου είναι χτισμένος ο ταφικός περίβολος που ήρθε στο φως στον τύμβο του Καστά από την Κατερίνα Περιστέρη και τους συνεργάτες της και προκάλεσε παγκόσμιο θαυμασμό.
Οχι μόνο για την αρμονία και την αρχιτεκτονική της κατασκευής, αλλά ίσως -ακόμα περισσότερο- για το πώς έφτασαν από τη Θάσο στην Αμφίπολη, την εποχή εκείνη και με τα τότε μέσα, δυόμισι χιλιάδες κυβικά μέτρα μαρμάρινων όγκων, που χρειάστηκαν για να περιφραχθεί ο μακεδονικός τύμβος!
«Δεν είναι 100% σίγουρο, πρέπει να γίνει και μια ανάλυση, αλλά το πιο πιθανό είναι ότι ο περίβολος έχει χτιστεί με λευκό μάρμαρο Αλυκής Θάσου», λέει στην «Κ» η προϊσταμένη της ΙΗ΄ Εφορείας Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων Καβάλας, Μαρία Νικολαΐδου.
Μια απλή περιήγηση στη μαρμάρινη χερσόνησο, με οδηγό τις ανακαλύψεις των αρχαιολόγων, μεταφέρει τον επισκέπτη σε περιόδους της αρχαιότητας κατά τις οποίες η Αλυκή ήταν ο βασικός τροφοδότης, με υπέροχο λευκό μάρμαρο, βασιλείων, αυτοκρατόρων, πλουσίων, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδο.
Εκεί ήταν το λατομείο, το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο στη Θάσο, απ’ όπου απέκοπταν μαρμάρινους όγκους και τους τοποθετούσαν σε πλοιάρια με τη βοήθεια της μπίγας, ενός γερανού που είχαν επινοήσει για να σηκώνουν το βαρύτατο φορτίο.
Τα πλοία πλεύριζαν την άκρη του λατομείου και έδεναν τους κάβους στις δέστρες, μεγάλες τρύπες που είχαν ανοίξει για τον σκοπό αυτό, αλλά και για να συγκρατούν τις ανυψωτικές μηχανές σε μη αποκολλημένα μάρμαρα.
Από εκεί έφευγαν για προορισμούς της Μακεδονίας, της υπόλοιπης Ελλάδας, της Ρώμης μέχρι και την Αίγυπτο και την Περσία, κοσμώντας παλάτια, τάφους επιφανών και σπουδαία κτίρια.
Με ειδικά «τύμπανα» (τροχαλίες), ρυμουλκούσαν από τις πλαγιές τους τεράστιες όγκους και τους κατέβαζαν στον πυθμένα του λατομείου, όπου αναλάμβαναν δουλειά οι γερανοί.
«Εφαγαν» ολόκληρη τη μαρμαρινή ακτή με αυτό τον τρόπο οι αρχαίοι λατόμοι και σήμερα είναι εμφανή τα σημάδια της δραστηριότητας χιλιετιών στο μισοβυθισμένο μαρμάρινο απομεινάρι της, το οποίο οι κάτοικοι φιλοδοξούν να αποτελέσει πόλο έλξης επιπλέον επισκεπτών με αφορμή τη σύνδεσή του με τον τύμβο της Αμφίπολης.
«Θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα προβληθεί σωστά η πολιτιστική του πλευρά και θα αξιοποιηθεί προς όφελος του τόπου», μας είπε ο κ. Νίκος Νικολούδης, γνωστός ενεργός πολίτης στη Θάσο.
Η φύση προσέφερε ένα επιπλέον δώρο στο καταπράσινο νησί του Βορείου Αιγαίου: το μάρμαρο. Από την αρχαιότητα η εξόρυξή του ήταν πηγή εσόδων για τους ντόπιους.
Σήμερα λειτουργούν γύρω στα δέκα λατομεία που εξάγουν μάρμαρο μέχρι και στη Σαουδική Αραβία. «Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις ενεργών αλλά και μη ενεργών λατομείων, δεν τηρούνται οι προδιαγραφές και καταντούν πληγές για το περιβάλλον», μας λέει ο δημοτικός σύμβουλος Βασίλης Παπαφιλίππου.
ΠΗΓΗ: άρθρο του Σταύρου Τζίμα στην Καθημερινή , φωτογραφίες από ΙΓΜΕ