Ο συγγραφέας της «Ουτοπίας», Τόμας Μουρ, δοξάστηκε ως ένας πρωτοποριακός ανθρωπιστής, που όμως δεν δίστασε να εκτελέσει αιρετικούς στην πυρά.
Ήταν πιστός καθολικός και υποστήριξε την πίστη του μέχρι το τέλος και μάλιστα θυσίασε τη ζωή του για αυτή.
Όμως, παρά τον έντονο μισογυνισμό του καθολικισμού, ο Μουρ έμεινε γνωστός για τις απόψεις του σχετικά με τη μόρφωση των γυναικών.
Είχε τρεις κόρες στις οποίες παρείχε την ίδια μόρφωση που έδωσε στον γιο του.
Ήταν και οι τρεις τόσο μελετηρές, που αρίστευσαν σε όλα τα μαθήματα και ειδικά στα λατινικά και αρχαία ελληνικά.
Ο Μουρ χρησιμοποιούσε τις κόρες τους για να αποδείξει ότι οι γυναίκες είχαν την ίδια θέληση και ικανότητα για μάθηση με τους άντρες.
Αυτή την άποψη παρουσίασε ο Μουρ και μέσω του γνωστότερου έργου του, την «Ουτοπία», όπου περιγράφει τη δομή της ιδανικής κοινωνίας.
Στην Ουτοπία δεν υπήρχαν δικηγόροι, καθώς οι νόμοι ήταν απλούστατοι και όλοι οι πολίτες τους γνώριζαν, ενώ επικρατούσε κοινοκτημοσύνη και ανεξιθρησκία.
Στην πραγματική του ζωή όμως, ο Μουρ αποδείχτηκε πιο συντηρητικός απ’ ότι στα γραπτά του.
Το 1529, έγινε ο βασικός σύμβουλος του Βασιλιά της Αγγλίας, Ερρίκου Η’ και στράφηκε εναντίον του προτεσταντισμού με μανία.
Διέταξε να καούν στην πυρά έξι αιρετικοί και φυλάκισε δεκάδες άλλους.
Κατηγορήθηκε ότι βασάνισε πολλούς απ’ αυτούς, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε τις κατηγορίες.
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές έχουν ασκήσει κριτική στον Μουρ, ακριβώς για αυτή την αντίθεση που παρατηρείται στο έργο του.
Δηλαδή ότι ενώ στην «Ουτοπία» εμφάνιζε ανεκτική στάση προς τις άλλες θρησκείες, ο ίδιος έγινε ένας απ’ τους μεγαλύτερους πολέμιους του προτεσταντισμού.
Η εκτέλεση
Αυτή η ατράνταχτη πίστη του στον καθολικισμό, τον οδήγησε και στο θάνατο.
Το τέλος του Τόμας Μουρ ορίστηκε από τον στενό φίλο και συνεργάτη του, τον Βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Η’.
Ο Βασιλιάς ήθελε να πάρει διαζύγιο απ’ την πρώτη σύζυγό του, την καθολική Αικατερίνη, για να παντρευτεί την προτεστάντισσα Αν Μπολέιν.
Το διαζύγιο όμως δεν αναγνωριζόταν από τον Πάπα και την καθολική εκκλησία.
Έτσι, ο Ερρίκος αποφάσισε να διαχωρίσει την εκκλησία της Αγγλίας απ’ την καθολική, ορίζοντας τον εαυτό του ως επικεφαλής της νέας αγγλικανικής εκκλησίας.
Πολλοί σύμβουλοι και ακόλουθοί του, που παρουσίαζαν τους εαυτούς τους ως πιστούς καθολικούς, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να υποστηρίξουν τις αποφάσεις του Βασιλιά και να αλλάξουν δόγμα.
Όμως, ο Μουρ δεν ήταν ένας από αυτούς.
Αρνήθηκε να υπογράψει τα έγγραφα διαζυγίου μεταξύ του Ερρίκου και της Αικατερίνης, όπως και να δεχτεί την απόσχιση της αγγλικανικής εκκλησίας από τον Πάπα.
Η σθεναρή αντίστασή του ενόχλησε το Βασιλιά, ο οποίος όμως δίστασε να τιμωρήσει τον άνθρωπο που, εκτός από στενός φίλος του, ήταν και πολύ αγαπητός από το λαό.
Του επέτρεψε μάλιστα να αποσυρθεί από τη διοίκηση, όταν ο Μουρ παραπονέθηκε για προβλήματα υγείας.
Για ένα χρόνο ο Μουρ έμεινε μακριά από την αυλή και ζούσε ήρεμα, χωρίς βέβαια να επικροτεί τις ενέργειες του Ερρίκου, ο οποίος κατάφερε να χωρίσει την πρώτη του γυναίκα και να παντρευτεί την Αν Μπολέιν.
Η νέα βασίλισσα δεν έγινε αποδεχτή από τον Πάπα και ούτε από τον Τόμας Μουρ, ο οποίος δεν παραβρέθηκε στη στέψη της.
Η απουσία του έγινε αισθητή και ο Ερρόκος εξοργισμένος με την προδοσία του φίλου του, ανέλαβε δράση εναντίον του.
Ο Μουρ παρουσιάστηκε μπροστά σε βασιλική επιτροπή, όπου του ζήτησαν να ορκιστεί ότι αποδεχόταν τη βασιλική διαδοχή και την Αν Μπολίν ως νόμιμη βασίλισσα.
Αν δεχόταν αυτό, δεχόταν το σχίσμα από την καθολική εκκλησία και τον Ερρίκο ως το νέο θρησκευτικό ηγέτη.
Ο Μουρ δεν ορκίστηκε ποτέ και ο Ερρίκος τον φυλάκισε για εθνική προδοσία.
Έμεινε φυλακισμένος στον Πύργο του Λονδίνου για περισσότερο από ένα χρόνο και την 1η Ιουλίου του 1534, καταδικάστηκε σε θάνατο.
Οποιοσδήποτε καταδικαζόταν για προδοσία και δεν ανήκε στους ευγενείς, όπως ο Μουρ, εκτελούνταν με τον πιο οδυνηρό τρόπο.
Τους κρεμούσαν, τους ξεκοίλιαζαν, τους διαμέλιζαν και μετά τους αποκεφάλιζαν.
Ο Ερρίκος είτε από σεβασμό προς το πρόσωπο του Μουρ είτε λόγω της μακράς συνεργασίας τους, διέταξε να εκτελεστεί με την πιο ανθρώπινη μέθοδο του αποκεφαλισμού.
Έτσι κι έγινε, στις 6 Ιουλίου του 1535.
Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Καλός υπηρέτης του Βασιλιά, αλλά πρώτα απ’ όλα, του Θεού».