Ο ίλαρχος Γεώργιος Μουρούζης ήταν γόνος της μεγάλης φαναριώτικης οικογένειας και επιφανής αξιωματικός.
Ήταν όμορφος, ευθυτενής και ευγενής, όμως ο ατίθασος χαρακτήρας του και η έφεση στο αλκοόλ τον οδηγούσαν συχνά σε παρεκτροπές με απρόβλεπτες συνέπειες.
Δεν δίσταζε πουθενά και σε κανέναν, είχε ευαίσθητο κώδικα τιμής και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, με συνέπεια να εμπλέκεται διαρκώς σε επεισόδια και σε αλλεπάλληλες μονομαχίες.
Τα «κατορθώματά» του έγραψαν ιστορία στην Αθήνα του 1900, αλλά όχι μόνο, αφού τα ίδια έκανε στη Σερβία, τη Σιβηρία και το Παρίσι, όπου πέθανε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Γιος του Κωνσταντίνου Μουρούζη, αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού που είχε υπηρετήσει ως υπασπιστής του Βασιλιά Γεώργιου του Α΄, αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου από τη στρατιωτική σχολή του Βελγίου.
Κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό και υπηρέτησε ως αξιωματικός των σπάχηδων στην Αλγερία, την περίοδο που η Γαλλία προσέθετε αποικίες στην Κεντρική Αφρική. Διακρίθηκε και παρασημοφορήθηκε πολλές φορές, ενώ διατηρούσε τον τίτλο του πρίγκιπα, περισσότερο ως παρατσούκλι.
Το 1896 ενσωματώθηκε στον ελληνικό στρατό με αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη και ένα χρόνο αργότερα πολέμησε στην ατυχή σύρραξη με την Τουρκία.
Η ειρήνη προκάλεσε αφόρητη πλήξη στον Μουρούζη, ο οποίος άρχισε να διοχετεύει την ενεργητικότητά του σε καβγάδες.
Όπου υπηρετεί μετατίθεται μετά από κάποιο επεισόδιο. Προτιμούσε να πίνει μπύρα του Μονάχου και εισαγόμενα λικέρ χωρίς μέτρο, ενώ ήταν γαλαντόμος στα μπουρμπουάρ του. Όλοι τον συμπαθούσαν, αλλά και αυτό τον ενοχλούσε, όπως μαρτυρά ένα επεισόδιο σε ένα από τα καλύτερα τότε κέντρα της νυχτερινής Αθήνας, τον «Βύρωνα».
Μόλις μπήκε στο κέντρο με την παρέα του, η τσιγγάνικη ορχήστρα έσπευσε στον τραπέζι του και σε κάθε τραγούδι τους έδινε φιλοδώρημα μια χρυσή λίρα.
Ο μαέστρος άρχισε τις κολακείες: «Είδα αυτοκράτορες και βασιλείς, είδα πρίγκιπες και εκατομμυριούχους επιχειρηματίες, αλλά ομολογώ ότι δεν έχω συναντήσει τη λαμπρότητα και τη γενναιότητα της υμετέρας πριγκηπικής υψηλότητας».
– Μπράβο, παίξτε και τίποτα άλλο, απάντησε ο Μουρούζης.
Η ορχήστρα συνεχίζει και ο αρχιμουσικός επαναλαμβάνει το γνωστό τροπάριο, ώσπου η κολακεία διακόπηκε απότομα:
– «είδα αυτοκράτορες και βασιλείς…».
– στάσου να δεις και κάτι άλλο…
Ο Μουρούζης άρπαξε τον κάδο με τη σαμπάνια και το παγωμένο νερό και τον φόρεσε καπέλο στον δύσμοιρο μουσικό. Επικράτησε πανδαιμόνιο, έσπασαν τραπέζια, γυαλικά, καρέκλες και το κέντρο ερημώθηκε. Δειλά, ο ιδιοκτήτης ξεπρόβαλλε και ο Μουρούζης τον ρώτησε πόσο υπολόγιζε τη ζημιά. Άφησε ένα μασουράκι με χρυσά νομίσματα και του ζήτησε να του στείλει στο σπίτι τις μπουκάλες από το τραπέζι του…
Ο υπηρέτης τοποθετούσε τις μπουκάλες σε διάφορες θέσεις και ύψη και ο Μουρούζης έπρεπε να τις θρυμματίσει με μία μόνο σφαίρα. Οι γείτονές του στην αρχή είχαν σαστίσει, αλλά με τον καιρό όταν άκουγαν πυροβολισμούς ήξεραν ότι ο «πρίγκηψ» εξασκείτο στη σκοποβολή.
Οι ατυχείς μονομαχίες του σπουδαίου μονομάχου
Ο Μουρούζης έπρεπε πάντα να είναι έτοιμος για μονομαχία και προκαλούσε οποιονδήποτε θεωρούσε ότι τον έθιγε, ακόμη και για ασήμαντες αφορμές. Όταν τοποθετήθηκε στην Κέρκυρα είχε εκδηλώσει την επιθυμία να γνωρίσει τον σπουδαίο ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, ο οποίος θα έπεφτε νεκρός ως εθελοντής λίγα χρόνια αργότερα (1912) στη μάχη του Μπιζανίου.
Η γνωριμία έγινε τελικά με αναπάντεχο τρόπο. Ένα βράδυ ο Μουρούζης μπήκε σε μια παραλιακή μπυραρία με το μαστίγιο στο χέρι και ζήτησε να φύγουν όλοι οι θαμώνες μέσα σε μισό λεπτό! Συμμορφώθηκαν όλοι εκτός από δύο άνδρες. Ο Μουρούζης τους ζήτησε τον λόγο και αφού του είπαν ότι περιμένουν το βαπόρι, τους ρώτησε γιατί συζητούν.
– Για ποίηση. Μήπως θέλετε να πάρετε μέρος κ. ίλαρχε στη συζήτηση; Τον ρωτά ο ένας.
– Όχι, θέλω να μου απαγγείλεις ένα ποίημα. Απαντά ο Μουρούζης
– Δεν είναι εδώ ο τόπος για απαγγελίες.
Οι θαμώνες που έβλεπαν από τα τζάμια μπαίνουν μέσα και ο Μουρούζης το θεωρεί προσβολή. Σηκώνει το μαστίγιο και χτυπά τον άγνωστο άνδρα. Ο φίλος του αρπάζει μια καρέκλα και αρχίζει ο καβγάς, αλλά το θύμα μπαίνει στη μέση, βγάζει μια κάρτα του και τη δίνει στον Μουρούζη. Ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης και τον προσκαλούσε σε μονομαχία για «βαρείαν και αναιτιολόγητον προσβολήν», παρότι γνώριζε τη σκοπευτική δεινότητα του αντιπάλου του.
Το άλλο μεσημέρι, οι δύο άνδρες βρίσκονται απέναντι με ένα περίστροφο στο χέρι. Λίγο πριν από το παράγγελμα, ο Μουρούζης αναλαμβάνει την ευθύνη. Βγάζει το πηλίκιό του και λέει στον ποιητή: «Λυπούμαι εξαιρετικά για ό,τι έκανα. Δυστυχώς τις νύχτες με παρασύρει η μέθη. Δεν σας εγνώριζα. Θα είμαι ευτυχής αν με συγχωρήσετε και με τιμήσετε στο μέλλον με τη γνωριμία σας».
Αυτό το περιστατικό δεν ήταν τίποτα σε σχέση με το επόμενο. Ένα μεσημέρι του 1901 δινόταν ένα γεύμα προς τιμή του καλλιεργημένου πρίγκιπα Νικόλαου στο ξενοδοχείο Μελά στην Κηφισιά, στο οποίο ήταν παρούσα η ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας. Κάποια στιγμή μπήκε στη σάλα ο Μουρούζης, κατευθύνθηκε προς τον Νικόλαο και του είπε στα γαλλικά: «Είστε ένας δειλός πρίγκιπας»!
Ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης σηκώθηκε να διώξει τον υβριστή, αλλά ο υπασπιστής του Νικόλαου, λοχαγός Αντώνιος Πάλλης, πρόλαβε και χίμηξε πάνω του και οι δύο άνδρες άρχισαν να χτυπιούνται. Ο πρίγκιπας δίνει μια γροθιά, οι κυρίες λιποθυμούν και η αίθουσα της δεξίωσης μετατρέπεται σε καφενέ. Οι φήμες δίνουν και παίρνουν. Λέγεται πως όλα έγιναν για μια γυναίκα η οποία δεν δίστασε να αφήσει τον Μουρούζη όταν την ερωτεύθηκε ο Νικόλαος.
Οι δύο άνδρες έπρεπε να μονομαχήσουν, όμως δεν υπήρχε καμία περίπτωση η βασιλική οικογένεια να επιτρέψει στον πρίγκιπα να εκτεθεί σε τέτοιο κίνδυνο. Αντ΄ αυτού, σήκωσε το γάντι ο υπασπιστής Πάλλης. Πεδίο «τιμής» ήταν ένα γήπεδο στα Πατήσια, αλλά μετά το «πυρ» και οι δύο άνδρες μένουν όρθιοι. Ο Πάλλης είχε αστοχήσει και ήταν διπλά τυχερός, γιατί η σφαίρα του Μουρούζη είχε καρφωθεί στη χρυσή ταμπακιέρα που είχε στην τσέπη του, δώρο του πρίγκιπα.
Ο Φαναριώτης αξιωματικός δεν μπορούσε πια να μείνει στην Ελλάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταμάτησε να τα βάζει με πρίγκιπες. Στο «Καφέ Αμερικέν» στο Παρίσι, ο Γεώργος Καραγεώργεβιτς, ανιψιός του κατοπινού βασιλιά της Σερβίας, κοιτάζει επίμονα τον Μουρούζη. Οι εξηγήσεις δεν οδήγησαν πουθενά. Ο Μουρούζης του έδωσε δύο χαστούκια και έφαγε κι εκείνος μια κλωτσιά. Ο Σέρβος αρνήθηκε τη μονομαχία και οι Έλληνες θαυμαστές του Μουρούζη αισθάνθηκαν υπερήφανοι.
Επόμενος στόχος ένας Γάλλος δημοσιογράφος που έγραψε στη «Φιγκαρό» ότι οι Έλληνες είναι κλέφτες. Μάταια προσπάθησε να δικαιολογηθεί στον Μουρούζη ο οποίος ήταν ανένδοτος. Ήταν όμως και άτυχος στη μονομαχία, στην οποία τραυματίστηκε στον αριστερό βραχίονα, ενώ ο ίδιος αστόχησε! Στα μάτια των Ελλήνων όμως είχε υπερασπιστεί την τιμή της πατρίδας.
Το 1904 ξέσπασε ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος και ο Μουρούζης ξεκίνησε για την Μαντζουρία της Κίνας, προκειμένου να ανταποδώσει το χρέος των προγόνων του που είχαν βρει καταφύγιο στη Ρωσία. Οι Ρώσοι τον τιμούν, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να συμμετάσχει σε ακόμη μια μονομαχία στην Πετρούπολη. Επιστρέφει «αναλλοίωτος» στο Παρίσι το 1907 σε ηλικία 44 χρόνων.
Η πιθανότερη εκδοχή για τον θάνατό του είναι ότι τον δολοφόνησαν κακοποιοί με τους οποίους έμπλεξε σε καβγά και δεν είχαν τον δικό του κώδικα τιμής. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές ότι αυτοκτόνησε, όπως αυτή του Πεπέ Αργυρόπουλου, συγγενή των Μουρούζηδων, στα απομνημονεύματά του.
Ένας άνθρωπος που έγινε θρύλος εν ζωή γιατί πολέμησε από τη Σαχάρα μέχρι τη Σιβηρία και δεν δίσταζε να προκαλεί πρίγκιπες, δεν θα μπορούσε να μη γίνει μύθος μετά τον θάνατό του.
Ακούστηκαν και γράφτηκαν απίθανες ιστορίες για τον Μουρούζη. Από αυτόν βγήκε και η φράση «μουρουζάκι», που έλεγαν οι μανάδες στα άτακτα αγόρια για πολλά χρόνια.