Σάμιουελ Σο – 1777
Κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας των Η.Π.Α., ο Σάμιουελ Σο υπηρετούσε στο αμερικανικό ναυτικό.
Το 1777 κατέδωσε τον ανώτερό του αξιωματικό, Έσεκ Χόπκινς, επειδή βασάνιζε Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου.
Ο Χόπκινς έκανε αμέσως μήνυση στον Σο, αλλά δεν κατέληξε πουθενά.
Στις 30 Ιουλίου του 1778, το αμερικάνικο Κογκρέσο θέσπισε το νόμο για την προστασία των πληροφοριοδοτών, γνωστοί και ως “whistleblowers”.
Ντάνιελ Έλσμπεργκ – 1971
Το 1971 ο Ντάνιελ Έλσμπεργκ είχε στην κατοχή του, φωτοτυπίες από απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου, που αποδείκνυαν ότι η κυβέρνηση Τζόνσον γνώριζε από την αρχή ότι οι αμερικανικές δυνάμεις ήταν απροετοίμαστες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Τα έγγραφα ανέφεραν ότι η ήττα ήταν σχεδόν σίγουρη κι ότι ο αριθμός των νεκρών θα ήταν τεράστιος.
Ο Έλσμπεργκ έδωσε τις πληροφορίες στον ρεπόρτερ των New York Times, Νιλ Σίχαν, ο οποίος δημοσίευσε τα πρώτα εννιά έγγραφα.
Η κυβέρνηση Νίξον απαγόρευσε για 15 μέρες τη δημοσίευση των υπολοίπων εγγράφων, αλλά ο Έλσμπεργκ διέδωσε τις πληροφορίες σε 18 άλλες εφημερίδες και η απαγόρευση αναιρέθηκε.
Ο πληροφοριοδότης Έλσμπεργκ κατηγορήθηκε για κατασκοπία και η ποινή του έφτανε τα 115 χρόνια.
Αλλά την τελευταία στιγμή στάθηκε τυχερός.
Οι κατηγορίες εναντίον του απορρίφθηκαν, γιατί αποδείχτηκε ότι οι “υδραυλικοί” της κυβέρνησης που αργότερα θα οδηγούσαν στο σκάνδαλο του Watergate, είχαν βάλει και εδώ το χεράκι τους.
Η κυβέρνηση παρακολουθούσε παράνομα τον Έλσμπεργκ και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει εναντίον του.
Ο Έλσμπεργκ συνεχίζει να αγωνίζεται εναντίον των πολέμων μέχρι και σήμερα.
Μαρκ Φελτ – Βαθύ Λαρύγγι – 1972
Ο Μαρκ Φελτ ήταν γνωστός ως το “Βαθύ Λαρύγγι” έως και το 2005.
Αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το ψευδώνυμο όταν έγινε ο πληροφοριοδότης στην υπόθεση Watergate, που οδήγησε στην παραίτηση του Προέδρου Νίξον, το 1972.
Το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ αφορούσε την παράνομη παρακολούθηση με κοριούς του γραφείου των Δημοκρατικών και τις προσπάθειες της κυβέρνησης να καλύψει την παρανομία.
Το σκάνδαλο αποκάλυψαν οι δημοσιογράφοι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν, της εφημερίδας Ουάσινγκτον Ποστ.
Αλλά δε θα το είχαν καταφέρει, χωρίς τη βοήθεια του Μαρκ Φελτ, ο οποίος ήταν αναπληρωτής διευθυντής του FBI μετά το θάνατο του Χούβερ και γνώριζε ακριβώς τι είχε συμβεί στο Γουότεργκεϊτ.
Επειδή δεν μπορούσε να αποκαλύψει την πραγματική του ταυτότητα, συνήθιζε να συναντιέται με το δημοσιογράφο Γούντγουορντ υπό συνθήκες απόλυτης μυστικότητας.
Όταν ο Γούντγουρντ ήθελε να συναντηθεί με το “Βαθύ Λαρύγγι”, μετακινούσε μία γλάστρα με μια κόκκινη σημαία που είχε στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του.
Όταν ήθελε το “Βαθύ Λαρύγγι” να συναντήσει το δημοσιογράφο, κύκλωνε την εικοστή σελίδα των New York Times που προορίζονταν για το γραφείο του Γούντγουορντ.
Στη συνέχεια ζωγράφιζε τους δείκτες του ρολογιού για να δείξει την ώρα συνάντησης.
Αυτές οι μέθοδοι συνάντησης αμφισβητήθηκαν από πολλούς, αλλά ο Γούντγουορντ επέμεινε στους ισχυρισμούς του.
Ο Φελτ πέθανε το 2008, σε ηλικία 95 ετών και τότε αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά η πραγματική του ταυτότητα.
Μόρντεκαϊ Βανούνου – 1986
Το 1986 ο Μόρντεκαϊ Βανούνου αποκάλυψε στον βρετανικό τύπο λεπτομέρειες για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ.
Ο Βανούνου είχε προσεγγίσει αρχικά την εφημερίδα “Sunday Times”.
Η έρευνα της εφημερίδας για την εξακρίβωση των στοιχείων που είχε αποκαλύψει καθυστερούσε, γι’ αυτό επικοινώνησε και με το σκανδαλοθηρικό έντυπο “Sunday Μirror”, ο ιδιοκτήτης του οποίου, Ρόμπερτ Μάξγουελ, είχε διασυνδέσεις με τη μυστική ισραηλινή υπηρεσία, Μοσάντ.
Οι ισραηλινοί αποφάσισαν να απαγάγουν τον πληροφοριοδότη, αλλά όχι όσο αυτός βρισκόταν σε βρετανικό έδαφος, γιατί δεν ήθελαν να προκαλέσουν εντάσεις με τη βρετανική κυβέρνηση.
Γι’ αυτό έστειλαν μία γοητευτική γυναίκα πράκτορα της Μοσάντ, την Σέρυλ Μπεντόβ, να τον αποπλανήσει.
Ο Βανούνου έπεσε στα δίχτυα της και μαζί ταξίδεψαν στη Ρώμη, όπου και τον συνέλαβαν οι Ισραηλινοί.
Ο Βανούνου καταδικάστηκε σε 18 χρόνια φυλάκισης, 11 απ’ τα οποία τα πέρασε στην απομόνωση. Αφέθηκε ελεύθερος το 2004.
“Δεν καταφέρατε να με κάνετε να λυγίσω, δεν καταφέρατε να με τρελάνετε”, δήλωσε σχετικά με την μακροχρόνια παραμονή του στην απομόνωση.
Γκάρυ Γουέμπ – 1996
Ο Γκάρυ Γουέμπ το 1996, αποκάλυψε ότι έμποροι ναρκωτικών από τη Νικαράγουα πουλούσαν κρακ και κοκαϊνη στο Λος Άντζελες, τη δεκαετία του ’80.
Τα έσοδα χρησιμοποιούνταν για τη χρηματοδότηση ανταρτών της Νικαράγουα, τους Κόντρας, τους οποίους υποστήριζε η CIA, άρα υπήρχε κρατική συνενοχή.
Αρχικά τα άρθρα του Γουέμπ αντιμετωπίστηκαν με θαυμασμό, αλλά αργότερα ο Γουέμπ δέχθηκε επίθεση από όλα τα μέτωπα, με κολοσσούς όπως οι New York Times και Washington Post να ασκούν δριμεία κριτική στην έρευνά του.
To 1997 o Γουέμπ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη δουλειά του στην εφημερίδα Mercury News.
Ο Γουέμπ αυτοκτόνησε το 2004.
Για χρόνια έπασχε από κατάθλιψη, επειδή αδυνατούσε να βρει δουλειά και να στηρίξει την οικογένεια του.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο “πληροφοριοδότης” Γουέμπ δολοφονήθηκε για να μην αποκαλύψει κι άλλα σκάνδαλα της αμερικανικής κυβέρνησης.
Προφανώς η λίστα των πληροφοριοδοτών με σημαντική συμμετοχή στη σύγχρονη ιστορία είναι μεγαλύτερη και για πολλούς δε μάθαμε ποτέ τίποτα, γιατί ο καλύτερος πληροφοριοδότης είναι αυτός που μένει για πάντα άγνωστος.