Όταν το 1930 άνοιξε το εργοστάσιο δίσκων της Κολούμπια, ένας από τους πρώτους που πήγαν να ηχογραφήσουν ήταν ο τενόρος και μετέπειτα ηθοποιός, Ορέστης Μακρής.
Ο απόφοιτος του Ωδείου Αθηνών έκανε ντεμπούτο το 1925 στον θίασο οπερέτας της Ροζαλίας Νίκα.
Σύντομα διέπρεψε με το εντυπωσιακό παράστημα και τη γοητευτική του φωνή, ερμηνεύοντας το «Τανγκό της Λεϊλά» που συγκίνησε το κοινό της εποχής.
Το 1928 σε μια περιοδεία στην επαρχία με τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ακόμη ένα ταλέντο του Ορέστη Μακρή, εκτός από το τραγούδι.
Ένα μεσημέρι όπως έτρωγαν όλοι μαζί, ο συνήθως μετρημένος και ήσυχος ηθοποιός, αποφάσισε να κάνει ορισμένες μιμήσεις για να τους φέρει στο κέφι.
Σηκώθηκε τρεκλίζοντας από θέση οκλαδόν και με φωνή σπαστή και συρτή τους έκανε τον μεθυσμένο.
Όλοι λύθηκαν στα γέλια και δεν θα ήταν παρά ένα αστείο, αν δεν ήταν αναμεσά τους ο Βεάκης.
Μόλις τον είδε, κατάλαβε ότι ο νεαρός τενόρος δεν έπρεπε να περιοριστεί στο τραγούδι.
«Δεν χρειάζεται καν να το σκεφτείς. Πρέπει να βγεις στην επιθεώρηση και μόνο με αυτό το νούμερο θα χαλάσεις κόσμο», του είπε χαρακτηριστικά και με ύφος που δεν σήκωνε αντίρρηση.
Το 1932 εμφανίστηκε στο Ρεξ παίζοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος», όπου επιχείρησε το νέο του ξεκίνημα.
«Τους μπεκρήδες και αν δικάσουνε, άδικα θα τους κρεμάσουνε», έλεγε κάνοντας τον μεθυσμένο και ξεσηκώνοντας το κοινό που έσπευδε στο θέατρο μόνο και μόνο για να απολαύσει το συγκεκριμένο νούμερο.
Ο Ορέστης Μακρής που δεν έπινε ούτε γουλιά κρασί, είχε «μεθύσει» με το ταλέντο του όλη την Αθήνα.
Ο ήρωας που υποδυόταν ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο που πολύ συχνά περιφερόταν στα γραφικά ταβερνάκια της Πλάκας.
Ο Μακρής τον είχε δει και είχε αντιγράψει εκφράσεις και κινήσεις του για να τις μεταφέρει στον ρόλο που έπαιζε στην παράσταση.
Που να ήξερε τότε ότι το ρόλο του μεθύστακα θα τον κουβάλαγε σε όλη τη μελλοντική του καλλιτεχνική διαδρομή.
Όταν ο Φίνος αποκάλεσε τον Μακρή, κάφρο
Στον κινηματογράφο τον ενσάρκωσε στην ταινία «Ο Μεθύστακας» του Γιώργου Τζαβέλλα.
Ο Φιλοποίμην Φίνος που παρακολουθούσε τον Γιώργο Τζαβέλλα να εξηγεί τον ρόλο και τις ατάκες στον Ορέστη Μακρή, έκρινε ότι ο ηθοποιός δεν διέθετε τα απαραίτητα προσόντα.
«Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη.
Ο Μακρής που άκουσε το αρνητικό σχόλιο δεν απάντησε και βγήκε ατάραχος από το πλατό.
Όταν ξαναστήθηκε μπροστά στην κάμερα και άρχισε τον μονόλογό του, ξαφνικά διέκοψε και γυρνώντας προς το Φίνο, τον κοίταξε και του είπε :«εμένα είπες κάφρο ρε;».
Η ταινία, που μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες του ελληνικού κινηματογράφου, έκοψε περισσότερα από τριακόσιες χιλιάδες εισιτήρια, χάρη στον «κάφρο» που την απογείωσε με την ερμηνεία.
Έκτοτε, όποιος θέλει να πειράξει κάποιον που πίνει δεν έχει να κάνει τίποτα άλλο, παρά να τον αποκαλέσει Ορέστη Μακρή.
Ο Μακρής έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στις σκηνές και σε μια από αυτές, λογόφερε σκληρά με τον Δημήτρη Χορν.
Όταν ολοκληρώθηκε το πλάνο οι δύο ηθοποιοί συνέχισαν να βρίζονται με χυδαίο τρόπο που στη συνέχεια μετατράπηκε σε σπαρταριστά γέλια.
Εκτός από μεθύστακας, ο ηθοποιός διέπρεψε στον κινηματογράφο και σε άλλους ρόλους, όπως καθηγητής γυμναστικής, αμαξάς, πατέρας ανύπαντρων κοριτσιών και σπιτονοικοκύρης.
Επίσης, έγραψε ιστορία στο θέατρο το 1959, όταν ήρθαν στην Αθήνα τα μπαλέτα Μπολσόι για παραστάσεις στο Ηρώδειο.
Ο Μακρής εργαζόταν τότε στο Περοκέ και για να σατιρίσει το διάσημο χορευτικό σχήμα, έστησε τη δική του χορογραφία με θέμα την «Λίμνη των κύκνων».
Οι μπαλαρίνες κύκνοι όμως ήταν ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Νίκος Σταυρίδης και ο Σταύρος Παράβας,
Όσο για τον ρόλο της πριμαντόνας που δεν ήταν άλλος από έναν τεράστιο και αλλοπρόσαλλο φτερωτό κύκνο, τον είχε κρατήσει για τον εαυτό του, ξεσηκώνοντας και πάλι το κοινό.
Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου του 1898.