O Zοζέφ Γκένς ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1960 φοιτητής στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου στην Κολωνία. Κάποια μέρα, ο πατέρας του του ζήτησε να ελέγξει τα θεμέλια του διπλανού σπιτιού αν και κατά πόσον θα άντεχαν να σηκώσουν ένα νέο κτήριο από πάνω, αφού το προηγούμενο είχε καταστραφεί απ τους βομβαρδισμούς.
Βέβαια για αυτή τη δουλειά υπήρχαν αρμόδιες υπηρεσίες και επαγγελματίες μηχανικοί, αλλά η οικογένεια δεν είχε χρήματα.
Έτσι αναγκάστηκαν να εμπιστευθούν το νεαρό άπειρο φοιτητή που είχε θεωρητικές γνώσεις, αλλά δεν τις είχε ακόμα εφαρμόσει πρακτικά.
H περιπέτεια ξεκινά
Ο νεαρός ξεκίνησε να σκάβει. Kάποια στιγμή η αξίνα του χτύπησε πάνω σε ένα πηγάδι. Κανένας από την οικογένεια όμως δεν είχε αναφέρει ποτέ την ύπαρξη πηγαδιού στα θεμέλια στου σπιτιού. Αυτό παραξένεψε το μικρό. Έτσι, με τη βοήθεια του αδερφού του, Χανς, αποφάσισαν να ερευνήσουν τον πυθμένα του. Με το που άρχισαν να σκάβουν βρήκαν κομμάτια από αγγεία, μερικά οστά και ρωμαϊκά κιονόκρανα. Μαζί με τα δυο αδέρφια προστέθηκαν κι άλλοι για να βρεθούν λίγες μέρες αργότερα μπροστά σε ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα βόρεια των Άλπεων.
Κάποια στιγμή σκάβοντας βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη πέτρα, που όμως δεν μπορούσαν να τη μετακινήσουν. Έτσι άρχισαν να σκάβουν γύρω της. Αρχικά βρήκαν έναν κορμό, στη συνέχεια χέρια, μετά έναν αυλό. Ήταν ένα άγαλμα του θεού Πάνα και χωρίς να το ξέρουν είχαν ανακαλύψει το μαυσωλείο του Λούκιου Πουμπλίκιου, ενός λεγεωνάριου που είχε πεθάνει τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Αναλαμβάνουν οι ειδικοί
Είχε φτάσει η στιγμή να απευθυνθούν στην αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία και συγκεκριμένα στο τμήμα ρωμαϊκών αρχαιοτήτων. Ο διευθυντής του, Οτο Ντόπελφελντ, μόλις είδε τι έφερε στο φως η ερασιτεχνική αυτή προσπάθεια των παιδιών έμεινε άναυδος. Η ανασκαφή συνεχίστηκε με τη συμμετοχή αρχαιολόγων, φοιτητών και έμπειρων ερευνητών. Όσο προχωρούσε η έρευνα τόσο απομακρύνονταν από τον αρχικό στόχο. Η στατικότητα του σπιτιού κινδύνευε άμεσα. Οι επτά νέοι περήφανοι για τη σπουδαία ανακάλυψή τους ξεκίνησαν να διαβάζουν και να ψάχνουν να βρουν τα πάντα για το ρωμαϊκό παρελθόν της πόλης.
Η έρευνα εγκαταλείπεται και οι νεαροί αναλαμβάνουν δράση
Όσο περνούσε ο καιρός, οι επιστήμονες που ανέλαβαν τη συνέχιση του έργου, είχαν εξαφανιστεί, πιθανότατα γιατί με το σκάψιμο κινδύνευε πια σοβαρά η στατικότητα του κτιρίου. Βέβαια δεν πείθει αυτό ως δικαιολογία αλλά οι λόγοι που σταμάτησε η έρευνα δεν γνωστοποιήθηκαν ποτέ. Οι νεαροί που ζούσαν στην κυριολεξία πάνω στην ανακάλυψή τους, αποφάσισαν να συνεχίσουν μόνοι τους.
Αρχικά ισχυροποίησαν τα θεμέλια και αντιστύλωσαν το υπόγειο στα σωστά σημεία.
Έτσι θα μπορούσαν να συνεχίσουν το σκάψιμο, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο. Βρήκαν μια δικαιολογία για τους γονείς τους και με τις οικονομίες τους αγόρασαν 35 μέτρα ατσάλινων δοκών, επτά κυβικά οπλισμένο τσιμέντο, 10.000 τούβλα και 90 σακιά άμμο. Γρήγορα ισχυροποίησαν δομικά το υπόγειο και κατάφεραν να μετατρέψουν το υπέδαφος σε σπηλιά με δεκάδες τούνελ. Η είσοδος κρυβόταν πίσω από ένα ντουλάπι. Οι επτά νέοι αποκάλυψαν πλήθος ευρημάτων, μεταξύ των οποίων και το άγαλμα του Λούκιου Πουμπλίκιου, του βετεράνου λεγεωνάριου που είχε γεννηθεί στη Ρώμη και είχε πεθάνει στην Κολωνία.
Οι επτά κατά συνθήκην ερευνητές παρέδωσαν το, θησαυρό στο κράτος
Δύο χρόνια μετά, το 1967, οι επτά ερασιτέχνες ανασκαφείς-αρχαιολόγοι οργάνωσαν μια συνέντευξη Τύπου και μια έκθεση. Σύμφωνα με τον νόμο τα ευρήματα ανήκαν σε κείνον που τα ανακάλυψε. Αστρονομικά ποσά προσφέρθηκαν για την αγορά κάποιου αγάλματος ή αγγείου από το θησαυρό. Οι επτά νέοι όμως αποφάσισαν ότι οι θησαυροί αυτοί ανήκουν δικαιωματικά στην πόλη της Κολωνίας κι εκεί πρέπει να μείνουν. Έτσι οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν αυτά τα αριστουργήματα στο τμήμα ρωμαϊκών αρχαιοτήτων του μουσείου της Κολωνίας.