Στις 7 Μαρτίου του 1894, οι ασθενείς του Σανατορίου Μπατλ Κρικ δοκίμασαν για πρώτη φορά κορν-φλέικς, τις νιφάδες καλαμποκιού που θα γίνονταν το δημοφιλέστερο πρωινό στον κόσμο.
Ο δημιουργός τους, Γουίλ Κέλλογκ, κατάλαβε απ’ τα χαμόγελα στα πρόσωπα των ασθενών ότι είχε στα χέρια του κάτι πολύτιμο.
Η ιστορία των κορν-φλέικς ξεκινάει, όπως πολλές άλλες ιστορίες ευρεσιτεχνίας, από ένα τυχαίο συμβάν.
Το Σανατόριο Μπατλ Κρικ ήταν ένα πολυτελές κέντρο υγείας και αδυνατίσματος που διεύθυνε ο γιατρός Τζον Κέλλογκ, ο μεγάλος αδερφός του Γουίλ.
Μέχρι το 1894, η μοίρα των δύο αδελφών φαινόταν προδιαγεγραμμένη. Ο μορφωμένος Τζον θα γινόταν ο πλούσιος και πετυχημένος, ενώ ο Γουίλ θα έμενε για πάντα στη σκιά του και θα τον υπηρετούσε τυφλά.
Ο Τζον δούλευε στο σανατόριο, 15 ώρες την ημέρα, 7 μέρες την εβδομάδα κι έκανε τις δουλειές που κανείς άλλος δεν ήθελε. Δεν πήρε αύξηση ποτέ, ούτε άδεια αναψυχής.
Ένα απ’ τα πάμπολλα καθήκοντά του ήταν να δημιουργεί νέα γευστικά, αλλά υγιή γεύματα για τους ασθενείς.
Το χειμώνα του 1894, άρχισε να πειραματίζεται με το σιτάρι και μια μέρα ξέχασε έξω μια κατσαρόλα με βρασμένο σιτάρι.
Το είδε το επόμενο πρωί, αλλά αποφάσισε να το ψήσει κανονικά.
Το αποτέλεσμα ήταν γευστικότατες, τραγανιστές νιφάδες σιταριού.
Οι αδελφοί Κέλλογκ έδωσαν στους ασθενείς να δοκιμάσουν και αυτοί ξετρελάθηκαν!
Η επόμενη προσπάθεια του Γουίλ, κατέληξε στις περίφημες νιφάδες καλαμποκιού.
Τα κορν-φλέικς έγιναν ανάρπαστα όχι μόνο στο σανατόριο, αλλά και ανάμεσα στους συγγενείς των ασθενών που έπαιρναν σακουλάκια μαζί τους σε κάθε επίσκεψη.
Ο Γουίλ ήθελε να κρατήσει κρυφή τη συνταγή των νιφάδων, αλλά ο Τζον επέμενε να την διαδίδει σε όλους.
Τη διαδικασία παρακολούθησε ένας απ’ τους επισκέπτες του σανατορίου, ο Τσαρλς Ποστ και αργότερα δημιούργησε τη δική του εταιρεία δημητριακών που ανταγωνιζόταν τον Κέλλογκ.
Η μεγάλη κόντρα μεταξύ των αδερφών Κέλλογκ προκλήθηκε όταν ο Γουίλ πρόσθεσε ζάχαρη στα δημητριακά.
Ο Τζον ήταν χορτοφάγος, απεχθανόταν οτιδήποτε παχυντικό και θεωρούσε ότι προσθήκη ζάχαρης ήταν αντίθετη με τις αρχές του σανατορίου.
Ο Γουίλ τον αγνόησε και εξέλιξε τη συνταγή όπως ήθελε, με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Το 1930 ίδρυσε την εταιρεία Κέλλογκ και απέδειξε μια και καλή ότι δεν ήταν ο ατάλαντος και αποτυχημένος αδερφός, όπως τον θεωρούσαν όλοι.
Από το 1906 και για τα επόμενα δέκα χρόνια, οι αδελφοί Κέλλογκ επικοινωνούσαν μόνο στα δικαστήρια, αφού είχαν ξεκινήσει δικαστική μάχη για τη χρήση του ονόματος.
Η «δίκη για τα πίτουρα», όπως την αποκαλούσαν, διέλυσε την ήδη εύθραυστη σχέση τους και τα δύο αδέλφια έζησαν σαν δύο ξένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Το 1943, ο Τζον παραδέχτηκε σε γράμμα του ότι είχε αδικήσει τον αδερφό του, αλλά πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου, πριν προλάβει να το παραδώσει.
Ο Γουίλ έμαθε για τη μετάνοια του Τζον λίγο πριν το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1951.