Νοέμβριος 1973. Στο σπίτι της μητέρας του τραγουδιστή Τόλη Βοσκόπουλου το τηλέφωνο χτυπούσε όλη μέρα.
Ένας άγνωστος άνδρας ζητούσε επίμονα το τηλέφωνο του Τόλη, λέγοντας ότι ήταν επείγον να μιλήσει μαζί του.
Η μητέρα του όμως δεν έδινε τον τηλεφωνικό αριθμό και ο άγνωστος συνέχιζε απτόητος τις κλήσεις.
Στο τελευταίο τηλεφώνημα όμως την αιφνιδίασε. Της είπε ότι «ανήκε σε αντιστασιακή οργάνωση και πως έπρεπε να συναντήσει αμέσως τον Βοσκόπουλο για να ενισχύσει την οργάνωση με 300 χιλιάδες δραχμές. Σε διαφορετική περίπτωση το ζευγάρι δεν θα επιζούσε».
Η ηλικιωμένη γυναίκα τρόμαξε και κάλεσε αμέσως το γιο της, που τότε ήταν παντρεμένος με τη Μαρινέλλα.
Την επόμενη ημέρα ο τραγουδιστής πήγε στο σπίτι της μητέρας του και περίμενε το τηλεφώνημα.
Όταν κάλεσε ο άγνωστος άνδρας, του συστήθηκε ως αντιστασιακός.
«Ενεργώ δια λογαριασμό του αρχηγού της αντιστασιακής οργανώσεως, την οποία πρέπει να ενισχύσεις εσύ και η γυναίκα σου, με 300 χιλιάδες δραχμές.
Εξάλλου την οργάνωσή μας έχουν ενισχύσει οικονομικώς και άλλοι καλλιτέχνες, βιομήχανοι και εφοπλισταί».
Ο Τόλης Βοσκόπουλος συμφώνησε με τον άγνωστο άνδρα να συναντηθούν στις 26 Νοεμβρίου, στις 7 το απόγευμα, στο φανάρι της οδού Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι.
Προηγουμένως όμως είχε ενημερώσει την αστυνομία. Οι αξιωματικοί του έδωσαν οδηγίες και προσημειωμένα χαρτονομίσματα.
Όταν ο «αντιστασιακός» μπήκε στο αυτοκίνητο, είπε πάλι την ίδια ιστορία στον τραγουδιστή.
«Αν δε δώσετε τα χρήματα η ζωή σας διατρέχει κίνδυνο. Έχουμε ανάγκη από χρήματα για να δράσουμε. Ξέρουμε ότι έχεις πολλά λεφτά.
Έχεις χρεωθεί με 150 χιλιάδες εσύ και με άλλα τόσα η γυναίκα σου. Αν δεν τα δώσετε, θα δολοφονηθείτε με υδροκυάνιο».
Ο Βοσκόπουλος όμως του απάντησε ότι είχε μόνο 50 χιλιάδες δραχμές και ο άγνωστος χωρίς να το σκεφτεί τα δέχτηκε.
Πριν αποβιβαστεί από το αυτοκίνητο, ο τραγουδιστής του ζήτησε να υπογράψει μια απόδειξη. Όσο και αν ακούγεται παράλογο, ο εκβιαστής την υπέγραψε.
Λίγα στιγμές μετά, οι άνδρες της αστυνομίας «φόρεσαν» χειροπέδες στον «αντιστασιακό».
Στην απόδειξη είχε υπογράψει ως Νικόλας Παλιούρης, αλλά το πραγματικό του όνομα ήταν Βασίλης Κούδας.
Στα ελαφρά λόγω βλακείας
Μετά από ένα χρόνο στη δίκη του, η υπεράσπιση έβγαλε τα μεγάλα όπλα.
Ο Βοσκόπουλος είπε στον πρόεδρο ότι είχε καταλάβει ότι επρόκειτο περί αστείας ιστορίας, ενώ οι δικηγόροι του κατηγορούμενου επικαλέστηκαν τη βλακεία του πελάτη τους.
Παρουσίασαν μάλιστα και απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για τρία αδικήματα που είχε διαπράξει στο παρελθόν και είχε απαλλαχθεί για αυτόν τον λόγο.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Κούδας μιμούνταν τις κινήσεις σκύλου όταν έξυνε το κεφάλι, τη μύτη, το αυτί, και το σβέρκο του, προκαλώντας τον εκνευρισμό του προέδρου.
«Κάτσε καλά κατηγορούμενε. Να πάρεις το ύφος που είχες όταν έκανες την εισβολή στο αυτοκίνητο του παθόντος», του φώναξε.
«Το ίδιο ύφος είχε και τότε κύριε πρόεδρε. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι αντιμετώπιζα έναν ηλίθιο», είπε στην έδρα ο Τόλης Βοσκόπουλος.
Στην απολογία του πάντως ο Κούδας ισχυρίστηκε, ότι εκβίασε το καλλιτεχνικό ζευγάρι με σκοπό να γίνει διάσημος, χωρίς όμως να δώσει διευκρινίσεις με ποιο τρόπο θα το κατάφερνε.
Η δήλωση του τραγουδιστή πάντως για ηλιθιότητα του κατηγορουμένου και η επιθυμία του να μην τιμωρηθεί αυστηρά, έκαναν το δικαστήριο να επιβάλλει τη μικρότερη ποινή στον «αντιστασιακό».