Τον Αύγουστο του 1960 η βασίλισσα Ελισάβετ της Μεγάλης Βρετανίας ανακοίνωσε το τέλος της αγγλικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Οι περισσότεροι στη Μεγαλόνησο υποδέχθηκαν την είδηση πανηγυρικά. Την ίδια ώρα οικογένεια Παναγίδη σπάραζε πάνω από έναν τάφο μέσα στην αυλή των φυλακών Λευκωσίας.
Στη φωτογραφία ντοκουμέντο βλέπουμε τα πρόσωπα του δράματος. Η μητέρα κρατά το νεογέννητο αγκαλιά, ενώ θρηνεί τον άντρα της. Τα υπόλοιπα παιδιά κοιτούν το μνήμα προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουν ότι εκεί μέσα βρίσκεται ο πατέρας τους. Ο παππούς μετά βίας στέκεται όρθιος και η γιαγιά έχει σχεδόν καταρρεύσει. Το στιγμιότυπο είναι συγκλονιστικό.
Το τέλος της αποικιοκρατίας στην Κύπρο έφερε στο φως μια από τις φρικτότερες πρακτικές των Βρετανών που απαγχόνιζαν αγωνιστές της πατριωτικής οργάνωσης ΕΟΚΑ και δεν παρέδιδαν τις σωρούς στους συγγενείς τους για ταφή. Μέσα στις Φυλακές της Λευκωσίας είχαν κατασκευάσει ένα μικρό κοιμητήριο που βρισκόταν ανάμεσα στα κελιά των μελλοθανάτων και στην αγχόνη. Ο χώρος ήταν περιτοιχισμένος και πάνω στους ψηλούς τοίχους έιχαν «φυτέψει» κομμάτια γυαλιών.
Εκεί οι Άγγλοι έριχναν τους Κύπριους ηρωομάρτυρες. Στο μικρό αυτό χώρο βρίσκονταν συνολικά θαμμένοι δεκατρείς άντρες, εννιά από τους οποίους απαγχονίστηκαν μέσα στις φυλακές. Ένας από αυτούς ήταν κι ο Ανδρέας Παναγίδης.
Ανδρέας Παναγίδης
Ο 22χρονος αγωνιστής της ΕΟΚΑ ήταν ο μοναδικός από τους εκτελεσθέντες που ήταν πατέρας τριών μικρών παιδιών. Μάλιστα τις τελευταίες ώρες της ζωής του οι ανακριτές εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό για να τον εκβιάσουν και να απόσπάσουν πληροφορίες για τα πρόσωπα της οργάνωσης. Ο Παναγίδης όμως έμεινε μέχρι τέλους ανυποχώρητος.
«Προτιμώ τα παιδιά μου να ζήσουν μια δύσκολη ζωή και να είναι περήφανα, παρά να με θεωρούν προδότη», απάντησε όταν του πρόσφεραν χρήματα και ελευθερία ως αντάλλαγμα της συνεργασίας του.
Προτού ο Παναγίδης ενταχθεί στην ΕΟΚΑ γνώριζε καλά τους κινδύνους και ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει τη ζωή του για χάρη του αγώνα. Άλλωστε, η δράση του είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Μαζί με τον αδερφικό του φίλο, Μιχαήλ Κουτσόφτα, κάθε βράδυ ύψωναν την ελληνική σημαία σε διάφορα σημεία του χωριού τους, στο Παλαιομέτοχο Λευκωσίας, για να την βρίσκουν το επόμενο πρωί οι Άγγλοι.
Η σύλληψη
Στις 16 Μαΐου του 1956, μαζί με τους Μιχαήλ Κουτσόφτα και Παρασκευά Χοιροπούλη πήγαν στο παρατηρητήριο «Όμηρος» του αεροδρομίου της Λευκωσίας. Σκοπός τους ήταν να κλέψουν όπλα και να απαγάγουν έναν Άγγλο φρουρό, προκειμένου να τον ανταλλάξουν με τον Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Ανδρέα Ζάκο.
Πάνω στη συμπλοκή ένας Βρετανός σμηνίας, ο Πάτρικ Τζον Χέιλ, τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι τρεις άντρες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στα κρατητήρια Ομορφίτας. Ο Παρασκευάς λόγω νεαρού ηλικίας γλίτωσε τη θανατική ποινή. Όχι όμως οι άλλοι δύο.
Τόσο πριν, όσο και μετά τη δίκη τους, οι άντρες βασανίστηκαν βάναυσα. Ο Ανδρέας Παναγίδης, πέρα από σωματική βία, υπέμεινε και ψυχολογική, μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι Άγγλοι του είχαν υποσχεθεί ότι πριν την αγχόνη θα του επέτρεπαν να δει τα παιδιά του, να τα αγκαλιάσει και να τα φιλήσει.
Ωστόσο, όταν η οικογένεια πήγε να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά, η αγγλίδα δεσμοφύλακας απαγόρευσε την είσοδο των παιδιών στις φυλακές.
Τότε η σύζυγος του Παναγίδη, Γιαννούλα, δεν άντεξε και αρπάζοντας το μικρότερο παιδί της από τα χέρια της Αγγλίδας το έριξε στο χώμα και της επιτέθηκε. Την χτύπησε άγρια και κατάφερε να φέρει τα παιδιά της μπροστά στον πατέρα τους. Δεν επέτρεψαν στον Παναγίδη να τα αγκαλιάσει, αλλά τουλάχιστον τον είδαν για μια τελευταία φορά.
«Λατρευτά μου παιδιά, στα 22 μου χρόνια πεθαίνω για χάρη μιας μεγάλης ιδέας. Κάποτε η μάνα σας και ο θείος σας θα σας αναπτύξουν γιατί εκτελέστηκα. Σας εύχομαι, αγαπητά μου παιδιά, να γινήτε καλοί Χριστιανοί και καλοί Έλληνες Κύπριοι. Ακολουθήστε πάντα τον δρόμο της αρετής», έγραφε στην τελευταία του επιστολή.
Στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956 ο Ανδρέας Παναγίδης, ο Μιχαήλ Κουτσόφτας και ο Στέλιος Μαυρομάτης οδηγήθηκαν στην κρεμάλα. Ήταν το έκτο, το έβδομο και το όγδοο θύμα της αγγλικής αγχόνης.
«Φυλακισμένα Μνήματα»
Επί Κυβερνήτη Τζων Χάρντινγκ ελήφθη η απάνθρωπη απόφαση οι απαγχονισμένοι, καθώς και ηγετικά πρόσωπα της ΕΟΚΑ που σκοτώνονταν σε μάχες, να θάβονται στον αυτοσχέδιο τάφο εντός των φυλακών. Με τον τρόπο αυτό, ήθελαν να αποφύγουν την μετατροπή των κηδειών τους σε μαζικά συλλαλητήρια και μαχητικές διαδηλώσεις.
Πράγματι, στα «Φυλακισμένα Μνήματα» θάφτηκαν δεκατρείς ηρωομάρτυρες, από τους οποίους οι εννιά (ηλικίας 19-24) εκτελέστηκαν στις φυλακές, οι τρεις έπεσαν στο πεδίο της μάχης και ένας πέθανε σε στρατιωτικό νοσοκομείο.
Η κηδεία των εκτελεσθέντων γινόταν αμέσως μετά τον απαγχονισμό. Παρών ήταν μόνο ο ιερέας που έψελνε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Για εξοικονόμηση χώρου, οι Άγγλοι έθαψαν οκτώ νεκρούς σε τέσσερις τάφους του κοιμητηρίου των Κεντρικών Φυλακών.
Έτσι, στο ίδιο μνήμα βρίσκονται ανά δύο οι:
Ανδρέας Δημητρίου και Στυλιανός Λένας
Ανδρέας Ζάκος και Κυριάκος Μάτσης
Ανδρέας Παναγίδης και Μιχαήλ Κουτσόφτας
Γρηγόρης Αυξεντίου και Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Με το τέλος του αγώνα και την απελευθέρωση της Κύπρου από το βρετανικό ζυγό, οι γονείς μπόρεσαν να προσκυνήσουν τους τάφους των παιδιών τους. Τα Φυλακισμένα Μνήματα έγιναν τόπος ιερού προσκυνήματος και μνημείο ηρωισμού και αντίστασης κατά των δυνάμεων της βίας. Την αθανασία των αγωνιστών της ΕΟΚΑ που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας τους, δηλώνει μία επιγραφή στο βάθος του κοιμητηρίου:
«Τ’ αντρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δε λογιέται».