Ο Παναγής Κουταλιανός, ο νέος Ηρακλής, φημισμένος παλαιστής και αρσιβαρίστας κατά τη δεκαετία 1882-1892, γεννήθηκε στην Κούταλη, νησάκι της Προποντίδας το 1847. Ήταν ναυτικός, πολύ χειροδύναμος και έγινε διάσημος στην Αμερική όταν νίκησε πολλούς μεγάλους παλαιστές της εποχής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του γύρισε στο νησί του όπου και πέθανε το 1916.
Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, λίγο πριν φύγει από τον τόπο του, έσκισε στα δυο έναν Τούρκο, ο οποίος του έκλεψε τα ρούχα, όταν έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Κυνηγημένος, γύρισε σε αρκετές χώρες και κέρδισε τον επιούσιο, επιδεικνύοντας την δύναμή του. Η περιπλάνησή, τον οδήγησε στο μακρινό Μοντεβιδέο της Λατινικής Αμερικής. Εκεί, έγινε παλαιστής και άρχισε να χτίζει τη φήμη του. Μετά τις πρώτες νίκες, το όνομά του έγινε συνώνυμο της δύναμης.
«Μου φαίνεται πως κανένα όνομα δεν έδεσε τους Έλληνες μεταξύ τους ύστερα από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, όσο ο Κουταλιανός. Γιατί είχε μεγάλη σημασία, για μια φυλή ρημαγμένη, φτωχιά, σκόρπια σε κάθε μέρος του κόσμου, βασανισμένη και πολλές φορές στερημένη και πεινασμένη να βγάλει τον πιο χειροδύναμο άνθρωπο της οικουμένης, που έβαζε κάτω όλους τους παλληκαράδες που βγήκανε από έθνη πλούσια, δυνατά και καλοπερασμένα». Φ. Κόντογλου, στη στήλη του Κυριακάτικα θέματα, 1951.
Οι συγγραφείς της εποχής, παρουσίαζαν έναν υπεράνθρωπο, που πάλευε σε όλο τον κόσμο, με τους πιο απίθανους αντιπάλους και έκανε επιδείξεις μυϊκής δύναμης, που παρόμοιες δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια τους. Τα κατορθώματά του έμοιαζαν απίστευτα. Μετακινούσε τεράστιες πέτρες και πάλευε με άγρια ζώα. Ξάπλωνε στο έδαφος, του έβαζαν πάνω στο στομάχι βράχους και τους έσπαγαν με βαριοπούλες, χωρίς να τραυματίζεται. Στις εμφανίσεις του, φορούσε πάντα το δέρμα μιας τίγρης, που είχε σκοτώσει μόνος του.
Ωστόσο, κανείς δε γνωρίζει που σταματάει η υπερβολή και που αρχίζει η πραγματικότητα. Ο Κωστής ο Παλαμάς, ο ποιητής, σε ένα από τα διηγήματά του, αναφέρει την συνάντησή του με τον Κουταλιανό στην Αθήνα. Τότε που ήταν γνωστός από την Ινδία μέχρι την Αμερική. Μιλάμε για το 1880 περίπου.
Ο μύθος τον ακολουθούσε, ακόμα και στο θάνατο του. Η αλήθεια δεν έγινε ποτέ γνωστή. Κάποιοι υποστήριξαν πως πνίγηκε, καθώς ψάρευε στο Μυριόφιτο της Ανατολικής Θράκης, ενώ άλλοι είπαν ότι πέθανε γύρω στα 80 του χρόνια, από γάγγραινα.
Σε κάθε περίπτωση, έμεινε στην ιστορία, ως ο πιο δυνατός άνθρωπος της εποχής του.
Ο διάδοχος του Κουταλιανού
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ένας 20άχρονος άντρας έκανε επιδείξεις δύναμης και τραβούσε το βλέμμα του κόσμου.
Ήταν ο Δημήτρης Μακρής, απόγονος του Παναγή Κουταλιανού, που κράτησε το όνομα σαν ψευδώνυμο και συνέχισε τον μύθο.
Ο Κουταλιανός είχε δείξει τη δύναμή του από πολύ νεαρή ηλικία. Στην Κάσο, όταν ήταν μικρός, έσυρε μόνος του ένα καΐκι στη θάλασσα και άναψε τη σπίθα του μύθου.
Κάποια στιγμή, ένας γάιδαρος τον δάγκωσε και ο μικρός Δημήτρης του έριξε μια μπουνιά και τον έριξε αναίσθητο. Ο δάσκαλός του, εντυπωσιασμένος, τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τις επιδείξεις σωματικής ρώμης.
Μεγαλώνοντας, οι επιδείξεις του έγιναν πιο εντυπωσιακές, αλλά και πιο επικίνδυνες.
Αν και κάθε άλλο παρά έμοιαζε με γίγαντα, σταματούσε αυτοκίνητα με τα χέρια του, ή τραβούσε νταλίκες με ιμάντα, που δεν τον κρατούσε με τα χέρια, αλλά με τα δόντια. Το μεγάλο του νούμερο ήταν, όταν άναβε ένα κανόνι που έσκαγε στα χέρια του, κόβοντας την ανάσα των θεατών και των δικών του ανθρώπων.
Η γιαγιά του αγωνιούσε περισσότερο από όλους. Καθόταν με το σκαμνάκι της κοντά στο σημείο των επιδείξεων και έκλαιγε από τον φόβο της, μέχρι να τελειώσουν τα επικίνδυνα νούμερα και να βεβαιωθεί ότι ο εγγονός της είναι σώος και αβλαβής.
Στις περιοδείες, ακολουθούσε πάντα όλη τη οικογένεια του και συνήθως του έλεγαν ένα ποίημα, το οποίο σε μια στροφή ανέφερε: «Έχεις του Ηρακλή τη δύναμη, τη λεβεντιά, την χάρη και είσαι για κάθε Έλληνα, πάντα κρυφό καμάρι».
Ο Κουταλιανός ήταν σκληρό καρύδι και το αποδείκνυε σε κάθε εμφάνισή του, καθώς έκανε επιδείξεις σε όλη τη χώρα. Είχε όμως και ένα ευαίσθητο σημείο. Τη γυναίκα του. Μία δυναμική γυναίκα, με ισχυρή προσωπικότητα, που τον στήριξε σε όλη του τη ζωή. Της είχε αδυναμία και αυτό έγινε γνωστό από τους στίχους του τραγουδιού ο «Κουταλιανός», σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
«Τρέμει σαν το ψάρι, στην κυρά του μπρος, αχ πως τη φοβάται, ο φτωχός Κουταλιανός», έλεγε το τραγούδι, που αρχικά τον εκνεύρισε, αλλά αργότερα το συνήθισε και έμοιαζε να το διασκεδάζει.
Ο γίγαντας με τη μεγάλη καρδιά, έσβησε στα 85 του χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο μύθο.