Γράφει ο Ευάγγελος Γρυπιώτης, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας
Από την πρώτη του επαφή με τη θάλασσα ο Έλληνας γίνεται ένα με αυτήν. Βρίσκει τρόπο να δαμάσει το υγρό στοιχείο, κατασκευάζοντας όμορφα και δυνατά για την εποχή τους σκαριά. Σκαριά γρήγορα και ανθεκτικά. Σκαριά καινοτόμα, ικανά να διασχίζουν με ασφάλεια τις θαλάσσιες οδούς, γράφοντας ιστορία.
Από τη Μινωική θαλασσοκρατία, την εποχή των ηρώων και της Αργοναυτικής εκστρατείας, τους κλασικούς χρόνους με την απαράμιλλη σε ομορφιά και δόξα τριήρη της ναυμαχίας της Σαλαμίνας.
Τις περίφημες πολυήρεις των Ελληνιστικών χρόνων, τους πανίσχυρους δρόμωνες και τα χελάνδια του Βυζαντίου, έως την περίοδο της Τουρκοκρατίας που τα περίφημα και υπερήφανα σταροκάραβα κυριαρχούν στο ναυτεμπόριο, τα ελληνικά σκαριά μετατρέπουν για αιώνες τη Μεσόγειο σε Ελληνική θάλασσα.
Τα ναυπηγεία, οι ταρσανάδες και τα καρνάγια ξεφυτρώνουν σε κάθε παραλία των νησιών και της ηπειρωτικής χώρας.
Ικανότατοι Έλληνες ναυπηγοί, καραβομαραγκοί, καλαφάτες και άλλων ειδικοτήτων τεχνίτες, εργάζονται για την κατασκευή μικρού, μεσαίου και μεγάλου εκτοπίσματος πλοίων για ιδιωτική χρήση Ελλήνων εμπόρων και καραβοκύρηδων μα και κουρσάρων και πειρατών, σε ελληνικούς ταρσανάδες.
Ακόμα και στα κρατικά ναυπηγεία των μεγάλων ναυτικών δυνάμεων της εποχής, όπως αυτά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, στην Καλλίπολη και όπου αυτά υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο, αλλά και για λογαριασμό των Βενετών στα περίφημα ναυπηγεία της Βενετίας και αυτά των κτήσεων της.
Έλληνες σε οθωμανικά ναυπηγεία
Ονομαστοί Έλληνες τεχνίτες αποτελούσαν το βασικό κορμό για τα Οθωμανικά ναυπηγεία.
Οι Οθωμανοί εξασφάλιζαν τους τεχνίτες των ναυπηγείων τους από τους Ελληνικούς πληθυσμούς των νησιών και των παραλίων, κυρίως με τη μορφή της υποχρεωτικής εργασίας (αγγαρεία).
Ο Abesci επισημαίνει ότι στα τέλη του 18ου αιώνα τα πλοία των Οθωμανών ναυπηγούνταν σχεδόν όλα από τους Έλληνες του αρχιπελάγους.
Οι Οθωμανοί άρχισαν να χρησιμοποιούν Έλληνες τεχνίτες, από τότε που ναυπήγησαν τα πρώτα τους πλοία στα παράλια των μικρασιατικών ακτών και των ακτών της Προποντίδας.
Ο Olivier επίσης, επισημαίνει και σχολιάζει τη σημαντική προσφορά του ντόπιου Ελληνικού στοιχείου στην εξέλιξη του Οθωμανικού πολεμικού ναυτικού και αναφέρει συγκεκριμένα τους Έλληνες τεχνίτες των ναυπηγείων της Χίου που χρησιμοποιούνται κυρίως για την κατασκευή πολεμικών πλοίων. Τις εξαιρετικές ικανότητες των Ελλήνων στην κατασκευή των πολεμικών τους πλοίων τονίζουν επίσης και αξιόλογοι Μουσουλμάνοι ναυτικοί και λόγιοι.
Για τους κατοίκους των παραλίων που στελεχώνουν τα κρατικά οθωμανικά ναυπηγεία, ο Τσεβντές παρατηρεί ότι ήταν στην πλειοψηφία τους, Έλληνες.
Γεγονός που μαρτυρείται και από τον Εβλία Τσελεμπή, κατά τον οποίο, πολλοί «άπιστοι» των παραλίων και των νησιών ήταν ναυπηγοί, μαραγκοί και γεμιτζήδες.
Έλληνες καραβομαραγκοί
Οι Έλληνες τεχνίτες ήταν γενικά περιζήτητοι γιατί δεν περιορίζονταν στην παραδοσιακή τέχνη αλλά εφάρμοζαν νέες μεθόδους στη ναυπήγηση που τις είχαν γνωρίσει στα ναυπηγεία της Δύσης και της Ανατολής. Κατά τον 16ο αιώνα, πολλοί Έλληνες ναυπηγοί από την ενετοκρατούμενη Κρήτη ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη, με την υπόσχεση από τους Οθωμανούς, καλύτερων εργασιακών όρων και αμοιβής, όπου μετέφεραν τις γνώσεις τους από τα βενετσιάνικα ναυπηγεία.
Στην Ρόδο, κατά τον Άγγλο περιηγητή Wittman, οι Έλληνες τεχνίτες του τοπικού ναυπηγείου εργάζονταν κοντά σε Άγγλους και Σουηδούς και άλλους ναυπηγούς και γίνονταν έτσι, ειδικοί στις κατασκευές των πλοίων, αυτών των λαών. Άλλοι τεχνίτες των οθωμανικών ναυπηγείων, όπως μαραγκοί, καλαφάτες, τρυπανάδες, σιδηρουργοί, προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου (Μυτιλήνη, Χίο, Πάτμο, Ρόδο, Ύδρα, κ.λπ.).
Όλες αυτές αλλά και εκατοντάδες άλλες αναφορές Ευρωπαίων περιηγητών και πρεσβευτών μας βεβαιώνουν ότι οι Έλληνες καραβομαραγκοί συνεχίζουν ακατάπαυστα όλους αυτούς τους αιώνες, είτε σαν τεχνίτες στα κρατικά ναυπηγεία των Οθωμανών και των Βενετσιάνων είτε σαν ιδιώτες στα δικά τους καρνάγια, ταρσανάδες και ναυπηγεία, την αρχέγονη τέχνη τους.
Μικρού και μεγάλου εκτοπίσματος πλοία ναυπηγούνται από Έλληνες τεχνίτες στα ναυπηγεία της Κρήτης, της Κέρκυρας και σε όλα σχεδόν τα Επτάνησα για λογαριασμό της Βενετίας και των Ελλήνων υπηκόων της, ήδη από τον 16ο αιώνα.
Στον Χάνδακα άρχισαν να ναυπηγούνται με κρατικές επιχορηγήσεις εμπορικά γαλιόνια, τα οποία κινούσε πλήρωμα 40-50 ναυτών.
Είχαν αναλογία μήκους- πλάτους 4/3. Η πρύμνη τους ήταν περισσότερο στρογγυλεμένη είχαν πύργους στην πλώρη και στην πρύμνη, τέσσερα κατάρτια και πρόβολο ιστό.
Δεν είχαν κουπιά αλλά εκινούντο αποκλειστικά με πανιά. Στην Κέρκυρα η αρχειακή έρευνα έδειξε ότι στο νησί λειτουργούσαν ναυπηγεία ειδικευμένα στο χτίσιμο εμπορικών πλοίων τουλάχιστον από τον 15ο αιώνα. Στα 1440 οι ακτές του ατείχιστου μέρους της πόλης (μπόργο) από την Παλαιόπολη μέχρι τα σφαγεία είχαν καταληφθεί από καραβομαραγκούς που έχτιζαν ή και επισκεύαζαν πλοία.
Μικροταρσανάδες
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε τη γερουσία στην απόφαση να απαγορεύσει την ανοικοδόμηση σε αυτούς τους χώρους, προστατεύοντας έτσι τη ναυπηγική δραστηριότητα. Στα ίδια περίπου σημεία, στις ακτές του Μανδουκίου ή των Γαστράδων (Γαρίτσα) λειτουργούσαν τον 16ο αιώνα διάφοροι ιδιωτικοί ταρσανάδες που κατασκεύαζαν μικρά φορτηγά, όπως σανδάλια, γρίπους και φούστες.
Μικροταρσανάδες υπήρχαν και στην περιοχή της Λευκίμμης, όπου ναυπηγούνταν σανδάλια με τα οποία εξυπηρετούνταν οι τοπικές παράκτιες μεταφορές.
Τα υλικά για τη ναυπήγηση προέρχονταν είτε από το νησί είτε κατά κανόνα από γειτονικές περιοχές. Ξυλεία αντλούνταν από τα βουνά της Κέρκυρας και από τα δάση της Πάργας, του Λούρου, της Άρτας και της Λευκάδας. Τα ιστία ράβονταν στα Γιάννενα, τα σκοινιά πλέκονταν στη Ναύπακτο και τα ξάρτια στην Πρέβεζα.
Οι καραβομαραγκοί ήταν Κερκυραίοι ή Πάργιοι με σταθερή ή πρόσκαιρη διαμονή στο νησί, όπως ο Μάστρο Ιωάννης Σκιαδόπουλος, που το 1514 ανέλαβε να «χτίσει ξύλο» μήκους 7 μέτρων.
Ο Σκιαδόπουλος και οι συνάδελφοί του ήταν πρώτα από όλα μαραγκοί που κατείχαν και τη ναυπηγική τέχνη.
Ορισμένοι δε από αυτούς κατόρθωσαν να εργαστούν και στη Βενετία. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Κερκυραίος Francesco da Thodaro, πρωτομάστορας των «μαραγκών» του ναυστάθμου Βενετίας, που το 1527 εθεωρείτο ειδικός στη ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, όπως ναύες, γαλέρες και μπάρτσες.
Ναυπηγείο της Κέρκυρας
Σε ένα από τα ναυπηγικά εργαστήρια που λειτουργούσαν στα παράλια της Γαρίτσας, στη νότια πλευρά του κάστρου της Κέρκυρας, ο Μάστρο Κωνσταντής Φωτεινός συμφώνησε στις 3 Οκτωβρίου του 1502 με το Γεώργιο Μπουλιάρη, να ολοκληρώσει τη ναυπήγηση ενός γρίπου αντί αμοιβής 18 δουκάτων.
Στην πόλη της Κέρκυρας, έξω από τα τείχη του παλαιού φρουρίου, λειτουργούσε το κρατικό (βενετσιάνικο) ναυπηγοεπισκευαστικό κέντρο, το οποίο προοριζόταν αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολεμικού ναυτικού, και στα 1532 μπορούσε να αρματώσει τις τέσσερις γαλέρες που περιπολούσαν γύρω από το νησί.
Το κρατικό ναυπηγείο της Κέρκυρας ήταν ένα από τα πέντε που είχαν δημιουργηθεί σε στρατηγικά σημεία των κτήσεων (Ζάρα, Λεσίνα, Κέρκυρα, Χάνδακας και Σούδα) με κύριες λειτουργίες τη φύλαξη του αναγκαίου, για τις επισκευές των πολεμικών πλοίων, εξοπλισμού και γενικά τη στήριξη του βενετικού πολεμικού ναυτικού.
Ξεχωριστό ρόλο επιτελούσαν εκείνα της Κρήτης, καθώς στους χώρους τους δεν επισκευάζονταν μόνο, αλλά από το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα ναυπηγούνταν εξολοκλήρου γαλέρες και φούστες από Έλληνες καραβομαραγκούς.
Αλλά και στο Αιγαίο, στη Μαύρη Θάλασσα και σε τουρκοκρατούμενα λιμάνια της δυτικής Ελλάδας, παράλληλα με τα κρατικά οθωμανικά ναυπηγεία, λειτουργούσαν και πολλοί ιδιωτικοί ταρσανάδες, όπου συνεχιζόταν η ναυπηγική παράδοση και δραστηριότητα των Ελλήνων.
Κατά τον 16ο αιώνα σε ιδιωτικά ναυπηγεία στα νησιά και τις παράκτιες περιοχές του Αιγαίου ναυπηγούνται για λογαριασμό Τούρκων Μπέηδων ή Ρεϊσιδων, πλοία που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για πειρατικές και ληστρικές επιδρομές. Στα 1507 στη Χίο, την εποχή της Γενουάτικης κυριαρχίας του νησιού, κατασκευάζονται από Έλληνες καραβομαραγκούς και τεχνίτες, για λογαριασμό ενός Τούρκου Ρεϊση (καπετάνιου), εννέα πλοία, εκ των οποίων μία μικρή γαλέρα και δύο φούστες.
Στην περιοχή της Λίνδου, στη Ρόδο, οι Έλληνες ναυπηγούν πολλά πλοία, αναδεικνύοντας τον τόπο σε σημαντικό κέντρο ναυπήγησης.
Σύμφωνα με τον Πρόξενο της Κωνσταντινούπολης (1590- 1606) είχαν ωραία και μεγάλα πλοία. Άλλος ξένος ο Somnini περιγράφει ότι οι Έλληνες της Λίνδου ναυπηγούσαν τα πλοία τους μόνοι τους και ότι τα κατασκεύαζαν ελαφρότερα και στερεότερα από αυτά που ναυπηγούντο στα κρατικά ναυπηγεία του νησιού.
Τον 16ο αιώνα οι Πάτμιοι ναυπηγούσαν πλοία όχι μόνο για δική τους χρήση αλλά και για πώληση. Στο μεταίχμιο του 16ου αιώνα οι Βενετσιάνοι αγόρασαν τρεις ναύες που είχαν ναυπηγηθεί στη Πάτμο.
Πολλοί ταρσανάδες λειτουργούσαν και σε άλλα νησιά των Δωδεκανήσων. Στη Σύμη ναυπηγούσαν πλοία 9 πάγκων, τα «ζαμπέκια». Ο Dapper τα χαρακτηρίζει στα τέλη του 17ου αιώνα όμορφες φρεγάτες ή εξαιρετικά γρήγορες μικρές φούστες. Στο Καστελόριζο κατασκευάζονται σαϊτιές, ενώ στο νησί Ρω (Άγιος Γεώργιος) καραμουσάλια.
Οι Γαλαξιδιώτες πριν από το 1700 και παρ’ όλες τις πειρατικές επιδρομές που υφίσταται ο τόπος κατασκευάζουν μικρά καράβια, στην αρχή για τη μεταφορά προϊόντων μέσα στον κόρφο, αυξάνοντας τα αργότερα σε μέγεθος και αριθμό, δημιουργώντας έτσι μία καλή φλότα. Η αύξηση της ναυπηγικής δραστηριότητας του Γαλαξιδίου μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα είναι τέτοια που επάξια του δίνει τον τίτλο ενός από τα σημαντικότερα εμποροναυτιλιακά κέντρα στην ιστορία του τόπου μας.
Στις αρχές του 18ου αιώνα λειτουργούν ναυπηγεία στο Μεσολόγγι, στο γειτονικό Αιτωλικό, στην Πρέβεζα, στον Αλφειό και στα νησιά του Ιονίου. Το 1740 οι Μεσολογγίτες διαθέτουν έναν σημαντικό εμπορικό στόλο τον οποίο θέτει υπό την προστασία του ο μεγάλος Μάγιστρος της Μάλτας.
Οι πρώτες προσπάθειες για κατασκευή πλοίων στην Ύδρα έγιναν το 1657 από τον καραβομαραγκό Σακελάριο και έπειτα από τους Κριεζή και Γκίκα, οι οποίοι έμαθαν την τέχνη της ναυπηγικής όσο ήταν αιχμάλωτοι στην Κρήτη. Τότε κατασκευάστηκαν και τα πρώτα τρεχαντήρια.
Οι προσπάθειες για το χτίσιμο μεγαλύτερων πλοίων συνεχίστηκαν και πιθανολογείται ότι τα πρώτα πλοία της Ύδρας κατασκευάστηκαν από ντόπια ξυλεία, μιας και όπως αναφέρει ο Frenteric Piersck στα τέλη του 15ου αιώνα το νησί ήταν καλυμμένο ολόκληρο σχεδόν από δάση.
Το 1670 ναυπηγείται κατά τον Κριεζή τρεχαντήρι μεγάλης χωρητικότητας. Αργότερα το 1716 ναυπηγούνται μεγάλα σαχτούρια αλλά και λατινάδικα 40- 50 τόνων με τα οποία ταξιδεύουν σε όλο το Αιγαίο, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Τεργέστη και τη Βενετία.
Οι Υδραίοι ναυπηγούν εκείνη την περίοδο και πλοία 100- 116 τόνων. Επίσης, ναυπηγούσαν πλοία και στις απέναντι ακτές της Πελοποννήσου, όπου υπήρχε άφθονη και κατάλληλη ξυλεία. Το 1757 ναυπηγήθηκε στο Σοφικό της Κορινθίας ο πρώτος υδραϊκός πάρων χωρητικότητας 250 τόνων. Τα περισσότερα από τα πλοία της Ύδρας ναυπηγήθηκαν από ξυλεία του Αλφειού.
Ναυπηγεία στις Σπέτσες, την Ύδρα
Οι ναυπηγήσεις στις Σπέτσες ξεκινούν τον 18ο αιώνα μετά τον εποικισμό του νησιού από Πελοποννήσιους. Οι Σπετσιώτες ναυπηγούν αρχικά τρεχαντήρια, λατινάδικα, σαχτούρια και βρυκογολέτες. Το 1772 έρχεται στο νησί ο Μιχελής από τη Μήλο και ναυπηγεί πλοία. Το 1797 ναυπηγείται στις Σπέτσες το τρικάταρτο πλοιάς χωρητικότητας 254 τόνων.
Παράλληλα με τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες, δραστηριοποιούνται και οι Ψαριανοί στη ναυπήγηση πλοίων.
Τα πλοία που ναυπηγούν προκαλούν το θαυμασμό των Ευρωπαίων ναυπηγών για την προηγμένη τεχνολογία τους. Κατασκευάζουν σακολέβες και μίστικα και στη συνέχεια μεγαλύτερα πλοία.
Ο ναυπηγός Μαστροσταμάτης Καφουδάκης από τη Χίο που έχει εργαστεί στα ναυπηγεία της Κωνσταντινούπολης αντικαθιστά το μονόχναρο πλοίο με τη μέθοδο της σάλας. Ο ίδιος βελτιώνει και τη μέθοδο καθέλκυσης των πλοίων, χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά «βάζα». Οι Ψαριανοί χρησιμοποιούν συνήθως Χιώτες ναυπηγούς ενώ οι ίδιοι ασχολούνται κυρίως με το καλαφάτισμα.
Στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 18ου αιώνα οι Ψαριανοί αρχίσουν να κατασκευάζουν μεγάλα καράβια. Ο Jassaud αναφέρει ότι σε διάστημα 6 ετών ναυπηγήθηκαν στα Ψαρά πάνω από 150 πλοία χωρητικότητας 100- 150 τόνων.
Μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή υπάρχει ναυπηγική ανάπτυξη και σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου. Στο Κρανίδι, στη Λίμνη Ευβοίας, στον Πόρο, στη Σκιάθο από την ντόπια ξυλεία του νησιού καθώς και στη Σκύρο, όπου ναυπηγούν φελούκες (στη Σκύρο λειτουργούσε ναυπηγείο από τη βυζαντινή εποχή). Ταρσανάδες για βάρκες και μικρά πλοία λειτουργούν και στο Τρικέρι.
Οι καραβομαραγκοί της Αίνου και της Σάμου ναυπηγούν περίφημες σακολέβες και λεύκες, πλοία κατάλληλα για ναυσιπλοΐα και στις δυσμενέστερες καιρικές συνθήκες. Στην Ικαρία κατασκευάζονται πλοιάρια για πώληση κυρίως σε άλλους νησιώτες. Σακολέβες και λεύκες επίσης κατασκευάζονται στους ταρσανάδες στο Βροντάδο της Χίου. Όπως και στη Λέσβο, παράλληλα με τα κρατικά οθωμανικά ναυπηγεία, λειτουργούν και ιδιωτικοί ταρσανάδες Ελλήνων.
Οι Έλληνες καραβομαραγκοί, οι ταρσανάδες και τα καρνάγια των τοπικών ναυτικών κοινωνιών-πολιτειών του τόπου μας είναι οι συντελεστές της συνεχούς ύπαρξης μικρού, μεσαίου και μεγάλου εκτοπίσματος Ελληνικών σκαριών όλο αυτό το διάστημα, μαζί με τους ναυτικούς μας αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ύπαρξης του ναυτικού των Ραγιάδων κατά την Τουρκοκρατία και στην ουσία, ενός ελεύθερου κομματιού της πατρίδας μας, τα πλοία των Ελλήνων που οργώνουν τις θάλασσες του κόσμου, μεταφέροντας τις Ελληνικές ιδέες και τις προοπτικές για ελευθερία από τον Οθωμανικό ζυγό.
Είναι αυτοί που χτίζουν τα νέα «ξύλινα τείχη». Αυτοί που θωρακίζουν τη ναυτική Ελλάδα που βλέπουν τα μικρά γοργοτάξιδα μπρίκια τους και τα πυρπολικά τους να τρέπουν σε φυγή και να καταστρέφουν τις τούρκικες αρμάδες. Είναι αυτοί που λίγο αργότερα βλέπουν την ελεύθερη πλέον Ελλάδα να κατακτά για πάντα τις θάλασσες του κόσμου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η ναυμαχία των Σπετσών, όπου ο ελληνικός στόλος αυτοσχεδίασε και κατατρόπωσε 87 πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Πώς τέσσερις Έλληνες ναυτικοί παράκουσαν τις εντολές του Μιαούλη και παρέσυραν τους Τούρκους στην καταστροφή