Ο ηθοποιός Μάνος Κατράκης δεν είχε φοιτήσει ποτέ σε δραματική σχολή. Ήταν αυτοδίδακτος.
Το ξεκίνημα του στην τέχνη έγινε τυχαία, σε ηλικία μόλις 19 ετών, στους δρόμους της γειτονιάς του, στον Άγιο Νικόλαο.
«Το Φλάμπουρο του ‘21»
Το 1928, ο κινηματογραφιστής Κώστας Λελούδας επρόκειτο να γυρίσει την ταινία «Το Φλάμπουρο του ‘21». Για ηθοποιούς μάζευε πιτσιρίκια της γειτονιάς.
Όταν είδε τον Κατράκη στο δρόμο, του άρεσε πολύ και του έδωσε το πρωταγωνιστικό ρόλο του «Δήμου».
Ο Λελούδας είχε έρθει στην Ελλάδα από την Αμερική και γνώριζε καλά τη δουλειά, αφού είχε εργαστεί σε στούντιο, γεγονός που ήταν τότε πρωτόγνωρο για τους Έλληνες κινηματογραφιστές.
Η ταινία προβλήθηκε στον κινηματογράφο Ιντεάλ στην οδό Πανεπιστημίου.
Ο Λελούδας για να την ενισχύσει περισσότερο, είχε προσλάβει το βαθύφωνο Βλαχόπουλο, ο οποίος την ώρα που παιζόταν το έργο, τραγουδούσε ζωντανά μπροστά στους θεατές το περίφημο τραγούδι του «Γέρο-Δήμου» με τη συνοδεία πιάνου.
Η γνωριμία του με το Κώστα Ξανθάκη και η πρώτη του επαφή με το θέατρο
Ο Κατράκης ωστόσο δεν είχε παρακολουθήσει καμία από τις προβολές. Ήταν τόσο σεμνός, που ντρεπόταν να μπει μέσα στον κινηματογράφο.
Το μόνο που έκανε ήταν να στέκεται με τις ώρες απέξω και να βλέπει τις φωτογραφίες της ταινίας που έβαζαν στην είσοδο.
Μια μέρα, την ώρα που ο ηθοποιός χάζευε για πολλοστή φορά τις φωτογραφίες, τον πλησίασε ένας κύριος και του έπιασε την κουβέντα.
– Εσείς είστε αυτός που παίζει στην ταινία; τον ρώτησε.
– Ναι, του απάντησε ο Κατράκης.
– Θέλετε να βγείτε στο θέατρο;
– Ναι, αποκρίθηκε ο ηθοποιός χωρίς να πολυκαταλαβαίνει, αφού δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ του θέατρο.
«Με ρώτησε αν ήμουν εγώ αυτός που παίζει στην ταινία και εγώ κοκκίνισα. Γιατί κοκκίνιζα πολύ εύκολα. Σαν να μου πάταγες ένα κουμπί και γινόμουν κατακόκκινος. Έβγαινε αίμα από τα μάγουλά μου», είχε εκμυστηρευτεί ο καλλιτέχνης στον Αλέξη Κομνηνό.
Ο άνδρας λεγόταν Γιάννης Ξανθάκης και ήταν μεταφραστής έργων από τη γαλλική γλώσσα.
Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο «Καπρίς» στην οδό Ιπποκράτους, εκεί όπου αργότερα στεγάστηκε το θέατρο «Ακροπόλ».
Στη σάλα γίνονταν τότε διάφοροι χοροί τις αποκριές και θεωρείτο από τις πιο αριστοκρατικές αίθουσες της Αθήνας.
Εκείνη την περίοδο στο «Καπρίς» έκανε πρόβες ο «Θίασος των Νέων» του Ρώτα. Το ίδιο βράδυ ο Κατράκης έγινε μέλος του θιάσου και έπαιξε σε θέατρο στο Παγκράτι.
Ο ηθοποιός ντρεπόταν να πάει να πληρωθεί
Το χειμώνα της ίδιας χρονιάς πήγε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Τον είχε συστήσει ο Θεόδωρος Συνοδινός.
Όταν όμως ερχόταν ο καιρός να πληρωθεί, ντροπαλός όπως ήταν, δεν πήγαινε να πάρει το μεροκάματό του.
«Ντρεπόμουν να πάω να πληρωθώ! Σκεφτόμουνα, τι κάνω εγώ τώρα; Τι προσφέρω για να πρέπει να πληρωθώ», έλεγε ο ηθοποιός, χρόνια αργότερα.
Η ντροπαλοσύνη αυτή τον κυνηγούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
«Με ρωτούσαν «πόσα θέλετε κύριε Κατράκη» για μια ηχογράφηση, ας πούμε, κι έλεγα: Τίποτα, ευχαριστώ. Όμως, από ένα σημείο και μετά, κατάλαβα ότι έπρεπε να πληρωθώ. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Ήταν βλέπεις και θέμα επιβίωσης».
Ο Μάνος Κατράκης εξακολουθούσε να είναι σεμνός και ντροπαλός καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Δυσκολευόταν να πει όχι και να χαλάσει χατίρι στον οποιονδήποτε, αν και οι ρόλοι του συνήθως τον παρουσίαζαν δυναμικό, σκληρό και αδίστακτο.
Υπηρέτησε το θέατρο και τον κινηματογράφο επί 50 χρόνια.
Έφυγε από τη ζωή το Σεπτέμβριο του 1984, σε ηλικία 75 ετών, από καρκίνο των πνευμόνων.
Πηγή: «ΚΑΤΡΑΚΗΣ, η ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη όπως την αφηγήθηκε στον ΑΛΕΞΗ ΚΟΜΝΗΝΟ», εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ:
Ο Μάνος Κατράκης παντρεύτηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής και η γυναίκα του έχασε τα δίδυμα στο όγδοο μήνα. Ο ίδιος πούλαγε τα ρούχα του για να ζήσει. Η ψαραγορά, ο τζόγος, η συντροφιά με τον θάνατο…