Κατά καιρούς έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορα, περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστα, σενάρια, σχετικά με την τύχη του Αδόλφου Χίτλερ.
Κάποια τον ήθελαν να διαφεύγει από το πολιορκημένο Βερολίνο και να βρίσκει καταφύγιο στις βαυαρικές Άλπεις, άλλα να φτάνει στη Λατινική Αμερική με υποβρύχιο και κάποια να αιχμαλωτίζεται από τους Σοβιετικούς και να τους βοηθά στον αγώνα τους κατά των Αμερικανών!
Τα στοιχεία ωστόσο που υπάρχουν οδηγούν σε ένα συμπέρασμα.
Μετά την αποτυχία της γερμανικής αντεπίθεσης στις Αρδέννες, στα τέλη Δεκεμβρίου 1944 και την εκδήλωση της μεγάλης χειμερινής σοβιετικής επίθεσης στον Βιστούλα, ο Χίτλερ μετέβη στο Βερολίνο, αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει την πόλη. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του θα τους περνούσε στα 20 μικρά δωμάτια του προσωπικού του καταφυγίου, το οποίο βρισκόταν σε βάθος 17 μέτρων κάτω από τους κήπους της Καγκελαρίας. Ο Χίτλερ εκείνης της δραματικής περιόδου, δεν θύμιζε σε τίποτα τον αλαζόνα θριαμβευτή των πρώτων χρόνων του πολέμου.
Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του το προηγούμενο καλοκαίρι, η βεβαρημένη υγεία του και τα σχεδόν έξι χρόνια πολέμου, είχαν μετατρέψει τον γερμανό δικτάτορα σε σκιά του εαυτού του. Αρνιόταν να ακούσει το επιτελείο του, καθώς υποψιαζόταν τους πάντες ως προδότες.
Επιπλέον, η «βροχή» των καθημερινών δυσάρεστων νέων από τα μέτωπα των επιχειρήσεων, τον ωθούσαν σε ξεσπάσματα οργής εναντίον όλων και κυρίως του γερμανικού λαού, ο οποίος κατά τη γνώμη του«αποδείχθηκε αδύναμος και επομένως το μέλλον ανήκει πλήρως στους ισχυρούς λαούς της ανατολής».
Τα τελευταία γενέθλια
Παρά τις εκκλήσεις των συνεργατών του να φύγει από την πόλη, προκειμένου να αποφευχθεί μια άσκοπη αιματοχυσία, ο Χίτλερ επέμενε να οργανώσει εκεί το σκηνικό του «βαγκνερικού» του τέλους.
Στις 20 Απριλίου γιόρτασε τα τελευταία του γενέθλια μέσα στο καταφύγιο.
Την ίδια στιγμή, τα πυροβόλα της 5ης Σοβιετικής Στρατιάς Κρούσης έστειλαν τα φονικά τους «δώρα» πάνω στο Βερολίνο. Η πόλη είχε περικυκλωθεί από 2.500.000 Σοβιετικούς στρατιώτες. Κανείς πλέον δεν έτρεφε αυταπάτες γι’ αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Κανείς, εκτός από τον Χίτλερ, ο οποίος ενθαρρυμένος ίσως από τον λυσσαλέο αγώνα της βερολινέζικης φρουράς, δήλωσε στις 21 Απριλίου: «Όποιος θέλει, μπορεί να φύγει! Εγώ σκοπεύω να παραμείνω». Ήδη βέβαια από τις προηγούμενες μέρες, οι περισσότεροι υπουργοί και στενοί του συνεργάτες τον είχαν εγκαταλείψει, «ξεχνώντας» τον όρκο τους για πίστη ως το τέλος. Στο μεταξύ, ο γερμανός δικτάτορας συνέχιζε να βρίζει τους συμπατριώτες του, χαρακτηρίζοντάς τους «ανάξιους του εθνικοσοσιαλισμού».
Αργά στις 22 Απριλίου, το γερμανικό επιτελείο, σε σύσκεψη εντός του καταφυγίου, εκτίμησε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. Οι ελπίδες ότι ο στρατηγός των SS Φέλιξ Στάινερ θα έσπαγε τον κλοιό της πολιορκημένης πρωτεύουσας, είχαν εξανεμιστεί. Μόλις ο Χίτλερ το συνειδητοποίησε, έμεινε άναυδος.
Οι λυγμοί του Φύρερ
Ύστερα από λίγα λεπτά, ξέσπασε κατά των συνεργατών του. Τους κατηγόρησε ως δειλούς και προδότες και φώναζε ότι όλα τελείωσαν και ότι θα αυτοκτονούσε. Στη συνέχεια, ξέσπασε σε λυγμούς. Για μια ακόμη φορά, παρά τις επίμονες εκκλήσεις των επιτελών του, αρνήθηκε να φύγει από την βαλλόμενη πρωτεύουσα. Οι συνεργάτες του, έντρομοι πλέον, συνειδητοποίησαν ότι σκόπευε να μεταβάλει το τέλος του σε ένα ολοκαύτωμα.
Τις επόμενες ημέρες, ο Χίτλερ έδειξε μια απίστευτη αποφασιστικότητα. Κάποιοι την παρομοίασαν με τις τελευταίες αναλαμπές ενός ετοιμοθάνατου, κάποιοι άλλοι με παράνοια, καθώς ο αρχηγός τους χάραζε στρατιωτικούς ελιγμούς στον χάρτη επιχειρήσεων και εξέδιδε διαταγές για στρατιές που απλά δεν υπήρχαν!
Έως και τη νύχτα της 28ης Απριλίου ο γερμανός δικτάτορας ήλπιζε ότι οι μονάδες του αντιστράτηγου Βάλτερ Βενκ θα κατάφερναν να διασπάσουν τον σοβιετικό κλοιό.
Το ξημέρωμα της επομένης όμως, διέλυσε και αυτές τις προσδοκίες.
Η φρικτή βοή της μάχης ακουγόταν πλέον καθαρά στην Καγκελαρία, καθώς οι σοβιετικές μονάδες δεν απείχαν παρά 800 μέτρα.
Ο Χίτλερ βρισκόταν για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τη βία που είχε ο ίδιος εξαπολύσει. Το ίδιο πρωινό, έμαθε για την τύχη του Μουσολίνι.
Ο ιταλός δικτάτορας είχε εκτελεστεί από αντιφασίστες αντάρτες και το πτώμα του είχε κρεμαστεί ανάποδα, σε μια πλατεία του Μιλάνου.
Η είδηση αυτή έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του Χίτλερ να αυτοκτονήσει.
Έτσι, οι συνεργάτες του θα είχαν τον χρόνο να αποτεφρώσουν το πτώμα του, ώστε να μη διαπομπευτεί από τον εχθρό.
Η διαθήκη του Χίτλερ
Τις επόμενες ώρες υπαγόρευσε στις γραμματείς του την «πολιτική» του «διαθήκη». Επρόκειτο για ένα λίβελο κατά των «μπολσεβίκων και των Εβραίων», χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής. Αμέσως μετά, διέγραψε τους «αφοσιωμένους» Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ από το κόμμα: τον πρώτο γιατί βιάστηκε να αυτοαναγορευτεί σε διάδοχό του και τον δεύτερο διότι επιχείρησε να έλθει σε επαφή με τους Δυτικούς Συμμάχους, προκειμένου να διαπραγματευτεί όρους ειρήνης. Έπειτα νυφμεύτηκε τη σύντροφό του, Εύα Μπράουν, με πολιτικό γάμο, τον οποίον τέλεσε ένας επιστρατευμένος δημοτικός υπάλληλος, ο Βάλτερ Βάγκνερ (ο οποίος σκοτώθηκε στην προσπάθειά του να επιστρέψει στη μονάδα του). Μάρτυρες ήταν οι Μάρτιν Μπόρμαν και Γιόζεφ Γκέμπελς, οι οποίοι ευχήθηκαν στους νεόνυμφους, πίνοντας σαμπάνια!
Η αυτοκτονία
Την ίδια νύχτα, ο Χίτλερ χαιρέτησε ένα προς ένα όλα τα μέλη του επιτελείου του, της φρουράς και του υπηρετικού του προσωπικού.
Το πρωί της 30ης Απριλίου γευμάτισε με τις πιστές του γραμματείς Τράουντλ Γιούνκε και Γκέρντα Κρίστιαν. Στη συνέχεια, αποχαιρέτησε τον Μπόρμαν, το ζεύγος Γκέμπελς, το οποίο λίγες ημέρες μετά θα τον ακολουθούσε στον θάνατο και αλλά μέλη της συνοδείας του. Λίγο μετά τις 15.00, αποσύρθηκε με τη σύζυγό του στο δωμάτιό τους. Πήραν και οι δύο κάψουλα υδροκυανίου. Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ, για να είναι σίγουρος για το αποτέλεσμα, τοποθέτησε στον κρόταφο το πιστόλι του.
Στις 15.30 ακούστηκε ένας πυροβολισμός.
Ο δρ Στούμπφεγγερ εξέτασε τα πτώματα και πιστοποίησε τους δύο θανάτους.
Οι σοροί του Χίτλερ και της Μπράουν μεταφέρθηκαν στον κήπο της Καγκελαρίας, περιλούστηκαν με βενζίνη και κάηκαν.
Ωστόσο, η καύση ήταν ατελής, λόγω της μικρής ποσότητας βενζίνης. Όταν οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Καγκελαρία, βρήκαν τις μισοκαμένες σορούς του Χίτλερ, της Μπράουν, καθώς και εκείνες του ζεύγους Γκέμπελς και των έξι παιδιών τους.
Τον Ιούνιο του 1945, όλα τα πτώματα θάφτηκαν σε ένα δάσος κοντά στη γερμανική πόλη Ρατενάου.
Στην τοποθεσία αυτή δημιουργήθηκε μια βάση του Σοβιετικού Στρατού.
Το 1970 η βάση επρόκειτο να παραδοθεί στις Αρχές της Ανατολικής Γερμανίας.
Τότε, η ΚGB με τη σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ, διέταξε την εκταφή και καταστροφή των υπολειμμάτων των σορών, προκειμένου να μην ανακαλυφθούν και γίνουν τόπος προσκυνήματος για νοσταλγούς του ναζιστικού καθεστώτος.
Πράγματι, στις 13 Μαρτίου 1970, οι σοροί αποτεφρώθηκαν από πράκτορες της KGB, οι οποίοι εν συνεχεία σκόρπισαν τις στάχτες στον ποταμό Μπίντεριτς.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός