«Δεν θυμάμαι πολύ καλά τη μητέρα μου. Πέθανε όταν ήμουν πολύ μικρός. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία της.
Εκείνο τον καιρό οι φτωχοί και κυρίως αυτοί που ζούσαν στα βουνά της Κύπρου δεν έβγαζαν φωτογραφίες.
Το μόνο που θυμάμαι για τη μητέρα μου, ήταν η μέρα που αρρώστησε. Ο γιατρός χρησιμοποιούσε το ίδιο φάρμακο για όλες τις αρρώστιες.
Φαντάζομαι ότι θα ήταν ασπιρίνη. Έδωσε και στη μητέρα μου ένα χάπι και εκείνη ύστερα από λίγο πέθανε».
Με αυτόν το δραματικό τρόπο άρχισε η ζωή του κύπριου Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκου, που αργότερα έγραψε τις δικές του σελίδες στην ιστορία, ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος.

Γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά της επαρχίας Πάφου στην Κύπρο, στις 13 Αυγούστου 1913.
Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, από όπου και αποφοίτησε το 1926.
Μέχρι τότε ήταν και τσοπανόπουλο, δίπλα στο βοσκό πατέρα του, που δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα.
Τον ίδιο χρόνο έγινε δεκτός ως δόκιμος στο μοναστήρι του Κύκκου, στα βουνά του Τροόδους.
Στο σχολείο που λειτουργούσε στο μοναστήρι, παρακολούθησε τα πρώτα γυμνασιακά μαθήματα.

Το ξύλο από τον ηγούμενο

Το 1933 κέρδισε υποτροφία από το μοναστήρι και γράφηκε στη Δ’ τάξη του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία.
Κατά την διάρκεια των σπουδών διέμενε στο μετόχι του Κύκκου, τον Άγιο Προκόπιο, κοντά στη Λευκωσία.
Εκεί, μεταξύ άλλων, υπηρετούσε τον ηγούμενο Χρυσόστομο.
Ο Μιχαήλης – όπως τον φώναζαν – ήταν και ο καφετζής της μονής και καθημερινά έφτιαχνε τους καφέδες των επισκεπτών και των πατέρων.
Έτρωγε όμως και πολύ ξύλο από τον Χρυσόστομο, που τον έδερνε μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο.
Αυτό που δεν του άρεσε επάνω του ήταν ότι, αρνούνταν να αφήσει μακριά γένια και ξυριζόταν συνεχώς.
Ο Μακάριος όμως, ήταν αφοσιωμένος στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, τα αρχαία και τα γαλλικά.
Η πρόοδός του ήταν τόσο μεγάλη που σε ηλικία 19 ετών, του ανάθεσαν τη διεύθυνση της σχολής του Κύκκου.
Παρόλα αυτά ο νεαρός Μιχαήλης, δεν χειροτονήθηκε διάκονος όταν αποφοίτησε εξαιτίας της διαμάχης της μονής με την Αρχιεπισκοπή.
Αυτό έγινε τελικά στις 7 Αυγούστου του 1938, όταν πήρε το όνομα Μακάριος Κυκκώτης.

Πήρε αμέσως υποτροφία για θεολογικές σπουδές στην Αθήνα.
Μαζί του όμως είχε πλέον και βιβλία για τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Γκαίτε και τον Ουγκώ.
Η κατοχή τον βρήκε στην Αθήνα, όπου έμεινε κατά τη διάρκεια της και αναμείχτηκε με την αντίσταση.
Υπηρέτησε ως διάκονος στον ναό της Αγίας Ειρήνης, ενώ ταυτόχρονα συνδέθηκε με Κυπρίους των Αθηνών, ανάμεσα στους οποίους εξόριστοι εθνικιστές, που επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα άποψή του για την τύχη της Μεγαλονήσου.
Μετά την απελευθέρωση, χειροτονήθηκε στην Αθήνα, στις 13 Γενάρη του 1946, σε πρεσβύτερο και αμέσως χρίστηκε αρχιμανδρίτης, από το μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα.

Το Σεπτέμβρη του 1946 κέρδισε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για ανώτερες θεολογικές σπουδές.
Αναχώρησε με ένα σαπιοκάραβο από τη Σμύρνη για τη Βοστόνη των ΗΠΑ, όπου έφτασε μετά από περιπλάνηση δύο και πλέον μηνών.
Σε όλο το ταξίδι ο Μακάριος βρισκόταν στο αμπάρι με τα κάρβουνα και μελετούσε.
Στις ΗΠΑ γνωρίστηκε με τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηναγόρα και η ζωή εκεί, άρχισε να του αρέσει πιο πολύ. «Αποφάσισα να μείνω 5 χρόνια και όχι 3, όπως είχε αρχικά κανονιστεί.
Δεν πέρασαν όμως ούτε δύο χρόνια, όταν έλαβα τηλεγράφημα από την Κύπρο, όπου με πληροφορούσαν, πως οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν να με εκλέξουν επίσκοπο για το θρόνο της Πάφου.
Τρομοκρατήθηκα. Δεν ήθελα να φύγω από την Αμερική, ούτε να γυρίσω στην Κύπρο», έλεγε σε συνέντευξή του ο Μακάριος.

Αντίπαλός του ήταν ο ηγούμενος Κύκκου, Κλέωπας, που τελικά πήρε τη Μητρόπολη.
Ωστόσο, ένα χρόνο μετά και ενώ ήταν ακόμη στην Αμερική, έλαβε μέρος στις εκλογές Μητροπολιτών.
Στις 8 Απριλίου του 1948, ο Μακάριος εξελέγη τελικά δεσπότης Κιτίου, σε ηλικία 35 ετών.

 

Στα δυόμισι χρόνια που διετέλεσε Μητροπολίτης, έδειξε έντονη θρησκευτική, πατριωτική και κοινωνική δραστηριότητα.
Ίδρυσε στη Λάρνακα και στη Λεμεσό φιλανθρωπικά ιδρύματα και οργανώσεις. Οργάνωσε το Γραφείο Εθναρχίας και εξέδωσε το περιοδικό «Ελληνική Κύπρος».
Σταδιακά έγινε ο στενότερος συνεργάτης του γηραιού αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β’.

Η αρχή της πολιτικής δράσης

Στις 3 Οκτωβρίου 1948, εκφώνησε στη Λευκωσία, σε παγκύπριο ενωτικό συλλαλητήριο, την πρώτη πολιτική του ομιλία.
Επρόκειτο για ένα δριμύ κατηγορητήριο κατά των Βρετανών αποικιοκρατών και ήταν ένα κάλεσμα αφύπνισης των Ελλήνων της Κύπρου, προς αγώνα απελευθέρωσης και ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το 1949 εμπνεύστηκε και εισηγήθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου τη διενέργεια δημοψηφίσματος, για να καταδειχτεί η θέληση του Κυπριακού λαού, να ενωθεί το νησί με την Ελλάδα.
Το Δημοψήφισμα, που αρνήθηκαν να διεξαγάγουν οι Βρετανοί, ανέλαβε να κάνει η Εθναρχία.
Το 96% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού τάχθηκε υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Λίγους μήνες αργότερα, στις 26 Ιουνίου 1950, πέθανε ο γέροντας αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’.
Ο Κιτίου Μακάριος έβαλε υποψηφιότητα για το αρχιεπισκοπικό αξίωμα με συνυποψήφιο τον επίσκοπο Κυρηνείας, Κυπριανό.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1950, ο Μακάριος εκλέχτηκε παμψηφεί από κληρικούς και λαϊκούς αντιπροσώπους, ως ο νέος Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου, με την προσωνυμία Μακάριος ο Γ’. Η ενθρόνισή του έγινε την ίδια μέρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία.
Σε ηλικία 37 ετών, ήταν ο νεότερος Αρχιεπίσκοπος στην ιστορία της Ελληνικής Εκκλησίας της Κύπρου.
Διάδοχός του εκλέχτηκε λίγο αργότερα ο Άνθιμος Μαχαιριώτης.
Πλέον δεν θα ήταν μόνο ο αρχηγός της Κυπριακής Εκκλησίας, αλλά και ο εθνικός ηγέτης των Ελλήνων του νησιού.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here