Το πρωί της 22ας Ιουλίου 1962, η τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλανς επέστρεφε στο σπίτι της μετά την εμφάνισή της σε νυχτερινό κέντρο του Φαλήρου. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς την οικία της, δέχθηκε επίθεση από δύο άτομα.
Όπως φάνηκε και στη μήνυση που κατέθεσε σε αστυνομικό τμήμα, η καλλιτέχνις γνώριζε τον έναν από τους δύο δράστες.
Η επίθεση
Στις 6:30 ώρα το πρωί η Μπλανς έφυγε από το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» του Φαλήρου και επέστρεφε με το αυτοκίνητό της, στο σπίτι της, στο Χαϊδάρι.
Στην Λεωφόρο Αθηνών κοντά στο ρέμα του Κηφισού, η γυναίκα δέχτηκε επίθεση με «γκανγκστερικό τρόπο» από δύο άνδρες, όπως η ίδια δήλωσε αργότερα στον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Οι δύο άνδρες, Κ.Ε. και Λ. Δ., υπό την απειλή όπλου, γρονθοκόπησαν την Μπλανς στο πρόσωπο και κυρίως στην περιοχή των ματιών.
Η τραγουδίστρια, γεμάτη αίματα και έντρομη δεν μπόρεσε να ζητήσει να βοήθεια, καθώς οι δύο δράστες την απείλησαν ότι θα τη σκότωναν αν φώναζε.
Η «παρακράτηση» και ο κυνισμός του δράστη
Στη συνέχεια, οι δύο άνδρες, «απήγαγαν» την Μπέμπα για δύο ώρες.
Αφού της έδωσαν ένα βρεγμένο πανί να σκουπίσει τα αίματα από το πρόσωπό και τα ρούχα της, την οδήγησαν σε ένα άλλο νυχτερινό κέντρο στην περιοχή του Σκαραμαγκά.
Οι δράστες, πάντα με το όπλο προτεταμένο στην Μπλανς, την επιβίβασαν στο αμάξι και τη «συνόδευσαν» μέχρι το σπίτι της στο Χαϊδάρι, όπου έμενε με την μητέρα της.
Η Μπλανς υποσχέθηκε να μην πει τίποτα στη μητέρα της για τα πραγματικά γεγονότα του βίαιου περιστατικού, μόνο ότι δύο άγνωστοι άνδρες τής επιτέθηκαν.
Την επόμενη ημέρα, ο Κ.Ε έστειλε στο διαμέρισμα της Μπλανς τον γιατρό Χατζηκωνσταντίνου, με σκοπό να περιποιηθεί τα τραύματα της κοπέλας.
Μάλιστα, την επισκέφτηκε και ο ίδιος, δηλώνοντας μπροστά στη μητέρα της, ότι θα «καταβάλει κάθε φιλότιμη προσπάθεια για την ανακάλυψη των δραστών».
«Ήθελε να μου παραμορφώσει το πρόσωπο»
Αυτά ανέφερε η Μπέμπα Μπλανς στη μήνυση που κατέθεσε εναντίον των δραστών.
Στον εισαγγελέα δήλωσε ότι σκοπός των δύο ανδρών ήταν να της προκαλέσουν πληγές και ουλές στο πρόσωπό της, ώστε να μην είναι σε θέση να συνεχίσει να εμφανίζεται σε νυχτερινά κέντρα.
Για την ίδια την επίθεση μάλιστα είπε ότι «μη δυνάμενη να φωνάξω και να επικαλεσθώ την βοήθειαν άλλων ανθρώπων λόγω του φόβου και του τρόμου τον οποίον μου είχε προκαλέσει η θέα του προτεταμένου περιστρόφου και διότι εκ των προτέρων με είχεν απειλήσει ότι θα με φονεύση αν επικαλεσθώ βοήθειαν, υπέφερον αγογγύστως τας άνω κακοιοπήσεις του».
Αυτό που βέβαια δεν ξεκαθάρισε η τραγουδίστρια στον εισαγγελέα ήταν οι σχέσεις που είχε με τον έναν από τους δύο δράστες, τον Κ. Ε. και από που τον είχε γνωρίσει.
Οι υποθέσεις των αστυνομικών
Οι αστυνομικές αρχές μετά τη μήνυση και τη γνωστοποίηση της επίθεσης που δέχθηκε η Μπέμπα Μπλανς, κατέληξαν σε δύο εκδοχές για τον Κ. Ε, που είχαν βέβαια κοινή βάση.
Σύμφωνα με την αστυνομία ο Κ.Ε. ίσως να είχε συνάψει κάποια στιγμή στο παρελθόν ερωτική σχέση με την τραγουδοποιό, αλλά λίγο αργότερα ίσως εκείνη να τον εγκατέλειψε.
Το γεγονός αυτό φαίνεται να δημιούργησε οργή στον δράστη, ο οποίος για να την εκδικηθεί, τής επιτέθηκε με όπλο και γροθιές.
Η άλλη εκδοχή ήθελε τον Κ.Ε να επιθυμεί κάνει ερωμένη του την Μπλανς «με το ζόρι».
Η Μπλανς βέβαια τον απέρριψε και ο πληγωμένος εγωισμός του δράστη τον οδήγησε στη συγκεκριμένη επίθεση.
Η πραγματική αιτία ποτέ δεν αποκαλύφθηκε, ωστόσο την υπόθεση διαχειρίστηκαν οι δικηγόροι της γοητευτικής τραγουδίστριας, Χρ. Ι Χρυσικόπουλος και Γεωργ. Θεοτοκάτος.
Η είδηση της επίθεσης στην Μπλανς κινητοποίησε τον καλλιτεχνικό κόσμο, καθώς παρόμοιες εγκληματικές ενέργειες σημειώνονταν συχνά τις πρώτες πρωινές ώρες έξω από διάφορα κέντρα διασκέδασης.
Ο Τύπος της εποχής και οι υπεύθυνοι των νυχτερινών μαγαζιών, σχολίαζαν ότι αυτές οι επιθέσεις αποτελούν πλέον μία «κοινωνική πληγή».