Πηγή: Βίβα Ρένα, Μάκης Δελαπόρτας, εκδόσεις Άγκυρα
Η Ρένα Βλαχοπούλου απέφευγε τις συνεντεύξεις και τους δημοσιογράφους. Πίστευε πως ό,τι είχε να πει, το έλεγε μέσα από τη δουλειά της ή μέσα στα πλατό. Οι βαρύγδουπες δηλώσεις την ανατρίχιαζαν, όπως έλεγε.
–Τι έχω να πω εγώ τώρα σε έναν δημοσιογράφο; Που θα παίξω; και τι; Θα το δούνε και θα το μάθουνε όλοι όταν συμβεί.
Γι’ αυτό και στα τηλέφωνα πάντα απέφευγε να μιλάει σε δημοσιογράφους, όχι από βεντετισμό αλλά από άποψη. Τη μια άλλαζε τη φωνή της και έκανε ότι ήταν η Φιλιππινέζα της κυρίας Βλαχοπούλου, την άλλη έκανε την κουφή υπηρέτρια και πολλά άλλα τέτοια. Κάποτε όμως ένας δημοσιογράφος την έπαιρνε τηλέφωνο κι επέμενε πολύ.
-Σας παρακαλώ κυρία Βλαχοπούλου, δεν θα σας καθυστερήσω πολύ, δύο τρεις ερωτήσεις θα σας κάνω μόνο και θα φύγω.
-Αν είναι να έρθεις μόνο για δύο ερωτήσεις χρυσέ μου, αμαρτία από τον Θεό, του απάντησε.
Απ’ τα πολλά λοιπόν, η Ρένα δέχτηκε.
-Καλά, να έρθεις αύριο γύρω στις 12 η ώρα γιατί πιο πριν θα έχω δουλειές και θέλω να τελειώσω.
-Εντάξει! Της απάντησε εκείνος ενθουσιασμένος.
Η συνάντηση
Το επόμενο πρωί η Ρένα ξύπνησε νωρίς κι άρχισε τις καθημερινές δουλειές του σπιτιού. Μαγείρεμα, πλύσιμο, ξεσκόνισμα, σφουγγάρισμα. Φόρεσε ένα φακιόλι στα μαλλιά, μια παλιά ρόμπα, ποδιά και σοσόνια με παντόφλες. Δεν ήθελε οικιακές βοηθούς και σπανίως χρησιμοποιούσε πλυντήριο, την μπουγάδα την έκανε με τα χέρια. Πίστευε ότι τα ρούχα καθαρίζουν καλύτερα όταν τα πλένεις στη σκάφη.
Τέλος πάντων εκείνη την ημέρα, αφού είχε τελειώσει όλες τις δουλειές της και της είχε μείνει λίγη ώρα μέχρι να έρθει ο δημοσιογράφος, αποφάσισε να κατέβει κάτω στον δρόμο και να σκουπίσει το πεζοδρόμιο για να είναι καθαρό. Όταν όμως κατέβηκε είδε το δικό της πλακόστρωτο γεμάτο νερά που κυλούσαν από το διπλανό σπίτι. Έξαλλη τότε, άρχισε να φωνάζει:
-Μωρή, ρουφιάνες γιατί δεν κατεβαίνετε να σκουπίσετε τα νερά σας που κοντεύουν να μας πνίξουν. Παλιοβρομιάρες! Είμαι υποχρεωμένη εγώ να σκουπίζω; Αλλά ξέρω εγώ φοβάστε να πιάσετε τη σκούπα στα χέρια σας μη τυχόν σας χαλάσει το μανικιούρ σας.
Απ’ τη μια έψελνε τις γειτόνισσες που κατά πάσα πιθανότητα είχαν κρυφτεί πίσω από τα παράθυρά τους κι από την άλλη σκούπιζε ασταμάτητα το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της. Μοναδικός θεατής αυτής της σκηνής ήταν ο δημοσιογράφος, ο οποίος από την αγωνία του να μην αργήσει είχε πάει νωρίτερα και κάπνιζε το τσιγάρο του. Φυσικά και δεν αναγνώρισε τη Ρένα, η οποία από μακριά έδειχνε σαν μια κυριούλα που σκούπιζε το πεζοδρόμιο. Κάποια στιγμή την πλησίασε και τη ρώτησε:
-Με συγχωρείτε, εδώ μένει η κυρία Βλαχοπούλου;
-Τι τη θέλετε; τον ρώτησε εκείνη.
-Είμαι δημοσιογράφος και με περιμένει.
-Α, είστε ο δημοσιογράφος που περιμένει;
–Ναι, απαντάει εκείνος χωρίς να την έχει αναγνωρίσει ακόμη!
Εκείνη το κατάλαβε και συνέχισε.
–Ελάτε, ακολουθήστε με, θα σας πάω εγώ στην κυρία Βλαχοπούλου. Είμαι η υπηρέτριά της.
-Α, χάρηκα, είπε εκείνος κοιτώντας τη με συμπόνοια, αφού περπατούσε η καημένη κουτσαίνοντας.
Η Ρένα έπαιξε τον ρόλο της υπηρέτριας και έκανε την κουτσή. Χωριάτισσα και κουτσή! Μπροστά πήγαινε εκείνη, από πίσω την ακολουθούσε ο δημοσιογράφος που η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από την αγωνία του που επιτέλους θα έπαιρνε συνέντευξη από τη Βλαχοπούλου.
–Καθίστε εδώ, να ειδοποιήσω την κυρία Ρένα και σε λίγο θα έρθει.
-Ευχαριστώ πολύ, απάντησε εκείνος και κάθισε στο σαλόνι, παρατηρώντας γύρω γύρω τον χώρο. Τις φωτογραφίες, τα έπιπλα, τους πίνακες!
Στο μεταξύ η Ρένα είχε πάει γρήγορα στο δωμάτιό της, πλήθηκε, χτενίστηκε, βάφτηκε και έβαλε ένα ωραίο φόρεμα κι εμφανίστηκε δέκα λεπτά, σαν τη Ρένα Βλαχοπούλου τη σταρ, έτσι όπως εκείνος τουλάχιστον τη γνώριζε.
Η κουβέντα τους ήταν πολύ φιλική κι εγκάρδια κι ο καημένος ο δημοσιογράφος δεν κατάλαβε ποτέ τη φάρσα που του είχε παίξει η Ρένα, που σημειωτέον, τέτοιου είδους έκανε πολλές. Όταν έβρισκε θύματα, σαν κι εκείνον τον δημοσιογράφο που την βρήκε πολύ όμορφη, όπως έγραψε στη συνέντευξη…