Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα υπήρξε η μεγάλη ηρωίδα του ’21. Ήταν από τις λίγες γυναίκες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στον Απελευθερωτικό Αγώνα. 193 χρόνια μετά τον θάνατό της το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας της απένειμε το βαθμό του Υποναυάρχου, τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξεως και το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Ήταν κόρη του Υδραίου πλοίαρχου Σταυριαννού Πινότση και της Σκεύως (Παρασκευής) Κοκκίνη. Γεννήθηκε πάνω στο βρώμικο πάτωμα των φυλακών της Κωνσταντινούπολης, στις 11 Μαϊου 1771. Ο πατέρας της, συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση της Πελοποννήσου, το 1769-1770, κατά την περίοδο των Ορλοφικών.
Μετά το άδοξο τέλος της επανάστασης, ο πλοίαρχος Πινότσης κρύφτηκε, για να αποφύγει τη σύλληψη. Αφού πέρασε ο καιρός, και οι Τούρκοι έπαψαν να τον αναζητούν, αλλά δεν πείραξαν και την οικογένεια του, άρχισε ξανά τις εμπορικές του δραστηριότητες και τα ταξίδια.
Σε ένα από αυτά, την άνοιξη του 1771 βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Εκεί, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον έριξαν στις φυλακές. Τον βασάνισαν επανειλημμένα, για να ομολογήσει την συμμετοχή του στην ανταρσία και από τα φρικτά βασανιστήρια, έπεσε βαριά άρρωστος. Η γυναίκα του Σκεύω, ετοιμόγεννη, αποφάσισε να πάει στην Κωνσταντινούπολη να ελευθερώσει τον άντρα της, αφού πρώτα πούλησε μέρος της περιουσίας της.
Κατόρθωσε να εξασφαλίσει την άδεια να τον επισκέπτεται και να μένει κοντά του. Μέσα στη φυλακή, ένιωσε τους πρώτους πόνους του τοκετού, από την συγκίνηση και την κούραση.
Γέννησε την ηρωίδα, έχοντας για «μαμές», τον συγκρατούμενο του συζύγου της, τον μανιάτη καπετάνιο Παναγιώτη Μούρτζινο, και τον Τούρκο δεσμοφύλακα.
Η νεογέννητη, βαπτίστηκε μέσα στη φυλακή από τον Μούρτζινο, που της έδωσε το όνομα την μητέρας του, Λασκαρίνα.
Μια άλλη εκδοχή της γέννησης της μικρής Λασκαρίνας, ήταν ότι η Σκεύω, συνόδευσε τον σύζυγο της στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη και η Λασκαρίνα γεννήθηκε εκεί πριν από τη σύλληψη του από τους Τούρκους και το θάνατο του.
Μετά το τέλος του γενναίου Σταυριανού Πινότση, μητέρα και κόρη επέστρεψαν στην Ύδρα, όπου τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Στο σπίτι τους, είχαν κάνει κατάληψη οι αδερφές του Σταυριανού.
Οι θείες της Μπουμπουλίνας το διεκδικούσαν, δηλώνοντας ότι ανήκε σε όλη την οικογένεια.
Οι κουνιάδοι της Σκεύως ζητούσαν μεγάλα χρηματικά ποσά από τη χήρα, με την δικαιολογία ότι τα χρωστούσε ο αδικοχαμένος άντρας της. Ο παππούς Κοκκίνης, αν και είχε αδυναμία στην κόρη του Σκέυω, πιέστηκε από το οικογενειακό περιβάλλον να μην την βοηθήσει. Την εποχή εκείνη, δύσκολα μια χήρα μπορούσε να βρει το δίκιο της.
Πικραμένη, αποφάσισε να φύγει από την Ύδρα και να εγκατασταθεί στις γειτονικές Σπέτσες.
Πριν φύγει όμως, έδωσε όρκο να μην ξαναπατήσει το πόδι της εκεί.
Στις Σπέτσες, έμεινε με την μικρή Λασκαρίνα σε ένα χαμόσπιτο στο φρούριο, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας και για να τα βγάλει πέρα, κεντούσε.
Το 1786, η Σκεύω παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο και πρόκριτο του νησιού, Δημήτριο Λαζάρου Ορλώφ.
Από τον δεύτερο γάμο της, απέκτησε 8 ακόμα παιδιά. Έξι γιους και δυο κόρες. Όλοι οι γιοι της διακρίθηκαν για τον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Οι κόρες της, Μάρω και Ελένη καλοπαντρεύτηκαν.
Η μικρή Λασκαρίνα, συμβίωνε αρμονικά με τα ετεροθαλή αδέρφια της, που την είχαν ανακηρύξει αρχηγό τους.
Η Λασκαρίνα, παντρεύτηκε δυο φορές –όπως και η μητέρα της- με σημαντικούς καπεταναίους των Σπετσών, που τους έχασε σε ναυμαχίες στο Αιγαίο.
Οι άντρες της όμως, της άφησαν μεγάλη χρηματική περιουσία, πλοία αλλά και μετοχές σε άλλα μικρότερα σπετσιώτικα.
Περιουσία, που διέθεσε ολοκληρωτικά για τις ανάγκες του Αγώνα.
Το 1788, παντρεύτηκε για πρώτη φορά σε ηλικία 17 ετών, τον Σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτρη Γιάννουζα.
Η τελετή, έγινε στην ίδια εκκλησία όπου παντρεύτηκε η μητέρα της τον Ορλώφ. Με τον Γιάννουζα, απέκτησε 3 παιδιά.
Τον Γιάννο, τον Γιώργο και τη Μαρία. Τα παλικάρια της συμμετείχαν στον Αγώνα του 1821, σε επιχειρήσεις του Άργους ενώ η Μαρία παντρεύτηκε τον γερουσιαστή Νικόλαο Μέξη.
Ο γάμος της κόρης της έγινε όταν η Καπετάνισσα ήταν παντρεμένη με τον δεύτερο σύζυγο της. Ο Μέξης λέγεται πως πήρε αμύθητη προίκα για την εποχή, που έφτανε τα 37.500 τάλιρα.
Το 1797, η Μπουμπουλίνα έμεινε χήρα για πρώτη φορά, αφού ο Γιάννουζας πνίγηκε νότια της Ισπανίας, πάνω σε συμπλοκή με Αλγερινούς πειρατές, του Καραλή πασά της Τρίπολης.
Τα χρόνια περνούσαν και η Καπετάνισσα προσπαθούσε να ξεπεράσει το πένθος της.
Το οικογενειακό της περιβάλλον την πίεζε να ξαναπαντρευτεί επειδή όπως έλεγαν, τα παιδιά της χρειάζονταν πατέρα και μάλιστα πλούσιο.
Τέσσερα χρόνια μετά η Λασκαρίνα, παντρεύτηκε τον Σπετσιώτη πλοίαρχο, Δημήτρη Μπούμπουλη.
Ο Μπούμπουλης, ήταν φίλος του Γιάννουζα και ήθελε από παλιά την Λασκαρίνα. Ο ίδιος, μετά τον γάμο του Γιάννουζα παντρεύτηκε και απέκτησε μια κόρη και δυο γιους.
Η γυναίκα του όμως πέθανε νέα. Ο καπετάνιος έψαχνε μάνα για τα παιδιά του και έτσι η μοίρα του ενώθηκε με της δεύτερης συζύγου του. Η Λασκαρίνα Γιάννουζα, παντρεύτηκε το 1801 σε ηλικία 30 χρόνων τον Μπούμπουλη.
Οι Σπετσιώτες γρήγορα ξέχασαν το «Λασκαρίνα» και υιοθέτησαν το «Μπουμπουλίνα», με το οποίο έμεινε στην ιστορία.
Μαζί του απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Τον Νικόλαο, την Σκεύω και την Ελένη. Τον ίδιο θάνατο με τον πρώτο της άντρα, είχε και ο δεύτερος.
Ο Δημήτρης Μπούμπουλης, σκοτώθηκε στις 10 Μαϊου 1811, σε ναυμαχία.
Στη διαθήκη του, άφησε μεγάλη περιουσία στην σύζυγο του. Τα μετρητά, έφταναν τα 300 χιλιάδες τάλιρα, το σπίτι όπου έμενε η οικογένεια στο κέντρο των Σπετσών.
Στο πλοίο, όταν σκοτώθηκε ο Μπούμπουλης, υπήρχε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που το πλήρωμα παρέδωσε στην Καπετάνισσα.
Εκείνη, για να τιμήσει τη μνήμη του άντρα της, το μοίρασε στους ναύτες.
Σε ηλικία 40 ετών, η Μπουμπουλίνα έμεινε για δεύτερη φορά χήρα με 9 παιδιά. Έπρεπε να παλέψει για την ζωή της.
Ανέβηκε στο καράβι, πήρε μαζί της για «υπαρχηγό» το γιο της Γιάννο Γιάννουζα, και όργωσε τις θάλασσες.
Έχοντας επιχειρηματικό μυαλό, και με τη σωστή διαχείριση κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της.
Έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία και αργότερα ναυπήγησε και τρία δικά της.
Το ένα από αυτά, ήταν το περίφημο «Αγαμέμνων», το πρώτο και μεγαλύτερο πλοίο, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.
Πηγή: «Τα Ερωτικά του ’21», Κυριάκος Σκιαθάς, εκδόσεις Διαπολιτισμός