Αίμα, εκδίκηση και σιωπή, ήταν το τρίπτυχο του παλαιότερου νόμου της μαφίας στην Ιταλία και η τιμωρία για όποιον τον παρέβαινε ήταν ο θάνατος.
Σε περιοχές όπως η Σικελία, όταν κάποιο μέλος της μαφίας έπεφτε στα χέρια των αρχών, ο «ιερός όρκος» δεν καταπατούνταν, ενώ αν συνέβαινε το αντίθετο, το «τέλος» ήταν κάτι περισσότερο από βέβαιο.
Τη δεκαετία του ΄50 η ιταλική μαφία βρισκόταν στο απόγειό της και σε περιοχές όπως η Σικελία και η Καλαβρία, η «τιμή» για τα μέλη θεωρούνταν κάτι το ιερό. Πολλοί από αυτούς που συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, είτε αυτοκτονούσαν είτε κλείνονταν για χρόνια στη φυλακή, καθώς δεν πρόδιδαν τους «οικογενειακούς δεσμούς».
Τον Αύγουστο του 1957 στο χωριό Πισινάτσι της Καλαβρίας, συνελήφθη μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις των αρχών, ο Σεραφίνο Καστάνια, μέλος της μαφίας, η οποία δρούσε κυρίως στη Νότια Καλαβρία.
Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση το γεγονός ότι ο Καστάνια μίλησε για τον «σκοτεινό κόσμο του Νότου», ενώ είχε αποκαλύψει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τις τελετές «ορκωμοσίας» για τα νέα μέλη.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 1957, η εφημερίδα «Εθνος» δημοσίευσε μέρος της συνέντευξης του ιταλού μαφιόζου μετά τη σύλληψή του, όπου μεταξύ άλλων αποκάλυψε ότι υπήρχε έτοιμο σχέδιο για την εξόντωσή του.
«Ξέρω ότι έχουν ορκιστεί να με σκοτώσουν, αλλά δε με νοιάζει. Η δικαιοσύνη θα με τιμωρήσει για ό,τι έχω κάνει, αλλά θα τιμωρήσει και αυτούς…»
Ο Καστάνια δρούσε κυρίως στα φτωχά χωριά της Καλαβρίας, καθώς από εκεί «στρατολογούσαν» νέα μέλη της οργάνωσης και στα οποία υπόσχονταν μια «καλύτερη» ζωή με περισσότερο νόημα.
Ο όρκος
Ένα βράδυ του 1941, ο Σεραφίνο Καστάνια οδηγήθηκε σε μια σκοτεινή καλύβα για να πάρει το «χρίσμα» του μαφιόζου και να ορκιστεί αιώνια πίστη.
Όπως ο ίδιος είχε αποκαλύψει, του έσκισαν το μπράτσο με ένα μαχαίρι και όλοι οι παρευρισκόμενοι ρούφηξαν λίγο από το αίμα του, ενώ ο ίδιος ορκιζόταν.
«Ορκίζομαι στο όνομα των ιστορικών μας προγόνων, των Ισπανών Όσσο, Μαστρόσσο και Καρκανιόσσο, να είμαι πιστός στην τιμημένη εταιρεία μας, να υπακούω στον κώδικά της και να εκτελώ τα καθήκοντα που θα μου αναθέτουν μέχρι τον θάνατό μου.»
Οι πρώτες «δουλειές» που του ανατέθηκαν ήταν σχετικά εύκολες, όπως το κάψιμο ενός αχυρώνα σε παρακείμενο χωριό και κάποιες μικροκλοπές.
Αφού γύρισε από τον πόλεμο το 1944, ο Καστάνια «προήχθη» και του δόθηκε ο τιμητικός τίτλος του αδερφού του αίματος.
Νέος αρχηγός της Καλαβρέζικης μαφίας ήταν ο ξάδερφός του, ο οποίος ανέθεσε στον Σεραφίνο να «βγάλει» από την άκρη έναν σύντροφό του, ο οποίος δεν πλήρωσε κάποιο πρόστιμο που του είχε επιβάλει η οργάνωση.
Ο Καστάνια υπάκουσε στον ανώτερό του, αλλά δεν κατάφερε να τον σκοτώσει, παρά μόνο να τον πληγώσει ελαφρά. Μετά από αυτό συνελήφθη και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση.
Η «προδοσία»
Όταν αποφυλακίστηκε, ο αρχηγός και ο υπαρχηγός τον διέταξαν να δολοφονήσει έναν αστυνομικό, ο οποίος βρισκόταν στα χνάρια της οργάνωσης με τις έρευνές του.
Ο Καστάνια τους ζήτησε να το αναβάλουν για λίγο, ώστε να χαρεί έστω και λίγους μήνες την ελευθερία του μετά τα τέσσερα χρόνια εγκλεισμού.
Η πίεση είχε γίνει αφόρητη και τότε πήρε τη μεγάλη απόφαση να στραφεί εναντίον της Μαφίας και των παλιών του συντρόφων.
Το επόμενο πρωί πήρε το παλιό του πιστόλι και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του αρχηγού του. Αφού άνοιξε τη πόρτα, είδε ότι ο αρχηγός έλειπε και αντί για αυτόν «εκτέλεσε» τη μητέρα του. Δύο γέροι οι οποίοι προσπάθησαν να αντιδράσουν, δέχτηκαν πολλούς πυροβολισμούς στο κεφάλι και πέθαναν ακαριαία. Άλλοι δύο άνθρωποι που βρίσκονταν στο σπίτι θα έπεφταν και αυτοί νεκροί από το όπλο του Σεραφίνο Καστάνια.
Απο τους πέντε που σκότωσε συνολικά, μόνο ο ένας υπήρξε μέλος της μαφίας.
«Ήθελα να εξοντώσω όλους τους εχθρούς μου, αλλά η μοίρα ήταν εναντίον μου. Δε μπορούσα ούτε να φάω, ούτε να πιω, ούτε να κοιμηθώ με τη γυναίκα μου.»
Ο Καστάνια και άλλα δέκα μέλη της οργάνωσης συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια.
Όταν στο δικαστήριο ένας απο τους καταδικασθέντες φώναξε ότι ήταν αθώος, ο Καστάνια σηκώθηκε απο τη θέση του και φώναξε: «Όλοι είμασταν αθώοι όταν βυζάναμε το γάλα της μάνας μας. Τώρα που βυζάξαμε το αίμα της Μαφίας, είμαστε όλοι ένοχοι!»
Διαβάστε επίσης: