Το πρωί της 12ης Μαΐου του 1920, ο νεκροθάφτης του στρατιωτικού νεκροταφείου στην πόλη Μάρνη της Γαλλίας, βρήκε ανοιχτό τον τάφο του στρατιώτη Αντρέ Λεμπέρ. Το φέρετρο ήταν εκεί, αλλά μισάνοιχτο.
Όταν κοίταξε μέσα, είδε πως έλειπε το κεφάλι. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί.
Επρόκειτο για δουλειά των «εμπόρων θανάτου», των ανθρώπων δηλαδή που αναλάμβαναν να βρουν και να ξεθάψουν πτώματα Γάλλων στρατιωτών και να τα στείλουν στον τόπο καταγωγής τους μετά από συναλλαγή βέβαια με τις οικογένειές τους.
Έπρεπε όλα να γίνουν κρυφά, καθώς απαγορευόταν από τη γαλλική κυβέρνηση.
Στην περίπτωση του Αντρέ Λεμπέρ, όλα έδειχναν πως η διαδικασία της εκταφής δεν ολοκληρώθηκε.
Συνήθως όμως η μακάβρια δουλειά κατέληγε με εκταφή και παράνομη μεταφορά της σορού.
Για τρία χρόνια, μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου, οι «έμποροι θανάτου» πλούτιζαν, εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη του κόσμου να θαφτούν σωστά και κοντά στο οικογενειακό νεκροταφείο τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Το φαινόμενο πήρε τεράστιες διαστάσεις κι έχει καταγραφεί με αρνητικό πρόσημο στην ιστορία της Γαλλίας.
Έχουν γυριστεί ντοκιμαντέρ, ενώ η ταινία που έχει βραβευθεί με 5 Σεζάρ, «Ραντεβού Εκεί Ψηλά» του Αλμπέρ Ντιμποντέλ, και προβάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες, έχει βασιστεί στους «εμπόρους του θανάτου» και δείχνει με κινηματογραφικό τρόπο και μυθοπλασία μια ιστορία που είχε σοκάρει την ευρωπαϊκή κοινωνία
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας
«Η Δημοκρατία του Θανάτου»
Στις 11 Νοεμβρίου του 1918, έληξε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο κόσμος πανηγύριζε, πιστεύοντας ότι τα χειρότερα πέρασαν, αλλά η αλήθεια ήταν πως το τέλος του πολέμου έφερε νέα προβλήματα, που κανείς δεν είχε προβλέψει.
Μετά από 1.500 μέρες πολέμου, οι Γάλλοι θρηνούσαν 1.300.000 νεκρούς.
Όπως έγραψε ο Αμερικάνος ιστορικός Τζέι Γουίντερ, «Κάθε οικογένεια πενθούσε. Οι περισσότεροι για κάποιον συγγενή, έναν πατέρα, ένα γιο, έναν αδερφό, ένα σύζυγο. Άλλοι για έναν φίλο, ένα συνάδελφο, έναν εραστή, ένα σύντροφο».
Παρά τον ενθουσιασμό για τη λήξη των εχθροπραξιών, οι πληγές της κοινωνίας ήταν ακόμα ανοιχτές και ο μόνος τρόπος να κλείσουν, ήταν η συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου.
Γι’ αυτό και η σωστή ταφή των νεκρών, κάθε Γαλλικής οικογένειας, ανυψώθηκε σε ένα από τα κρισιμότερα ζητήματα της μεταπολεμικής εποχής.
Για πρώτη φορά μετά τον «Μεγάλο Πόλεμο», υπήρξε μια νέα αντιμετώπιση στους νεκρούς του πολέμου.
Στο παρελθόν, τα ταφικά μνημεία και τα αγάλματα αφορούσαν αποκλειστικά τους υψηλόβαθμους, τους διάσημους, τις μεγάλες προσωπικότητες.
Το 1918 όμως, αποδόθηκε τιμή σε όλους, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Το φαινόμενο ονομάστηκε «δημοκρατία του θανάτου» και σήμανε μία από τις ουσιαστικότερες μεταστροφές του Δυτικού κόσμου προς τη δημοκρατία.
Ωστόσο, η διαδικασία της ταφής αλλά και της ανέγερσης μνημείων συνοδεύτηκε από πλήθος τεχνικών και ηθικών προβλήματων.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, δεν υπήρχαν ούτε ο χρόνος, ούτε η οργάνωση, ούτε τα χρήματα για να γίνουν επίσημες ταφές σε νεκροταφεία.
Πολλοί απ’ τους νεκρούς θάβονταν εκεί που σκοτώθηκαν ή στην κοντινότερη πολεμική βάση, δηλαδή μακριά από το σπίτι και την οικογένειά τους.
Εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί έπρεπε να εκταφιαστούν, να ταυτοποιηθούν και να μεταφερθούν στα χωριά και τις πόλεις απ’ όπου κατάγονταν, μια διαδικασία με πολύ υψηλό κόστος.
Κάθε χώρα αντιμετώπισε διαφορετικά το ζήτημα.
Η Βρετανία απαγόρευσε να επαναπατριστούν τα λείψανα των νεκρών στρατιωτών της, καθώς δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στα έξοδα. Το ίδιο και η Γερμανία. Η Αμερική δέχτηκε, μόνο για τις οικογένειες που έκαναν επίσημη αίτηση.
Για τους Γάλλους ίσχυαν διαφορετικά κριτήρια, αφού οι περισσότερες μάχες είχαν γίνει σε γαλλικό έδαφος, επομένως το ζήτημα που προέκυψε αφορούσε αν θα ταφούν οριστικά σε στρατιωτικά νεκροταφεία ή στα νεκροταφεία των χωριών, απ’ όπου κατάγονταν.
Η κοινή γνώμη είχε διχαστεί, η διαδικασία καθυστερούσε και εν τω μεταξύ, η γαλλική κυβέρνηση είχε απαγορεύσει στις οικογένειες να οργανώσουν οι ίδιες την εκταφή των συγγενών τους.
Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι οι οικογένειες υπάκουσαν.
Οι «έμποροι θανάτου»
Οι τυχοδιώκτες δεν άργησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση προς όφελός τους.
Μετέτρεψαν το πένθος της χώρας σε προσοδοφόρα επιχείρηση.
Σε κάθε χωριό και κωμόπολη της Γαλλίας εμφανίστηκε κι από ένας «έμπορος θανάτου».
Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη, που δεν προσπαθούσαν καν να αποκρύψουν το «επάγγελμά» τους.
Συνεργάζονταν με γραφεία τελετών, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σε όσους πελάτες μπορούσαν να διαθέσουν τα χρήματα.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, το κόστος της εκταφής και μεταφοράς της σορού ξεκινούσε από τα 2 χιλιάδες φράγκα και μπορούσε να φτάσει μέχρι και τις 15 χιλιάδες.
Χρέωναν από 2,5 μέχρι 10 φράγκα ανά χιλιόμετρο που έπρεπε να διανύσουν από το σημείο εκταφής μέχρι την περιοχή που έμενε η οικογένεια του νεκρού.
Ούτε το υψηλό κόστος, ούτε ο φόβος της αστυνομίας σταμάτησε τους συγγενείς των πεσόντων.
Ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν υπέρογκα ποσά, αλλά και να αψηφήσουν την κυβέρνηση.
Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι τοπικές αρχές προσποιούνταν ότι δεν γνώριζαν τι συνέβαινε, καθώς κατανοούσαν την συναισθηματική ανάγκη των γονιών.
Σιγή ιχθύος τηρούσαν και οι συγχωριανοί, οι οποίοι προσπαθούσαν πάντα να δίνουν πολύ γενικές και αόριστες περιγραφές στους αστυνομικούς ή επικαλούνταν απόλυτη άγνοια.
Το ίδιο έκαναν και οι τεχνίτες που κατασκεύαζαν τα φέρετρα, οι οποίοι μπορεί να γνώριζαν ότι θα χρησιμοποιούνταν για παράνομη ταφή, αλλά αρνούνταν να δώσουν τα στοιχεία των πελατών τους στις αρχές:
«Μου ζητούν ένα φέρετρο και το φτιάχνω. Δεν γνωρίζω τους πελάτες μου. Έρχονται από μακριά», δήλωσε ο ξυλουργός Ρεϊμόντ Πικάρντ, η μαρτυρία του οποία εντοπίστηκε σε αρχεία της γαλλικής αστυνομίας.
Σύσσωμη η γαλλική κοινωνία είχε αποδεχτεί ότι η ανάγκη των οικογενειών να φέρουν πίσω και θάψουν τα παιδιά τους ήταν πολύ πιο σημαντική από τις εντολές της κυβέρνησης.
Ακόμα και στις περιοχές όπου υπήρξαν αντιδράσεις για τις παράνομες εκταφές, οι διαμαρτυρίες στρέφονταν όχι κατά των οικογενειών, αλλά κατά των «εμπόρων θανάτου» και των μεθόδων που χρησιμοποιούσαν.
Οι εκταφές γίνονταν βράδυ, χωρίς φως και βιαστικά, με αποτέλεσμα τα πτώματα να κακοποιούνται.
Ξέθαβαν λάθος άτομα, έπαιρναν τον νεκρό και ξεχνούσαν το φέρετρο ή ακόμα και οστά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή του Αντρέ Λεμπέρ, αναγκάζονταν να αφήσουν πίσω την ακέφαλη σορό.
Η σημαντικότερη αιτία των αντιδράσεων όμως, ήταν η ανισότητα, καθώς μόνο οι πλούσιοι είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τους «εμπόρους θανάτου»:
«Αντέχεται αυτή η ανισότητα; Δεν ήταν ίσοι, πλούσιοι και φτωχοί, όταν πέθαιναν στο μέτωπο; Δεν θα έπρεπε τώρα, που το βαθύ πένθος έχει αγγίξει τόσες οικογένειες, να είναι ίσοι και στον θάνατο; Δεν διαμαρτυρόμαστε για τις οικογένειες που έφεραν πίσω τους γιους τους με παράνομα μέσα. Αντιδρούμε όμως στις αρχές που δεν ξέρουν πώς να σταματήσουν αυτή την αδικία».
Η γαλλική κυβέρνηση σύντομα αντιλήφθηκε ότι κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να υπακούσει στον νόμο και την 31η Ιουλίου του 1920, επέτρεψε την ελεύθερη μεταφορά των νεκρών του πολέμου.
Οι «έμποροι θανάτου» αποτελούν ένα απ’ τα βασικά θέματα της νέας ταινίας του Γάλλου σκηνοθέτη Αλμπέρ Ντιμποντέλ, με τίτλο «Ραντεβού Εκεί Ψηλά», που κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες την Πέμπτη, 22 Μαρτίου από την ODEON.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα «Καλή Αντάμωση Εκεί Ψηλά» του Πιερ Λεμέτρ, η ταινία ακολουθεί την πορεία δύο στρατιωτών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και του αδίστακτου διοικητή τους, που πλουτίζει μετά το τέλος του πολέμου ως ένας «έμπορος θανάτου».