Τον Φεβρουάριο του 1994, η πλατεία Συντάγματος μετατράπηκε σε μια μεγάλη πίστα, σχεδόν όμοια με αυτές των νυχτερινών κέντρων. Έλειπαν μόνο τα γκαρσόνια, οι λουλουδούδες και οι μπάρες.
Το κέφι όμως εκτινασσόταν στα ύψη, εξαιτίας των μεγάλων ηχείων που είχαν στηθεί και έπαιζαν τραγούδια, για τους «άστεγους μπαρόβιους και νυχτοπερπατητές» της πόλης.
Έστηναν ένα «επαναστατικό» πάρτι μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, απαιτώντας να διασκεδάζουν μέχρι πρωίας.
Αιτία, ήταν η κοινή υπουργική απόφαση των υπουργών Δημόσιας Τάξης, Στέλιου Παπαθεμελή και Εργασίας, Ευάγγελου Γιαννόπουλου, για τη θέσπιση νέου ωραρίου για τα νυχτερινά κέντρα.
Γνωστός και ως «νόμος Παπαθεμελή», είχε σκοπό να περιορίσει την ηχορύπανση στον αστικό χώρο τις καθημερινές ημέρες. Έτσι, υποχρέωνε αφενός τα μαγαζιά να κλείνουν στις 2 μετά τα μεσάνυχτα και τον κόσμο που είχε βγει να διασκεδάσει, να πάει για… ύπνο.
Ο νόμος υπερψηφίστηκε και τους ελέγχους ανέλαβε η αστυνομία, συνοδευόμενη από κάποια στελέχη του υγειονομικού.
Τα κλιμάκια πήγαιναν σε μπαρ, κλαμπ και μπουζούκια και αν ακουγόταν μουσική μετά τις δύο, τους ζητούσαν να την κλείσουν. Όσοι δεν συμμορφώνονταν, τιμωρούνταν, ενώ οι πελάτες διαμαρτύρονταν, επειδή δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την έξοδό τους.
Η νύχτα της Αθήνας είχε νεκρώσει.
Τα δελτία ειδήσεων καθημερινά φιλοξενούσαν στα παράθυρα ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, εκπροσώπους εργαζομένων και νέους, που διαμαρτύρονταν για την εφαρμογή του νόμου Παπαθεμελή.
Ο Παπαργυρόπουλος, ο Ψωμιάδης και άλλοι επιχειρηματίες κέντρων διασκέδασης, έγιναν καθημερινοί καλεσμένοι των δελτίων.
Ωραίες εποχές, που ο λαός πάλευε για περισσότερο ξενύχτι!
Οι επιχειρηματίες απευθύνονταν όμως και στον Ευάγγελο Γιαννόπουλο, ο οποίος, αν και αρχικά υπερασπίστηκε τον νέο νόμο, δεν άργησε να παραπέμψει τους παραπονούμενους στον συνάδελφό του και να τους κλείσει θετικά το μάτι.
Ο Παπαθεμελής όμως ήταν αμετακίνητος και διατυμπάνιζε ότι παίρνει πολλά συγχαρητήρια από όλη την Ελλάδα.
Ήταν άλλωστε πάντα κοντά στην εκκλησία και οι εν χριστώ αδελφοί και ψηφοφόροι του, ενθουσιάστηκαν με τον νέο νόμο.
Λίγες ημέρες μετά την εφαρμογή του νόμου, η αντίδραση ήρθε από τους ιδιοκτήτες των νυχτερινών κέντρων και τους υπαλλήλους τους. Με τα αυτοκίνητά τους, πήγαν στο Σύνταγμα, έκλεισαν τον δρόμο, έστησαν ηχεία και διασκέδασαν, χορεύοντας μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη.
Παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν social media, τα γλέντια των «άστεγων» ξενύχτηδων μπροστά από τη Βουλή, διαδόθηκαν άμεσα.
Χωρίς να προηγούνται ειδοποιήσεις, ο κόσμος πήγαινε στην πλατεία Συντάγματος όταν έκλειναν τα μαγαζιά και ξεφαντώνοντας διαδήλωνε την αντίθεσή του στον νόμο. Φυσικά, υπήρχε χαβαλές αλλά και αμηχανία, καθώς στην Αθήνα η διασκέδαση ξεκίναγε στις 12 και δύο ώρες ήταν ελάχιστες για όσους είχαν συνηθίσει να βγαίνουν μετά τις έντεκα το βράδυ.
Στα μπουζούκια, το μεγάλο όνομα έβγαινε στη 1:30 και σε μερικά μπαρ οι πόρτες άνοιγαν στις 12.00.
Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και η αντίδραση αναπόφευκτη.
Το τραγούδι που κυριαρχούσε και χορευόταν με πάθος, ήταν το «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή, απόψε το κορμί μου ένας ναύτης αμελεί». Το είχε τραγουδήσει ο Λάκης Λαζόπουλος, κατά τη διάρκεια ενός επεισοδίου των «Δέκα Μικρών Μήτσων» και αποτέλεσε τον «εθνικό ύμνο» των διαμαρτυρόμενων.
Το αλαλούμ κράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα και το τραγούδι του Λαζόπουλου παιζόταν παντού, προειδοποιώντας τους πελάτες ότι «εντός ολίγου το κατάστημα κλείνει». Οι καταστηματάρχες όμως δεν θα το άφηναν να περάσει έτσι, καθώς έβλεπαν τα κέρδη τους να μειώνονται σημαντικά. Οργανώθηκαν με τσιλιαδόρους και έκλειναν έγκαιρα τη μουσική και τις πόρτες, για να δείχνει «κλειστόν».
Τότε καθιερώθηκε και ο «αυτοφωράκιας», δηλαδή κάποιος υπάλληλος του καταστήματος, που αναφερόταν ως υπεύθυνος λειτουργίας. Ήταν αυτός που φορούσε τις χειροπέδες αντί για τον ιδιοκτήτη και περνούσε τριήμερα στο αυτόφωρο.
Στο Κολωνάκι μάλιστα, υπήρχε μπουζουκτσίδικο στο οποίο οι υπεύθυνοι είχαν σκεφτεί το εξής:
Μόλις «έπεφτε σύρμα» για έλεγχο της αστυνομίας, η ορχήστρα σταματούσε να παίζει και όλοι οι μουσικοί κάθονταν σε τραπέζι ως πελάτες.
Οι πόρτες από τη κουζίνα άνοιγαν και ξαφνικά άρχιζαν να βγαίνουν σερβιτόροι με μακαρονάδες.Με γρήγορες κινήσεις ακουμπούσαν τα πιάτα ανάμεσα σε μπουκάλια, παγοθήκες, λουλούδια, σταχτοδοχεία, γυναικεία τσαντάκια και ξηρούς καρπούς, που βρίσκονταν στα τραπέζια των θαμώνων.
Έτρεχαν να σερβίρουν όσους περισσότερους μπορούσαν.
Όταν οι αστυνομικοί έμπαιναν στο «σκυλάδικο», δεν άκουγαν μουσική, έβλεπαν αναμμένα φώτα και από μια λευκή, χωρίς ίχνος σάλτσας και τυριού, μακαρονάδα, μπροστά από κάθε πελάτη.
Και μάλιστα χωρίς μαχαιροπίρουνα. Οι υπεύθυνοι ορκίζονταν ότι το κατάστημα λειτουργούσε ως μεταμεσονύκτιο εστιατόριο.
Ήταν πάντως και μια περίοδος, όπου καταγγέλθηκαν αρκετές «υπόγειες» συναλλαγές μεταξύ ελεγκτών και ελεγχόμενων.
Το μέτρο ίσχυσε για μεγάλο χρονικό διάστημα και σταδιακά ατόνησε.
Ο Στέλιος Παπαθεμελής δεν σταμάτησε ποτέ να το υπερασπίζεται, λέγοντας ότι το έκανε για να βοηθήσει τους ανθρώπους και την κοινωνία. «∆εν πολέµησα τη νύχτα, πολέµησα τους νονούς της νύχτας.
Το γνωστό ως «ωράριο Παπαθεµελή» το 1994, που ορισµένοι το διακωµώδησαν, το πολεµήσαν κυρίως οι νονοί της νύχτας, όχι οι εργαζόµενοι. Είχα πάρει ολόκληρα τσουβάλια από γράµµατα, τηλεγραφήµατα και φαξ ανθρώπων που εργάζονταν τη νύχτα και µε ευχαριστούσαν ευγνωµόνως.
Θυµάµαι έναν δεκάχρονο µαθητή σχολείου, που µου είχε γράψει ότι «η µαµά µου είναι τραγουδίστρια και επιστρέφει το πρωί. Έτσι όταν εγώ φεύγω για το σχολείο, η µαµά µου κοιµάται. Το βράδυ που η µαµά µου είναι στη δουλειά, κοιµάµαι εγώ.
Τώρα η µαµά µου επιστρέφει νωρίς και µπορεί και ξυπνάει το πρωί, µου φτιάχνει το γάλα, µε χαϊδεύει». Αυτά έλεγε ο τότε υπουργός και επέμενε στο δίκαιο της επιλογής του. Ήταν η εποχή που πρωτοεμφανίστηκαν οι «αγανακτισμένοι» της νυχτερινής διασκέδασης και όχι της κρίσης.
Ακούστε το τραγούδι του Λάκη Λαζόπουλου