Το καλοκαίρι του 1974 προβλεπόταν ιδιαίτερα θερμό για την Κύπρο.

Οι σχέσεις του προέδρου Μακαρίου με τη στρατιωτική δικτατορία των Αθηνών είχαν φτάσει σε οριακό επίπεδο. Επιπλέον, οι ολοένα και αυξανόμενες συγκρούσεις μεταξύ μακαριακών και ενωτικών έδιναν την εντύπωση ενός ακήρυχτου εμφύλιου πολέμου.

Στις αρχές Ιουλίου σε σύσκεψη των στρατιωτικών στην Αθήνα αποφασίστηκε η ανατροπή του Μακαρίου. Ως στόχοι ορίστηκαν το Προεδρικό Μέγαρο, οι εγκαταστάσεις του ΡΙΚ και της ΑΤΗΚ (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου), το Αρχηγείο της Αστυνομίας, το Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, το αεροδρόμιο Λευκωσίας και οι αστυνομικοί σταθμοί, στα κρατητήρια των οποίων βρίσκονταν φυλακισμένα μέλη της ΕΟΚΑ Β΄.

Για την προσβολή και κατάληψη των στόχων διατέθηκαν οι 31, 32 και 33 Μοίρες Καταδρομών, τμήμα της ΕΛΔΥΚ, δύο τάγματα πεζικού της Εθνικής Φρουράς, η 23 ΕΜΑ (Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων) και η 21 ΕΑΝ (Επιλαρχία Αναγνωρίσεως).

Επικεφαλής του πραξικοπήματος ορίστηκαν οι ταξίαρχος Μιχάλης Γεωργίτσης, διοικητής της 3ης Ανωτέρας Διοίκησης και ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής της Διοίκησης Καταδρομών. Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς, αντιστράτηγος Γεώργιος Ντενίσης, αντίθετος με τη διενέργεια πραξικοπήματος, απομακρύνθηκε με εύσχημο τρόπο, καθώς κλήθηκε στην Αθήνα για συμμετοχή σε σύσκεψη.

Ελλαδίτης υπαξιωματικός που συμμετείχε στις δυνάμεις ανατροπής του Κύπριου προέδρου, έδωσε σημαντικές πληροφορίες στον γράφοντα: «Μετά από μια σύντομη αναφορά συγκεντρωθήκαμε όλοι στο ΚΨΜ. Εκεί δόθηκε διαταγή να κλείσουν τα παράθυρα… Τότε ήρθε ο υποδιοικητής και μας είπε ότι τα παράθυρα έκλεισαν επειδή θα γινόταν κάποια προβολή. Εν τω μεταξύ έξω υπήρχε μεγάλη κινητικότητα… Απλώς μας απασχολούσε μέχρι να ετοιμαστούν τα άρματα και να επανδρωθούν με έμπιστους στρατιώτες. Βγήκαμε έξω και μας υπέδειξαν σε ποιο άρμα θα πήγαινε ο καθένας…». Στην ερώτησή του για το που πάνε, η απάντηση ήταν «σε άσκηση».

Στις 8.30 της 15ης Ιουλίου το Προεδρικό Μέγαρο κυκλώθηκε από τεθωρακισμένα δύο άρματα μάχης Τ-34 και δυνάμεις καταδρομών.

Το τεθωρακισμένο όχημα του Ελλαδίτη υπαξιωματικού δέχθηκε πυρά από την ταράτσα του μεγάρου. «Μάλιστα δεν ήξερα ότι το κτίριο ήταν το προεδρικό και ρώτησα ένα δεκαεπτάχρονο Κύπριο καταδρομέα εθελοντή που ήταν μαζί μου στο τεθωρακισμένο. Εκείνος αντί απάντησης φώναξε με ενθουσιασμό: «Θα τον φάμε τον π…τον Μούσκο (το κατά κόσμον επώνυμο του Μακαρίου).

Τα δύο άρματα Τ-34 άρχισαν να βάλουν με τα πυροβόλα τους κατά των αμυνόμενων εντός του Μεγάρου. Οι τελευταίοι, εκτός από τα πυρά ελαφρών όπλων, χρησιμοποίησαν και έναν αντιαρματικό εκτοξευτή με τον οποίο κατέστρεψαν ένα θωρακισμένο όχημα. Σκοτώθηκαν οκτώ επιβαίνοντες καταδρομείς. Σχεδόν ταυτόχρονα οι πραξικοπηματίες δέχθηκαν πυρά και από κτίριο απέναντι του Προεδρικού. Η μάχη γενικεύτηκε.

Παρά τη σκληρή αντίσταση, οι καταδρομείς υπερίσχυσαν και κατέλαβαν το Μέγαρο με βαριές απώλειες, καθώς υπήρξαν 21 νεκροί. Όμως ο βασικός αντικειμενικός στόχος, δηλαδή ο Μακάριος, είχε προλάβει να διαφύγει από τη δυτική πλευρά του Μεγάρου.

Οι περισσότερες πηγές κάνουν λόγο για άμεση αντίδραση της σωματοφυλακής του και απομάκρυνσή του από το κτίριο. Κύπριοι καταδρομείς ωστόσο, που αποτελούσαν τμήμα της φρουράς του, υποστήριξαν  ότι ο Μακάριος εγκατέλειψε το Μέγαρο τουλάχιστον 15 λεπτά πριν από την επίθεση των πραξικοπηματιών. Οι ίδιοι δεν είχαν μέσο να τον εμποδίσουν, καθώς, ήδη από την προηγούμενη νύχτα, τους είχαν αφαιρέσει τα όπλα από το Προεδρικό Μέγαρο.

Τελικά, ο πρόεδρος της Κύπρου, μετά από μια περιπετειώδη διαδρομή, έφτασε στην Πάφο. Από τον ραδιοφωνικό σταθμό της πόλης εξήγγειλε το περίφημο διάγγελμα του, με το οποίο καλούσε σε αντίσταση κατά των πραξικοπηματιών.

Το ΡΙΚ, η ΑΤΗΚ και το Αρχηγείο της Αστυνομίας καταλήφθηκαν εύκολα. Παράλληλα λόχος της ΕΛΔΥΚ κατέλαβε το Αεροδρόμιο Λευκωσίας.

Στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο οχυρώθηκαν φανατικοί οπαδοί του Μακαρίου και ισχυρή δύναμη της Προεδρικής Φρουράς. Μετά από πολύωρη μάχη ωστόσο και αυτός ο στόχος υπέκυψε στην πίεση των επιτιθέμενων.

Η 31 Μοίρα Καταδρομών επιτέθηκε με σφοδρότητα στο στρατόπεδο του «Εφεδρικού Σώματος». Επρόκειτο για άριστα εξοπλισμένο παραστρατιωτικό  σώμα, απόλυτα πιστό στον Μακάριο.

Μετά από αιματηρή μάχη οι καταδρομείς επικράτησαν.

Το απόγευμα της 15ης Ιουλίου το πραξικόπημα είχε υπερισχύσει πλήρως στη Λευκωσία. Στη Λεμεσό ωστόσο μονάδες της Εθνικής Φρουράς είχαν εμπλακεί σε σκληρότατο αγώνα με τμήματα του «Εφεδρικού» και Κύπριους αστυνομικούς. Ταυτόχρονα δύναμη 1.800 περίπου μακαριακών κινήθηκε από την Πάφο προς ενίσχυση των μαχόμενων στη Λεμεσό.

Αφού ανέτρεψαν την αντίσταση μελών της ΕΟΚΑ Β΄ στο χωριό Ύψωνας, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Λεμεσού, οι μακαριακές δυνάμεις επιχείρησαν είσοδο στην πόλη. Ακολούθησαν σφοδρές οδομαχίες με άνδρες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΟΚΑ Β΄. Επρόκειτο για την πλέον πολύνεκρη μάχη του πραξικοπήματος με περισσότερους από 50 νεκρούς.

Οι αμυνόμενοι ανάγκασαν τους μακαριακούς να υποχωρήσουν και το επόμενο πρωί κινήθηκαν προς κατάληψη της Πάφου. Ο Μακάριος, υπό την προστασία αποσπάσματος της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, κατέφυγε στη βρετανική βάση Ακρωτηρίου. Από εκεί μέσω Μάλτας, κατέληξε στο Λονδίνο. Η Πάφος κατελήφθη, ενώ από την πρώτη ημέρα του πραξικοπήματος ορκίστηκε πρόεδρος ο παλαιός αγωνιστής της ΕΟΚΑ, Νίκος Σαμψών.

Στη Λάρνακα και την Αμμόχωστο δεν σημειώθηκαν συγκρούσεις. Οι πραξικοπηματίες είχαν υπερισχύσει πλήρως.

Πέρα από την επακόλουθη τουρκική εισβολή το πραξικόπημα άνοιξε βαθιά τραύματα στις σχέσεις Ελλάδας-Κύπρου και κορύφωσε το μίσος μεταξύ μακαριακών και ενωτικών.

Οι περισσότεροι των 400 νεκροί αποδεικνύουν ακριβώς τη σκληρότητα των συγκρούσεων μεταξύ των δύο παρατάξεων.

Τα ούτως ή άλλως θλιβερά αυτά γεγονότα στιγματίστηκαν από πλήθος ωμοτήτων.

Στο νοσοκομείο Λευκωσίας, τραυματισμένοι μακαριακοί, αφέθηκαν να πεθάνουν. Παράλληλα όπου αναγνωρίζονταν μέλη του «Εφεδρικού Σώματος» η τύχη τους ήταν προδιαγεγραμμένη. Οι εν ψυχρώ εκτελέσεις και τα λιντσαρίσματα ήταν στην ημερησία διάταξη.

Από τις φυλακές και τους αστυνομικούς σταθμούς αφέθηκαν ελεύθεροι οι άνδρες της ΕΟΚΑ Β΄. Σχεδόν όλοι είχαν υποστεί σκληρά βασανιστήρια. Τώρα όμως τα θύματα είχαν γίνει θύτες που στράφηκαν με ιδιαίτερο μένος κατά των βασανιστών αστυνομικών και δεσμοφυλάκων.

Αμέσως οι φυλακές και τα κρατητήρια γέμισαν με οπαδούς του ανατραπέντος καθεστώτος. Τουρκική πηγή έκανε λόγο για 1.200 συλληφθέντες αστυνομικούς.

Ανάλογες ακρότητες διαπράχθηκαν και από τη μακαριακή πλευρά.

Στη μάχη του στρατοπέδου του «Εφεδρικού» αιχμαλωτίστηκαν δύο καταδρομείς και εν συνεχεία εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Ίδια τύχη είχε στη Λεμεσό και Ελλαδίτης ταγματάρχης. Στην Αμμόχωστο φιλοκυβερνητικοί συνέλαβαν τον αγωνιστή της ΕΟΚΑ Δημήτρη Παπαδόπουλο. Αφού τον περιέλουσαν με οξύ τον έκαψαν ζωντανό!

Οι ωμότητες αυτές συνέτειναν τα μέγιστα ώστε το χάσμα μεταξύ ενωτικών και οπαδών της ανεξάρτητης Κύπρου να καταστεί αγεφύρωτο.
Έτσι βαθιά διαιρεμένο βρήκε τον κυπριακό λαό ο «Ατίλλας».

Νίκος Γιαννόπουλος,
ιστορικός

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here