Το 1950 οι Άγγλοι αποικιοκράτες προκήρυξαν δημοψήφισμα στην Κύπρο για την πιθανή ένωση της Μεγαλόνησου με την Ελλάδα. Το 95,7% των κατοίκων ψήφισαν υπέρ τις ένωσης, αλλά η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε ποτέ από τους Άγγλους, που φάνηκαν ασυνεπείς στην υπόσχεση τους.
Αρχικά, Έλληνες και Κύπριοι προσέφυγαν στον ΟΗΕ, προσπαθώντας να λύσουν το θέμα διπλωματικά, αλλά δεν υπήρχε καμία εξέλιξη.
Έτσι αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους ιδρύοντας μια αντιστασιακή οργάνωση για να αποτινάξουν τον αγγλικό ζυγό.
Η ένοπλη αντίσταση οργανώθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα, γνωστού και ως «Διγενή», που είχε υπάρξει αρχηγός της αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Χ στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’40.
Ο Γρίβας έφτασε στη Κύπρο το 1954 και σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο ίδρυσε την «Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών», ή αλλιώς ΕΟΚΑ.
Την 1η Απριλίου του 1955, εκρήξεις και προκηρύξεις σήμαναν την αρχή του ένοπλου αγώνα.
Ο Νίκος Γεωργιάδης, γνωστός με το ψευδώνυμο «Σαμψών», ήταν ένας από τους αντιστασιακούς της ΕΟΚΑ και το όνομα του ήταν «θρύλος» για την εποχή.
Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1935 στη Λευκωσία. Εργάστηκε από νεαρή ηλικία ως δημοσιογράφος σε διάφορες εφημερίδες, όπως ο «Φιλελεύθερος», «H Αλήθεια», η «Cyprus Mail» και οι «Times Of Cyprus» και παράλληλα εντάχθηκε στο εκτελεστικό της ΕΟΚΑ καταγράφοντας ιδιαίτερα έντονη δράση κατά τη διάρκεια του 1956.
Είχε το παρατσούκλι «άτρωτος» επειδή έφτασε πολλές φορές κοντά στο θάνατο, αλλά οι σφαίρες ποτέ δεν τον έπληξαν.
Το όνομα του έχει συνδεθεί με τη δημιουργία του λεγομένου «μιλίου του θανάτου», στην οδό Λήδρας στην παλιά πόλη της Λευκωσίας. Εκεί εκτέλεσε τρεις Άγγλους «ανθρωποκυνηγούς», οι οποίοι είχαν σταλεί για να καταστείλουν τη δράση της ΕΟΚΑ και να συλλάβουν τον Γρίβα.
Επίσης μεταξύ άλλων διακρίθηκε για την απελευθέρωση των Αργύρη Καραδήμα και Παναγιώτη Γεωργίου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας στις 15 Αυγούστου του 1956 , για τη συμμετοχή του στην αιματηρή συμπλοκή την 31η Αυγούστου του 1956 στο ίδιο νοσοκομείο που είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη και για την εκτέλεση του λοχαγού Ουίλσον, υπεύθυνου του Βρετανικού Στρατιωτικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.
Η σύλληψη και η απέλαση του Σαμψών
Ο Νίκος Σαμψών συνελήφθη για την δράση στις 30 Ιανουαρίου του 1957, βασανίστηκε φρικτά, του έβγαλαν τα δόντια και τα νύχια και καταδικάστηκε δις εις θάνατον.
Σύντομα όμως η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη και απελάθηκε στις φυλακές της Μ. Βρετανίας για να εκτίσει την ποινή του.
Όταν η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, ο Σαμψών απελάθηκε στην Αθήνα μαζί με άλλους κρατούμενους αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
Ένα χρόνο μετά χορηγήθηκε γενική αμνηστία και το 1960 επέστρεψε στην Κύπρο. Λίγο καιρό μετά την επιστροφή του, ο Σαμψών έγινε εκδότης εφημερίδας «Μάχη».
Από την αρθογραφία του φαινόταν ένθερμος υποστηρικτής του Προέδρου της Κύπρου, αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθώς η εφημερίδα διακρινόταν για τον έντονο αντιβρετανικό, αντιαμερικανικό και αντινατοϊκό ύφος της. Παράλληλα, το 1962 δημιούργησε τη δική του ένοπλη παραστρατιωτική ομάδα έπειτα από έγκριση του Μακαρίου που αποτελούνταν από 60 άνδρες.
Η ομάδα του ανέλαβε να «καθαρίσει» την Ομορφίτα, το προάστιο της Λευκωσίας, που κατοικούνταν κυρίως από Τουρκοκυπρίους και να καταλάβει τις αντίπαλες θέσεις.
H δράση του αποσπάσματος Σαμψών στην Ομορφίτα και η καθοριστική συμβολή του στην έκβαση της μάχης είχε ως αποτέλεσμα την αποθέωσή του ιδίου και των ανδρών του από τον ελλαδικό και κυπριακό Τύπο.
Αντιθέτως, ο Σαμψών εξελίχθηκε σε μισητή προσωπικότητα για τους Τούρκους που του απέδωσαν το προσωνύμιο «ο χασάπης της Ομορφίτας».
Η προδοσία
Η εφημερίδα «Μάχη» μετά το 1967 αρχίζει να υιοθετεί φιλοχουντική στάση και ο Σαμψών αρχίζει να μάχεται τον Μακάριο.
Κατά την περίοδο της δικτατορίας, ο Νίκος Σαμψών ήταν βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον των δημοκρατικών αξιωματικών στην υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Στη δίκη υποστήριξε ότι δεν θυμόταν τι έγραφε στις εφημερίδες που διηύθυνε. Η κατάθεσή του τον έκανε περίγελο της Ευρώπης και τον κατέστησε «ψευδομάρτυρα», καθώς ο συνήγορος υπεράσπισης, Νικηφόρος Μανδηλαράς, τον «ξεμπρόστιασε» με τις συνεχείς ερωτήσεις του.
Επίσης, δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» υποστήριζε τότε ότι ο Σαμψών ήταν όργανο της CIA από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο ίδιος βέβαια σε συνέντευξη που έδωσε το 1974 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι διετέλεσε πράκτορας της CIA.
Το πραξικόπημα
Στις 15 Ιουλίου του 1974, ξέσπασε στην Κύπρο το πραξικόπημα της αθηναϊκής χούντας, το οποίο είχε υποκινήσει ο Δημήτριος Ιωαννίδης, που ανέτρεψε τον Μακάριο. Ο αρχιεπίσκοπος διέφυγε στο εξωτερικό και οι πραξικοπηματίες πρότειναν τον Σαμψών να αναλάβει την προεδρία της Κύπρου.
Η επιλογή δεν ήταν τυχαία, καθώς ο Σαμψών ήταν άνθρωπος της εμπιστοσύνης τους. Είχε αναπτύξει στενές επαφές με στελέχη της Χούντας των Αθηνών, με πράκτορες της ΚΥΠ, αλλά και με Ελλαδίτες αξιωματικούς που υπηρετούσαν στην Κύπρο.
Ο Σαμψών ορκίστηκε την ίδια ημέρα από τον Γεννάδιο και στη συνέχεια προχώρησε σε διάγγελμα προς τον λαό όπου μεταξύ άλλων κατηγορούσε τον Μακάριο, δικαιολογούσε το πραξικόπημα ισχυριζόμενος ότι ο στρατός αναγκάστηκε να επέμβει λόγω εσωτερικών πολιτικών ανωμαλιών, ενώ τόνιζε ότι αναλάμβανε με ιδιαίτερη υπερηφάνεια τα νέα του καθήκοντα και πως στόχος του ήταν η αποκατάσταση του νόμου και της τάξεως.
Ακούστε εδώ το ηχητικό ντοκουμέντο :
Η τουρκική εισβολή
Μετά το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, στην Άγκυρα σήμανε συναγερμός. Οι τουρκικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για την απόβαση στην Κύπρο και την εφαρμογή του σχεδίου «Αττίλας».
Στις 20 Ιουλίου του 1974 ξεκίνησε η τούρκικη εισβολή με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν.
Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων.
Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς ήταν αργοπορημένη, γιατί είδαν την εισβολή ως ευκαιρία για να καταρρεύσει η πραξικοπηματική κυβέρνηση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Σαμψών αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να παραδώσει την προεδρία.
Μετά την παραίτησή του, ο Σαμψών προχώρησε μέσω ραδιοφώνου σε νέο διάγγελμα προς τον κυπριακό λαό όπου αποκάλεσε την τουρκική εισβολή άνανδρη και ισχυρίστηκε πως ανέλαβε την προεδρία, όχι από προσωπική φιλοδοξία, αλλά για να αποτρέψει τον εμφύλιο και να ενώσει ψυχικά τον λαό.
Η σύλληψη, η δίκη και το τέλος
Στις 16 Μαρτίου του 1976 ο Σαμψών συνελήφθη και οδηγήθηκε στο κακουργιοδικείο της Λευκωσίας.
Το δικαστήριο τον έκρινε «ένοχο» για συνεργασία σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και για σφετερισμό του αξιώματος του προέδρου της δημοκρατίας κατά το διάστημα από τις 15 μέχρι και τις 23 Ιουλίου του 1974 και του επιβλήθηκε εικοσαετής ποινή φυλάκισης.
Περίπου τρία χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1979, με διάταγμα του τότε προέδρου της κυπριακής δημοκρατίας, Σπύρου Κυπριανού, πραγματοποιήθηκε προσωρινή αναστολή της ποινής του Σαμψών για λόγους υγείας. Αμέσως τον μετέφεραν σε κλινική στο εξωτερικό για θεραπεία.
Μετά το τέλος της θεραπείας του, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας τον κάλεσε να επιστρέψει στην Κύπρο και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1991, το Ανώτατο Δικαστήριο θα αποφάσισε την αποφυλάκιση του. Μετά την αποφυλάκισή του, επέστρεψε στον δημοσιογραφικό χώρο συνεχίζοντας την έκδοση των εφημερίδων του, που είχε ξεκινήσει από παλαιότερα.
Το 2001 σε ηλικία 66 ετών έχασε την μάχη με τον καρκίνο, αφήνοντας την τελευταία του πνοή.