Γεννημένος το 1860 στην Αυστρία ο νεαρός Γκούσταβ γοητευόταν με κάθε είδος μουσικής. Στα τρία του μαγεύτηκε τόσο από μια στρατιωτική μπάντα ώστε το ‘σκασε από το σπίτι του και ακολούθησε τους στρατιώτες από μακριά μέχρι που κάποιος τον πρόσεξε και τον γύρισε πίσω. Άρχισε μαθήματα πιάνου και οι Εβραίοι γονείς του έπεισαν το ιερέα της περιοχής να τον αφήσει να ψέλνει στην καθολική παιδική χορωδία.
Ο Μάλερ άρχισε να συνθέτει στην εφηβεία του, αλλά αφού αποφοίτησε από το Ωδείο και το Πανεπιστήμιο της Βιέννης κατάλαβε ότι η σύνθεση δεν πλήρωνε το νοίκι. Αποφάσισε να γίνει διευθυντής ορχήστρας.
Ξεκίνησε με μια μικρή ορχήστρα σε ένα δευτεροκλασάτο θέρετρο όπου ανάμεσα στις δουλειές του ήταν να στήνει τα αναλόγια και να μαζεύει τα καθίσματα.
Το 1889 έγινε αρχιμαέστρος στη Βουδαπέστη όπου στην πρεμιέρα του Λόενγκριν, το υποβολείο άρπαξε φωτιά.
Ο Μάλερ συνέχισε να διευθύνει ενώ οι φλόγες τύλιγαν τη σκηνή κι ο καπνός γέμιζε την οροφή. Όταν έφτασε η πυροσβεστική η ορχήστρα σταμάτησε για όσο χρόνο χρειάστηκε να σβήσει η πυρκαγιά κι έπειτα ξανάρχισε από το σημείο όπου είχε διακόψει.
Τα μέλη της ορχήστρας μάλλον θα διασκέδασαν στην πρώτη τους συνάντηση με τον Μάλερ.
Ψηλός και ξινός, φορούσε γυαλιά με κοκάλινο σκελετό που γλιστρούσαν από τη μύτη του μόλις άρχιζε να κουνά τα χέρια.
Οι κινήσεις του ήταν έντονες σε φρενήρες ρυθμούς.
Ένας κριτικός είπε ότι έμοιαζε με γάτα που σφάδαζε. Όμως η όποια διάθεση για γέλιο κοβόταν μόλις άρχιζε η δουλειά. Επέπληττε τους ερμηνευτές για τα πιο ασήμαντα λάθη. Όταν κάρφωνε τους μουσικούς με το κεραυνοβόλο βλέμμα του, παρέλυαν τόσο που δεν μπορούσαν ούτε τα όργανά τους να κρατήσουν. Οι ορχήστρες τον μισούσαν, αλλά έπαιζαν όσο καλύτερα μπορούσαν.
Ο θρίαμβος της καριέρας του Μάλερ ως διευθυντή σημειώθηκε το 1897, όταν ο 37χρονος έγινε διευθυντής στην Όπερα της Βιέννης. Αυτή η προνομιακή θέση όμως είχε τα προβλήματά της: δεν επιτρέπονταν οι Εβραίοι. Ο Μάλερ δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα θρήσκος οπότε προσηλυτίστηκε πρόθυμα στον καθολικισμό, παραμένοντας εξίσου αδιάφορος απέναντι στη νέα του πίστη όσο και στην παλιά
Ο εκκεντρικός συνθέτης που απαγόρευε το βήχα
Το να πηγαίνει κανείς στην όπερα ήταν ένας θαυμάσιος τρόπος να περάσει το βράδυ του στη Βιέννη, μέχρι που εμφανίστηκε ο Γκούσταβ Μάλερ, ο οποίος επέβαλε απόλυτη σιωπή. Ακόμα κι ένας βήχας μπορούσε να προκαλέσει το άγριο βλέμμα του.
Οι ιστορίες για τις εκκεντρικότητες του Μάλερ είναι πολυάριθμες. Η αφηρημάδα του ήταν τέτοια που ανακάτευε το τσάι του με αναμμένο τσιγάρο αντί για κουτάλι και παρέμεινε επί ώρες σε ένα άδειο βαγόνι χωρίς να προσέξει ότι ήταν χωρισμένο από την ατμομηχανή.
Ο γάμος με την Άλμα
Λίγο αφότου ο Μάλερ έφτασε στη Βιέννη συνάντησε μια νεαρή γυναίκα την Άλμα Σίντλερ, σε μια δεξίωση.
Εκθαμβωτική χαριτωμένη και θυελλώδης, η 22χρονη Άλμα ήταν μια εικοσαετία νεότερή του και είχε τη φήμη ότι προσέλκυε λαμπρούς άνδρες.
Το ζευγάρι παντρεύτηκε στις 9 Μαρτίου 1902.
Δεν ήταν εύκολη σχέση –ούτε ο γκρινιάρης, εργασιομανής Μάλερ ούτε η κυκλοθυμική, συναισθηματική Άλμα ήταν ιδανικοί για συμβίωση.
Ο Μάλερ έβαζε πάνω από όλα την καριέρα του, οπότε η Άλμα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις δικές της μουσικές φιλοδοξίες.
Είχε γράψει μερικά τραγούδια αλλά ο Μάλερ επέμενε ότι τα υπήρχε μόνο ένας συνθέτης στην οικογένεια.
Για λίγο καιρό ο γάμος πήγε καλά. Έκαναν δύο κόρες, τη Μαρία το 1902 και την Άννα το 1904. Σύντομα όμως η Άλμα κουράστηκε.
Το να υπηρετεί μια ιδιοφυΐα δεν ήταν τελικά και τόσο ρομαντικό.
Έπειτα υπήρξε ένα τρομερό πλήγμα: η Μαρία έπαθε οστρακιά και διφθερίτιδα και πέθανε. Ήταν τεσσάρων χρόνων.
Σύντομα, οι γιατροί διέγνωσαν στον Μάλερ καρδιακή πάθηση. Παραιτήθηκε από την Όπερα της Βιέννης τον επόμενο χρόνο.
Η απόφασή του επηρεάστηκε από όσα είχαν συμβεί αλλά κυρίως από μια προσφορά της Μετροπόλιταν Όπερας της Νέας Υόρκης για να αναλάβει τη διεύθυνση.
Επιστρέφοντας στην Αυστρία το καλοκαίρι του 1910 ο Μάλερ απομονώθηκε σε ένα ορεινό καταφύγιο για να συνθέσει ενώ Άλμα πήγε σε μία πολυτελή λουτρόπολη. Εκεί γνώρισε τον φερέλπιδα αρχιτέκτονα Βάλτερ Γκρόπιους και οι δυο τους ξεκίνησαν μια παθιασμένη σχέση.
Η Άλμα επέστρεψε στον άνδρα της αλλά ο Γκρόπιους έστειλε «κατά λάθος» στον Μάλερ ένα γράμμα που απευθυνόταν στην Άλμα κι έτσι όλα αποκαλύφθηκαν. Αντί να απολογηθεί, η Άλμα τα έβαλε με τον Μάλερ κατηγορώντας τον ότι καταπίεζε το ταλέντο της κι αγνοούσε τις ανάγκες της.
Ο Μάλερ βυθίστηκε στην απελπισία. Της έγραφε παρακάλια, έκλαιγε όλη νύχτα έξω από την πόρτα της και γέμιζε το σπίτι με τριαντάφυλλα. Μέχρι που ξέθαψε τα τραγούδια της κι επέμεινε να τα εκδώσει. Η Άλμα ενέδωσε ή τουλάχιστον αυτό υποκρίθηκε. Έφυγε μαζί του τον Οκτώβριο για τη Νέα Υόρκη.
Τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου ένας πονόλαιμος που ταλαιπωρούσε καιρό τον Μάλερ παρουσίασε έξαρση κι ο συνθέτης ανέβασε πολύ υψηλό πυρετό. Οι γιατροί βρήκαν ότι έπασχε από βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, μια λοίμωξη τω καρδιακών βαλβίδων.
Πριν από την εμφάνιση των αντιβιοτικών, δεν υπήρχε θεραπεία. Επέστρεψε με την Άλμα στην Ευρώπη για να δοκιμάσει έναν πειραματικό ορό στο Παρίσι.
Ο Μάλερ πέθανε στη Βιέννη στις 18 Μαΐου 1911.
ΠΗΓΗ: «Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών» από τις εκδόσεις «ΑΙΩΡΑ»