«Κανένας δεν ζωγράφιζε μάτια όπως ο Ελ Γκρέκο και κανείς δεν μπορεί να σχεδιάσει μάτια όπως ο Ουόλτερ Κιν». Με αυτά τα λόγια διαφήμιζε το ταλέντο του ο Κιν τη δεκαετία του ΄60, όταν εκτοξεύτηκε η δημοτικότητα των πινάκων ζωγραφικής με τα αδύνατα παιδιά και τα τεράστια μελαγχολικά μάτια.
Μόνο που δημιουργός των πινάκων ήταν η σύζυγος του Κιν. Η Μάργκαρετ εργαζόταν ως «σκλάβα» στην έπαυλη του ζεύγους, όσο ο Ουόλτερ ξόδευε όλα τα χρήματα από τις ζωγραφιές σε αλκοόλ και γυναίκες. Η δικαίωση της Κιν ήρθε 30 χρόνια αργότερα, όταν το δικαστήριο, με έναν πρωτότυπο τρόπο, ζήτησε από τους Κιν να αποδείξουν ποιος ήταν ο πραγματικός ζωγράφος.
Η πρώτη συνάντηση
Η Μάργκαρετ και ο Ουόλτερ Κιν γνωρίστηκαν τη δεκαετία του 1950 σε ένα υπαίθριο πανηγύρι στο Σαν Φανσίσκο. Και οι δύο πουλούσαν πίνακες ζωγραφικής.
Η Μάργκαρετ μαγεύτηκε από το ταλέντο του Ουόλτερ, ο οποίος ζωγράφιζε αδύνατα παιδιά με τεράστια θλιμμένα μάτια.
Πηγή έμπνευσής του ήταν τα φτωχά ανήλικα αγόρια και κορίτσια της μεταπολεμικής Γερμανίας, τα οποία για να επιβιώσουν έψαχναν τροφή στα σκουπίδια.
«Λατρεύω τους πίνακές σου. Είσαι ο καλύτερος καλλιτέχνης που έχω δει. Και ταυτόχρονα ο πιο όμορφος», είπε η Μάργκαρετ στον Κιν.
Το 1955 παντρεύτηκαν και για δύο χρόνια το ζευγάρι ζούσε με τα χρήματα από τους πίνακες που πουλούσε ο Κιν στους θαμώνες του αγαπημένου του μπαρ «The Hungry i.»
Αυτή ήταν η εκδοχή του Ουόλτερ Κιν, όπως την περιέγραψε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «The World of Keane», το 1983. Η αλήθεια όμως είναι κάπως διαφορετική.
Το ζευγάρι όντως παντρεύτηκε και ζούσε από τους πίνακες ζωγραφικής με τη διαφορά ότι ο δημιουργός τους ήταν η Μάργκαρετ.
Εκείνη ήταν που πουλούσε στο πανηγύρι τους πίνακες με τα μεγάλα μάτια, ενώ ο Ουόλτερ πουλούσε πίνακες με στιγμές από την καθημερινότητα του Παρισιού.
Ένα βράδυ, αποφάσισε να πάει μαζί με τον Κιν στο αγαπημένο του μπαρ. Όσο ο Κιν έδειχνε τους πίνακες, ένας πελάτης την πλησίασε και τη ρώτησε αν ζωγραφίζει κι εκείνη.
Τότε, σοκαρισμένη συνειδητοποίησε ότι ο σύζυγός της εκμεταλλεύτηκε το ταλέντο της και καρπώθηκε την επιτυχία της.
Οι ατέλειωτες ώρες εργασίας και η παράταση της απάτης
Οργισμένη η Μάργκαρετ αντιμετώπισε τον Ουόλτερ για το ψέμα που είχε δημιουργήσει. Αυτός τα παραδέχτηκε όλα, αλλά κατάφερε να την πείσει να συνεχίσει να ζωγραφίζει και εκείνος να λέει ότι οι πίνακές ήταν δικοί του.
Με επιχειρήματα ότι έτσι ήταν «καλύτερα», πως οι αγοραστές ήδη πίστευαν ότι αυτός ήταν ο δημιουργός και ταυτίζονταν μαζί του και ότι αν γινόταν γνωστή η αλήθεια, μπορεί να αντιμετώπιζαν μέχρι και μηνύσεις, η Μάργκαρετ συμφώνησε.
Ταυτόχρονα, ο Ουόλτερ της ζήτησε να του μάθει να ζωγραφίζει, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
«Ήταν μια εποχή που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά από το να ακούν τους άνδρες τους. Δεν επαναστατούσαν έτσι απλά. Άλλωστε, σε γοήτευε με κάθε του λέξη. Δεν μπορούσες να του αντισταθείς», δήλωσε πολύ αργότερα η Μάργκαρετ.
Η δεκαετία του 1960 αποδείχτηκε χρυσοφόρα. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια διασημοτήτων υπήρχε ένας πίνακας του Κιν.
Τα παιδικά και τα γυναικεία πορτραίτα με τα μεγάλα μάτια έγιναν ανάρπαστα, ενώ για να τα αποκτήσει κάποιος, έπρεπε να δώσει περισσότερα από 50 χιλιάδες δολάρια.
Όσοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα, συμβιβάζονταν με μια αφίσα και μικρά σουβενίρ.
Όλο αυτό το διάστημα η Μάργκαρετ ζούσε στη σκιά του Ουόλτερ, ο οποίος έπαιρνε όλη τη φήμη και τα εύσημα για τη δική της δουλειά.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν το ζευγάρι μετακόμισε σε μια τεράστια έπαυλη. Η Μάργκαρετ ήταν κλειδωμένη σε ένα δωμάτιο και δούλευε καθημερινά πάνω από 16 ώρες.
Κανείς δεν ήξερε το μυστικό της πέρα από τον Κιν. Ο Ουόλτερ ξόδευε σχεδόν όλα τα χρήματα σε ποτά και σε γυναίκες, όσο η Μάρκαρετ ζωγράφιζε για εκείνον.
Όταν έλειπε από το σπίτι, την έπαιρνε τηλέφωνο σχεδόν κάθε μία ώρα για να βεβαιωθεί ότι δεν έχει σταματήσει τη δουλειά και φυσικά δεν έχει αποκαλύψει τίποτα στο προσωπικό που εργαζόταν στην έπαυλή τους. Υπήρχαν, μάλιστα φορές που δεν χρησιμοποιούσε τη γοητεία του, αλλά απειλές ότι θα τη σκότωνε αν σταματούσε και έλεγε την αλήθεια.
Ο χωρισμός και το τεστ των δικαστών
Ο γάμος της Μάργκαρετ με τον Ουόλτερ κράτησε δέκα χρόνια. Το παράδοξο ήταν ότι μετά το διαζύγιο η Μάργκαρετ συνέχισε να παρέχει υλικό στον Κιν.
Ζωγράφισε περίπου τριάντα πίνακες με τα χαρακτηριστικά τεράστια μελαγχολικά μάτια, ώσπου ενημέρωσε τον Κιν πως «τέρμα πια με τα ψέματα. Από εδώ και πέρα, θα λέω μόνο τη αλήθεια«.
Κι έτσι έγινε. Το 1970, η Μάργκαρετ Κιν αποκάλυψε την αλήθεια κατά τη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής.
«Ήθελε να μάθει να σχεδιάζει. Και προσπάθησα να τον διδάξω όταν ήταν σπίτι, πράγμα πολύ σπάνιο. Ούτε αυτό δεν μπορούσε να μάθει», ανέφερε μεταξύ άλλων η Μάργκαρετ.
Ο Κιν αρνήθηκε τα πάντα και πέρασε στην αντεπίθεση. Επέμεινε ότι οι πίνακες ήταν δικά του δημιουργήματα και χαρακτήρισε την πρώην σύζυγό του «αλκοολική, σεξομανή, και ψυχοπαθή».
Η Μάργκαρετ μετακόμισε μαζί με την κόρη της, που είχε αποκτήσει από τον πρώτο της γάμο στη Χονολουλού της Χαβάης και το 1986 αποφάσισε να κινηθεί νομικά του Ουόλτερ.
Η δίκη κάποια στιγμή έπρεπε να ολοκληρωθεί, ωστόσο ο δικαστής δεν μπορούσε να βγάλει μία απόφαση. Έτσι πρότεινε κάτι πρωτότυπο.
Έδωσε στη Μάρκαρετ και στον Ουόλτερ υλικά ζωγραφικής και μια ώρα περιθώριο να σχεδιάσουν μια εικόνα.
Η Μάργκαρετ μέσα σε 53 λεπτά ζωγράφισε ένα πορτραίτο μικρού παιδιού με τα χαρακτηριστικά μεγάλα μάτια. Ο Ουόλτερ προφασίστηκε πόνο στον ώμο και δεν σχεδίασε τίποτα.
Αναμενόμενα, έχασε τη δίκη. Το δικαστήριο όρισε ως αποζημίωση στη Μάρκαρετ τέσσερα εκατομμύρια δολάρια. Δεν πήρε τίποτα, καθώς ο Ουόλτερ είχε ξοδέψει όλη την περιουσία, η οποία υπολογίζεται πως ξεπερνούσε τα 17 εκατομμύρια.
Ο Ουόλτερ Κιν πέθανε το 2000, χωρίς ποτέ να ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα ακλοολισμού.
Η Μάργαρετ Κιν έζησε 25 χρόνια στη Χαβάη και πλέον μένει μόνιμα στην Καλιφόρνια.
Το 2014 προβλήθηκε η ταινία «Μεγάλα Μάτια» του Τιμ Μπάρτον, με την Έιμι Άνταμς στο ρόλο της Μάργκαρετ και τον Κρίστοφ Βαλτς ως Ουόλτερ Κιν. Είχε τρεις υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες και η Άνταμς έλαβε βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου.