Τη δεκαετία του ’50 ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ήδη καταξιωμένος συγγραφέας με παγκόσμια αναγνώριση. Το 1955 όμως, πολεμήθηκε σκληρά από την εκκλησία, η οποία έφτασε στο σημείο να ζητήσει ακόμα και τον αφορισμό του.
Τα έργα του «ο Τελευταίος Πειρασμός», «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και «Καπετάν Μιχάλης», έγιναν αφορμή ώστε η ιερά σύνοδος με έγγραφό της, να ζητήσει από την κυβέρνηση την απαγόρευσή τους.
Ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος και τα έργα του θεωρήθηκαν προσβολή για τα χρηστά ήθη.
Στον «τελευταίο πειρασμό» ο συγγραφέας παρουσίαζε τον Χριστό με ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ στο έργο του «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έδειχνε τις αμαρτωλές αδυναμίες των ιερέων.
Ο «Καπετάν Μιχάλης» χαρακτηρίστηκε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν έργον», που εξευτελίζει τα ιερά και τα όσια του έθνους καθώς και τον αγώνα του κρητικού λαού.
Ο συγγραφέας είχε αντίθετη άποψη: «προσπάθησα να εξαίρω όσο μπορούσα τους αγώνες της Κρήτης για την ελευθερία και συνάμα την ηρωική και μαρτυρική συμμετοχή της εκκλησίας στους αγώνες αυτούς κι όμως βρέθηκαν συνειδήσεις που κατασυκοφάντησαν το βιβλίο αυτό, ως ενάντιο της θρησκείας και της πατρίδας».
Πολλοί υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας δεν πολεμήθηκε για το περιεχόμενο των βιβλίων του, αλλά για τα φιλοκομμουνιστικά του φρονήματα. Και αυτό γιατί ο Καζαντζάκης κατά τη δεκαετία του ’20 είχε κάνει πολλά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και παρουσίαζε με θετικό τρόπο τις κομμουνιστικές αλλαγές. Έτσι αρκετοί θεώρησαν πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της επίθεσης και ότι η προσβολή των θρησκευτικών ηθών, ήταν πρόσχημα.
Οι αντιδράσεις της εκκλησίας δίχασαν την κοινή γνώμη. Πολλοί πίστεψαν ότι όντως ο συγγραφέας δεν έδειχνε σεβασμό στα «Θεία», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι τα έργα του ήταν συγγραφικά αριστουργήματα, που δεν είχαν καμία πρόθεση να προσβάλουν την εκκλησία.
Πολλά θρησκευτικά σωματεία υποστήριζαν ότι ο Καζαντζάκης με τα έργα του «θέλει να κάμη τους αναγνώστας του να ζουν ζωή πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων.
Ο συγγραφέας με επιστολή απάντησε δημόσια στις απειλές της εκκλησίας ότι θα τον αφορίσει:
«Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Οι αντιδράσεις στις απαιτήσεις της εκκλησίας
Το αίτημα της εκκλησίας για αφορισμό του Καζαντζάκη προκάλεσε αντιδράσεις στον πολιτικό, αλλά και συγγραφικό κόσμο.
Ο νεαρός τότε βουλευτής Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επέκρινε την «επιχειρούμενη δίωξη του πνεύματος».
Ο δήμος Αθηναίων ζήτησε την αποτροπή οποιασδήποτε δίωξης των έργων του συγγραφέα, ενώ οι δημοτικοί σύμβουλοι Θεσσαλονίκης χαρακτήρισαν την απαγόρευση «πλήγμα για τον πολιτισμό».
Το θέμα πέρασε και στον Τύπο της εποχής και οι εφημερίδες μεγέθυναν την κόντρα. Ο συγγραφέας τήρησε διακριτική στάση και απέφευγε να πάρει θέση. Η στάση του ενδεχομένως να υποδηλώνει και την πικρία του για αυτή την ακραία αντιμετώπιση.
Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας «έσωσε» τον συγγραφέα και την εκκλησία
Το ζήτημα του αφορισμού του Καζαντζάκη έφτασε στην Ιερά Σύνοδο, όπου αποφασίστηκε από την πλειοψηφία ότι η εκκλησία δεν θα έπρεπε να παρέμβει επίσημα και ότι το θέμα θα εξετάζονταν από το Μητροπολίτη Κασσανδρείας Καλλίνικο και από δύο καθηγητές της Θεολογικής Σχολής.
Ο Μητροπολίτης, φοβούμενος τις αντιδράσεις, αποφάσισε ότι δεν ήταν σωστό να κατηγορηθεί ο συγγραφέας σαν άπιστος, αλλά ότι καλό θα ήταν να μην κυκλοφορήσει το βιβλίο του «ο Τελευταίος Πειρασμός» γιατί μπορεί οι αναγνώστες να μην καταλάβαιναν τους συμβολισμούς του και να το παρεξηγήσουν.
Η εκκλησία περιορίστηκε στο να αποτρέπει τους αναγνώστες να διαβάζουν τα βιβλία του Καζαντζάκη και το θέμα παραπέμφθηκε στο Πατριαρχείο. Ο τότε πατριάρχης Αθηναγόρας, όμως, δεν ενέκρινε τον αφορισμό του συγγραφέα και το ζήτημα έκλεισε.
Ο ρόλος της Φρειδερίκης
Υπάρχει και η άποψη ότι η εκκλησία δεν αφόρισε τελικά τον Καζαντζάκη γιατί επηρεάστηκε από μια φωτογραφία του με τη βασίλισσα Φρειδερίκη, που τότε ασκούσε σκληρό έλεγχο στα πάντα.
Οι δυο τους είχαν βρεθεί στη Γαλλία, στο παλάτι της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη, όπου ο Καζαντζάκης είχε αφιερώσει το βιβλίο του «ο Τελευταίος Πειρασμός» στη βασίλισσα.
Κάποιοι υποστήριξαν ότι η Φρειδερίκη παρενέβη προσωπικά για τον αφορισμό του Καζαντζάκη «μαλακώνοντας» τη στάση της εκκλησίας.
Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές δεν είναι επιβεβαιωμένες.
Ανεπιθύμητος ακόμα και νεκρός
Παρόλο που ο συγγραφέας είχε γλιτώσει τον αφορισμό, το στίγμα του άπιστου και ιερόσυλου, τον συνόδευε ακόμα και μετά τον θάνατό του.
Χτυπημένος από λευχαιμία, ο Νίκος Καζαντζάκης, άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στη Γερμανία, όπου νοσηλευόταν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν έδωσε την άδεια να τεθεί η σορός του συγγραφέα σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα σκληρός Μητροπολίτης Φλώρινας Καντιώτης, έκανε γνωστή την πρόθεση του να κατέβει στην Κρήτη και να εμποδίσει τη νεκρώσιμη ακολουθία.
Τελικά την κρίσιμη ώρα δεν υπήρχε ιερέας για να τελέσει τη λειτουργία.
Την τελευταία στιγμή, οι απειλές των αγριεμένων Κρητικών, αλλά και η παρουσία του τότε υπουργού παιδείας Αχιλλέα Γεροκοστόπουλου, που έχαιρε εκτίμησης ανάγκασαν τον Αρχιεπίσκοπο να στείλει έναν εκπρόσωπο της εκκλησίας, ώστε να γίνει κανονικά η ταφή του συγγραφέα.
Στον τάφο του χαράχτηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου του 1883. Το έργο του έχει αναγνωρισθεί παγκοσμίως τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατό του.