Το 1919 οι κομμουνιστές εγκαθίδρυσαν βίαια στο Μόναχο «σοβιετική δημοκρατία».
Το όνειρό τους κράτησε μόνο 27 ημέρες πριν πνιγεί σε ποταμούς αίματος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα ήταν η σειρά του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών να δοκιμάσουν την ανατροπή της «σάπιας δημοκρατίας». Σκοπός του Χίτλερ ήταν η σύλληψη της βαυαρικής κυβέρνησης.
Στη συνέχεια ο ίδιος και οι οπαδοί του θα βάδιζαν προς το Βερολίνο, ώστε να ανατρέψουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Ως πρότυπό του είχε την Πορεία προς τη Ρώμη, του πολιτικού του ινδάλματος Μπενίτο Μουσολίνι.
Στις 8 Νοεμβρίου 1923 οι εθνικοσοσιαλιστές βρήκαν τη μεγάλη ευκαιρία για την εφαρμογή του σχεδίου τους.
Στην μπυραρία «Löwenbräukeller» του Μονάχου είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιχειρηματίες και σχεδόν σύσσωμη η βαυαρική κυβέρνηση, προκειμένου να παρακολουθήσουν την ομιλία του επικεφαλής της, Γκούσταφ φον Κάρ.
Στις 8.30 το βράδυ οι εθνικοσοσιαλιστές περικύκλωσαν την μπυραρία.
Ο Χίτλερ εισήλθε σ’ αυτή ένοπλος, διέκοψε την ομιλία και κήρυξε την έναρξη της «εθνικής επανάστασης».
Παράλληλα ανέφερε ότι όλα τα στρατηγικά σημεία της πόλης ήταν στα χέρια των οπαδών του.
Φυσικά έλεγε ψέματα, αλλά αυτό δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν οι εμβρόντητοι παρευρισκόμενοι.
Στο μεταξύ, ο αρχηγός των ταγμάτων εφόδου, Ερνστ Ρεμ, κατέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού.
Οι υπόλοιπες ομάδες κρούσης όμως απέτυχαν να καταλάβουν τους στρατώνες της Αστυνομίας και του Στρατού.
Αυτό όμως δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Ο σχεδιασμός του πραξικοπήματος είχε μια ακατανόητη παράλειψη: δεν προέβλεπε την κατάληψη των ραδιοφωνικών και τηλεγραφικών σταθμών!
Ως αποτέλεσμα το Βερολίνο πληροφορήθηκε τα συμβάντα και ετοίμασε την αντίδρασή του.
Την επομένη, 3.000 ένοπλοι εθνικοσοσιαλιστές, με επικεφαλής τον Χίτλερ, παρέλασαν στους δρόμους της πόλης με σκοπό τη συνένωση με τον Ρεμ.
Στην πλατεία Οντεόν όμως τους έφραξε τον δρόμο η αστυνομία. Ξέσπασε μια σύντομη αλλά σκληρή συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας 16 πραξικοπηματίες έχασαν τη ζωή τους, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή.
Ο Χίτλερ σώθηκε, ως εκ θαύματος, χάρη στην αυτοθυσία του σωματοφύλακά του, Ούρλιχ Γκράφ.
Συνελήφθη ωστόσο και δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Ο κατηγορούμενος μετέτρεψε τη δίκη σε πολιτικό μανιφέστο και την πιθανή θανατική καταδίκη του σε κάθειρξη πέντε ετών. Τελικά εξέτισε μόνο οκτώ μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων, έγραψε το «ευαγγέλιο» του κόμματος, τον «Αγώνα μου».
Η γερμανική δημοκρατία είχε χάσει μοναδική ευκαιρία να τελειώσει με το «φαινόμενο Χίτλερ» εν τη γενέσει του.
Δέκα χρόνια αργότερα (Ιανουάριος 1933) το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανών Εργατών αναρριχήθηκε στην εξουσία.
Ότι δεν κατάφεραν οι σφαίρες των πραξικοπηματιών, το πέτυχαν οι ψήφοι της δημοκρατίας.
Νίκος Γιαννόπουλος, Ιστορικός