Στις 31 Ιανουαρίου 1949, ο Πάνος Αλεξάς στήθηκε μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα του Ελληνικού Στρατού και πλήρωσε με τη ζωή του τη συμμετοχή του στο αντάρτικο.
Γιος του Κώστα Αλεξά και της Δήμητρας Αγγελοπούλου-Βρέττα, ο νεαρός ήταν ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως τυροκόμος στο χωριό Λεσίνι.
Η γερμανική επίθεση του 1941 και η Κατοχή τον ώθησαν στην απόφαση να οργανωθεί στο ΕΑΜ και να ανηφορίσει στο βουνό με το τμήμα Επαμεινώνδα. Έφτασε μέχρι τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στον ΕΛΑΣ και έγινε μέλος του Γραφείου της Επιτροπής Πόλης Αγρινίου του ΚΚΕ.
Ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Παναιτωλικού, Βασίλη Σταρακά αναφέρει για αυτόν στο βιβλίο του:
«Ο Βασίλης Μήτσου ή «Μαγυάρος» αφηγήθηκε ότι το 1944 ο Πάνος Αλεξάς ήταν κρατούμενος στις Αμυγδαλούλες του Μεσολογγίου. Αγνός αγωνιστής και ιδεολόγος. Παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1949, όταν και εκτελέστηκε στην Αγριλιά Μεσολογγίου».
Ο Μήτσου επισκεπτόταν πολύ συχνά τις φυλακές με τη μητέρα του, καθώς συγκρατούμενος του Αλεξά ήταν ο κατά 10 χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του Γιώργος. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά και στο βιβλίο: «αμφότεροι πολέμησαν τον κατακτητή για μια ελεύθερη πατρίδα κι εκτελέστηκαν απ’ αυτούς που έκαναν αντίσταση από τους καναπέδες».
Ο Αλεξάς πριν εκτελεστεί έγραψε δύο γράμματα. Το ένα απευθυνόταν στους γονείς του και το δεύτερο στους υπόλοιπους συγγενείς.
«Σεβαστοί μου γονείς,
Ίσως και χωρίς αμφιβολία μετά από λίγες ώρες θα βρίσκομαι μπροστά στο απόσπασμα και μια που ξέρω από υποχρεώσεις τόσες όσες….. είμαι υποχρεωμένος προτού πέσω να σας πω την καρδιά μου.
Στον αγώνα που μπήκα, μπήκα χωρίς να ξέρω που πηγαίνω, όμως τον καιρό που κρατούσα το τουφέκι πείστηκα ότι ο αγώνας είναι τίμιος και γι’ αυτόν πεθαίνω.
Κάνοντας απολογισμό της όλης ζωής που έζησα βλέπω ότι κανέναν δεν πείραξα και κανένα κακό δεν έκανα γι’ αυτό κι αν ζούσα τον ίδιο δρόμο θα ακολουθούσα.
Δεν θέλω να λυπηθείτε για τον άδικο σκοτωμό μου.
Σας ζητώ να συνεχίσετε τον αγώνα που εγώ άφησα μεσοστρατίς.
Ζήτω το ΚΚΕ.
Σας φιλώ για τελευταία φορά.
Πάνος»
Στη δεύτερη επιστολή γράφει:
«Πολυαγαπημένοι μου θείοι, θείες, ξαδέλφια και ξαδελφάδες, Μέσα από το κελί του θανάτου και λίγες ώρες προτού φτάσω στο απόσπασμα του θανάτου θα σας πω λίγα λόγια.
Σε όλους σας έχει επικρατήσει η γνώμη ότι, ό,τι έκανα το έκανα γιατί δεν με πίεσαν οι γονείς μου. Όχι.
Πεθαίνω μόνο και μόνο γιατί έτσι εγώ νόμιζα πως ήταν σωστό.
Από σας που πολύ σύντομα θα χρησιμοποιείτε το όνομά μου προς τιμή σας ζητώ να κοιτάξετε τους γονείς μου τώρα που τ’ άλλα παιδιά τους βρίσκονται μακριά.
Σας ζητώ συγγνώμη (και παράλληλα σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας) να με συγχωρήσετε για του ότι δε σας έκανα το χατήρι.
Σας φιλώ για τελευταία φορά.
Ο αγαπημένος σας
Πάνος»
Πηγή: sport-retro.gr
Διαβάστε: Πυθαγόρας. Ο στιχουργός του «υπάρχω», πολέμησε στο αντάρτικο κατά των Γερμανών και καθιέρωσε τον χρυσό δίσκο στην Ελλάδα με την «Μικρά Ασία»