Το 1970 ο Αμερικανός φοιτητής Μπίλι Χέιζ συνελήφθη από τις αρχές της Τουρκίας για λαθρεμπόριο χασίς. Ο 23χρονος Χέιζ είχε ξεκινήσει να εμπορεύεται μικρές ποσότητες μαριχουάνα από την άνοιξη του 1969. Αγόραζε δύο κιλά χασίς σε χαμηλές τιμές από την Τουρκία και τα πουλούσε στην Αμερική σε πιο υψηλές τιμές. Εκείνο ήταν το τέταρτο ταξίδι του στην Κωνσταντινουπολη. Ενώ ήταν έτοιμος να φύγει από το αεροδρόμιο της Τουρκίας οι αρχές έκαναν σωματική έρευνα στους επιβάτες, λόγω της βομβιστικής επίθεσης που είχε πραγματοποιηθεί σε ένα αεροπλάνο εκείνη τη χρονιά. Πάνω του βρήκαν 2 κιλά χασίς και τον συνέλαβαν.
Ο Χειζ καταδικάστηκε σε 4 χρόνια και δύο μήνες φυλάκισης και οδηγήθηκε στις φυλακές Σαγκμαλιτσάρ, που θεωρούνταν υψίστης ασφαλείας.
Όπως είχε πει: «Ένιωσα ο ουρανός να πέφτει στο κεφάλι μου».
Η απόδραση
Το πρώτο βράδυ στη φυλακή ο Χέιζ προσπάθησε να κλέψει μια κουβέρτα και ο φύλακας τον έσυρε στο πάτωμα, τον έδεσε και άρχισε να τον χτυπά τις πατούσες του. Αμέσως ξεκίνησε να οργανώνει το σχέδιο απόδρασης του.
Αρχικά είπε σε έναν φίλο του από τη Νέα Υόρκη, τον Πάτρικ να του εξασφαλίσει πλαστά διαβατήρια και ταυτότητες, ώστε να μπορέσει να φύγει από τη χώρα. Ο Πάτρικ στην προσπάθεια του να βρει τα πλαστά έγγραφα δολοφονήθηκε από άτομα του υποκόσμου.
Στην είδηση του θανάτου του, ο Χέιζ εγκατέλειψε τις προσπάθειες απόδρασης και παρέμεινε στη φυλακή για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η Αμερική ζήτησε πολλές φορές την έκδοση του από την Τουρκία, αλλά οι Τούρκοι αρνήθηκαν.
Πενήντα τέσσερις ημέρες πριν αποφυλακιστεί το Ανώτατο Δικαστήριο της Άγκυρας επανεξέτασε την υπόθεση του και μετέτρεψε την ποινή του σε 30 χρόνια.
Πλέον η μόνη του επιλογή ήταν η απόδραση, διαφορετικά θα έπρεπε να περάσει όλη του τη ζωή στη φυλακή.
Αφού παρέλαβε κρυμμένα σε ένα βιβλίο 2.700 δολάρια από την οικογένεια του, δωροδόκησε τον γιατρό των φυλακών, ώστε να μεταφερθεί για λόγους υγείας στη φυλακή του Βοσπόρου.
Το νησί που βρισκόταν η φυλακή επικοινωνούσε με την στεριά με τα φέρι μποτ, τα οποία έκαναν καθημερινά δρομολόγια, αλλά δεν αγκυροβολούσαν ποτέ στο νησί.
Μια νύχτα ξέσπασε καταιγίδα και ένα από τα πλοιάρια δεν κατάφερε να φύγει από το νησί. Ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να δραπετεύσει.
«‘Η θα τα κατάφερνα ή θα με σκότωναν. Όπως και να έχει ήμουν ήδη ελεύθερος», είχε γράψει αργότερα στο βιβλίο του»
Η δραπέτευση στην Ελλάδα
Αφού πήρε τη βάρκα που ήταν δεμένη στο φερι μποτ έφτασε στη στεριά και κρύφτηκε τρεις ημέρες στην Τουρκία. Άλλαξε το χρώμα των μαλλιών του σε μαύρο για να μην τον αναγνωρίσουν και κατευθύνθηκε προς τα ελληνικά σύνορα. Τότε βούτηξε στον Έβρο ποταμό και αφού κολύμπησε κατά μήκος του, συνελήφθη από Έλληνες στρατιώτες. Ήταν ελεύθερος.
Από εκεί οι Έλληνες τον μετέφεραν στη Θεσσαλονίκη και τον ανέκριναν για αρκετές ημέρες για να μάθουν πως έφτασε στα σύνορα και πως διέφυγε από τους Τούρκους στρατιώτες, όπως είχε δηλώσει.
Έπειτα από τρεις εβδομάδες οι ελληνικές αρχές τον απέλασαν στη Φρανκφούρτη και επέστρεψε στην Αμερική, όπου τον περίμεναν οι γονείς του. Με το που επέστρεψε σπίτι του ξεκίνησε να γράφει βιβλίο για την εμπειρία του, με τίτλο «Το εξπρές του Μεσονυχτίου», έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι φυλακισμένοι για την απόδραση από τη φυλακή.
Η ταινία «Εξπρές του Μεσονυκτίου»
Ο Όλιβερ Στόουν διάβασε την αυτοβιογραφία του, συναντήθηκε μαζί του και σε λίγες εβδομάδες έγραψε ένα κινηματογραφικό σενάριο.
Στη συνέχεια προσέγγισε τον σκηνοθέτη Άλαν Πάρκερ και αποφάσισαν να γυρίσουν μια ταινία, βασισμένη στην ιστορία του Χειζ.
Οι ηθοποιοί που ήταν υποψήφιοι να υποδυθούν τον Χέιζ ήταν ο Τζον Τραβόλτα και ο Ρίτσαρντ Γκιρ. Τελικά τον ρόλο ανέλαβε ο Μπραντ Ντέιβις, παρόλο που καθυστέρησε στην προγραμματισμένη οντισιόν δύο ώρες.
Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στη Μάλτα, καθώς οι τούρκικες αρχές δεν έδωσαν άδεια στην παραγωγή να πάει στην Κωνσταντινούπολη, γιατί θεωρούσαν ότι το περιεχόμενο της ταινίας δυσφημούσε τη χώρα.
Στην Τουρκία η ταινία ήταν απαγορευμένη για πολλά χρόνια. Πρώτη φορά προβλήθηκε το 1992 από ιδιωτικό σταθμό.
Σύμφωνα με τον Χέιζ, οι Τούρκοι είχαν δίκιο, καθώς η ταινία ήταν πιο βίαιη από την πραγματικότητα και παρουσίαζε με αρνητικό τρόπο τον τούρκικο λαό.
Πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ο σκηνοθέτης Άλαν Πάρκερ μοίρασε σε όλους ένα χαρτί που έγραφε «Πρόθεση μου είναι να κάνω μια βίαιη, χωρίς συμβιβασμούς, ωμή ταινία. Δεν πρόκειται να είναι μια συνηθισμένη ταινία με θέμα τη φυλακή, αλλά θα δημιουργήσουμε μια φυλακή που κανείς μέχρι τώρα δεν έχει ξαναδεί».
Η ταινία περιείχε σκηνές βίας και σεξουαλικής κακοποίησης που σόκαραν το κοινό.
Ενώ στην πραγματικότητα ο Χέιζ βίωσε την εξαθλίωση και τη βια στη φυλακή και είχε έρθει κοντά με έναν Γάλλο συγκρατούμενο, όπως είχε δηλώσει, ποτέ δεν έκοψε τη γλώσσα φυλακισμένου όπως συμβαίνει στο σενάριο, ούτε σκότωσε τον φύλακα για να αποφυλακιστεί. Το «Εξπρές του Μεσονυχτίου» θεωρείται από τις καλύτερες ταινίες που γυρίστηκαν τη δεκαετία του ’70 και είχε έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ, κερδίζοντας το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου και μουσικής.
Μια από τις καλύτερες σκηνές της ταινίας θεωρείται η σκηνή στο δικαστήριο, όπου ο Χέιζ απευθύνεται στους δικαστές. Στην πραγματικότητα μετά την απόφαση του δικαστηρίου ο Χέιζ τους είχε πει: «Το μόνο που έχω να κάνω είναι να σας συγχωρήσω», ενώ στη ταινία ο ηθοποιός φωνάζει «Είστε ένα έθνος από γουρούνια. «Γ*** τις κόρες και τους γιου σας».