To 2010 κυκλοφόρησε η ταινία «127 ώρες» με πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Φράνκο που υποδυόταν έναν πεζοπόρο που παγιδεύτηκε σε ένα φαράγγι και έκοψε το χέρι του για να καταφέρει να απεγκλωβιστεί.
Ο τίτλος της ταινίας είναι το χρονικό διάστημα που παρέμεινε παγιδευμένος ο Άρον Ράλστον στο φαράγγι Μπλου Τζον της Γιούτα.
Η ταινία ήταν βασισμένη στην πραγματική ιστορία του αμερικανού ορειβάτη ο οποίος εγκλωβίστηκε τον Απρίλιο του 2003 για πέντε ημέρες και επτά ώρες σε μια χαράδρα.
Ο Ράρλστον ήταν λάτρης της φύσης και συνήθιζε να εξερευνεί τα βουνά της Γιούτα. Τον Απρίλιο του 2003 έφυγε από το από το σπίτι του με σκοπό να πάει για πεζοπορία.
Ενώ περνούσε ένα φαράγγι, γλίστρησε και έπεσε μέσα. Τότε ένας βράχος προσγειώθηκε πάνω στο δεξί του χέρι. Ο Ράλστον δεν πρόλαβε να κουνηθεί και ακινητοποιήθηκε από τον βράχο.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε μαζί του κινητό για να ειδοποιήσει για βοήθεια και δεν είχε πει σε κανέναν τον προορισμό του.
Αφού πέρασε τις πρώτες ώρες σφαδάζοντας από τον πόνο και φωνάζοντας μάταια για βοήθεια, κατάλαβε ότι κανένας δεν θα ερχόταν να τον σώσει. Έπρεπε να παλέψει για να επιβιώσει.
Πάνω του είχε μόνο ένα μπουκάλι νερό, δύο μπουρίτος, λίγη σοκολάτα, μια κάμερα και έναν σουγιά.
Το φαγητό και το νερό τελείωσαν μετά τις πρώτες τρεις ημέρες. Αν ήθελε να ζήσει έπρεπε να βρει γρήγορα έναν τρόπο να μετακινήσει το βράχο.
Ο βράχος ζύγιζε 360 κιλά και δεν υπήρχε περίπτωση να τον μετακινήσει ούτε χιλιοστό. Την πέμπτη ημέρα ήταν σε κατάσταση υποθερμίας, αφυδάτωσης και ασιτίας. Χάραξε στον βράχο την ημερομηνία θανάτου και το όνομά του, τράβηξε σε βίντεο τα αποχαιρετιστήρια λόγια του και περίμενε να πεθάνει.
Αφού κατάφερε να βγάλει τη νύχτα, αποφάσισε πως αν ήθελε να σωθεί του έμενε μόνο μια επιλογή, να κόψει το χέρι του.
Όπως είχε πει: «Όταν φτάνεις σε αυτό το σημείο καταλαβαίνεις πόσο πολύ θέλεις να ζήσεις».
Ο ακρωτηριασμός
Με τον σουγιά που είχε στην τσάντα του δεν θα μπορούσε να κόψει το κόκκαλο του χεριού του, παρά μόνο τη σάρκα.
Οπότε έπρεπε αρχικά να σπάσει τα κόκαλα του χεριού και μετά να ξεκινήσει τον ακρωτηριασμό. Σε μια ώρα χρησιμοποιώντας την αντίσταση του βράχου, έσπασε το χέρι του σε δύο πλευρές. Στη συνέχεια άρχισε να κόβει με το μαχαίρι την σάρκα, τον μυ, τον τένοντα και αφού πήρε μια ανάσα το έκοψε όλο το χέρι κάτω από τον αγκώνα .
Όπως είχε πει στην αυτοβιογραφία του «Δεν έριξα ούτε ένα δάκρυ, δεν φώναξα ούτε μια φορά. Όταν έκοψα το τελευταίο κομμάτι σάρκας ήμουν πλέον ελεύθερος».
Αφού περπάτησε τεσσεράμισι ώρες στην έρημο, ένα ελικόπτερο προσγειώθηκε στην περιοχή για να τον σώσει. Το είχε καλέσει η μητέρα του μερικές ώρες νωρίτερα. Ο Ράλστον ήταν έτοιμος να καταρρεύσει από την κούραση όταν τον βρήκαν οι διασώστες. Αν το ελικόπτερο δεν είχε φτάσει εγκαίρως θα είχε πεθάνει από αιμορραγία.
Σύμφωνα με τους γιατρούς που τον εξέτασαν του είχε απομείνει το πολύ μια ώρα ζωής.
Δύο μήνες μετά το συμβάν, ο Ράλστον ξεκίνησε ξανά ορειβασία στα βουνά και έκανε πολλές δημόσιες εμφανίσεις για να μιλήσει για την περιπέτειά του.
Ο Ράλστον είχε βιντεοσκοπήσει με την κάμερα του το καθημερινό του μαρτύριο. Ο Φράνκο με τον σκηνοθέτη, Ντάνι Μπόιλ πήραν την άδειά του και παρακολούθησαν το βίντεο πριν τα γυρίσματα της ταινίας.
Μάλιστα χρησιμοποίησαν τη δική του κάμερα ώστε το αποτέλεσμα να είναι πιο ρεαλιστικό.
Η ταινία προτάθηκε για έξι Όσκαρ και όταν ο Ράλστον την είδε ανέφερε ότι είναι τόσο κοντά με την πραγματικότητα που θα μπορούσε να είναι ντοκιμαντέρ, αλλά είναι δράμα.
Δείτε παρακάτω την τελευταία σκηνή από την ταινία. Συμμετέχουν οι πραγματικοί φίλοι και οι συγγενείς του Ράλστον
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η αληθινή ιστορία αγάπης της ταινίας «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι». Η Ελληνίδα και ο Ιταλός που ερωτεύτηκαν παράφορα και έμειναν για πάντα μαζί