Πόσες φορές δεν γελάσαμε προσπαθώντας να πούμε μια φράση – γλωσσοδέτη;
Πόσες φορές επιχειρήσαμε να πούμε το «άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη» χωρίς να μπερδευτούμε;
Ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε παιδιά και συνήθως μας έβαζαν σε αυτή τη «δοκιμασία» οι μεγάλοι.
Έπαθλο δεν υπήρχε απλά ένα «μπράβο» έφτανε για να ανέβει η αυτοπεποίθησή μας ότι καταφέραμε να προφέρουμε το «μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά». Και περήφανοι για το κατόρθωμά μας πηγαίναμε την επομένη στο σχολείο και βάζαμε τους συμμαθητές μας να πουν το ίδιο για να δούμε αν θα τα καταφέρουν. Ήταν ένα είδος ανταγωνισμού που προκαλούσε πολύ γέλιο.
Οι γνωσσοδέτες είναι φράσεις που αποτελούνται από σύνθετες λέξεις, οι οποίες μοιάζουν πολύ μεταξύ τους ή επαναλαμβάνονται. Άλλες φράσεις περιλαμβάνουν λέξεις με δύσκολη προφορά. Αποτέλεσμα είναι όποιος προσπαθεί να τις πει και μάλιστα χωρίς να κομπιάσει, να μπερδεύεται η γλώσσα του.
Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα όταν τη φράση πρέπει να την πει πολύ γρήγορα.
Οι παρακάτω φράσεις είναι από τους πιο γνωστούς γλωσσοδέτες που περάσαμε ώρες προσπαθώντας να τους προφέρουμε…
Μπορείτε να τις ξαναπείτε με την ίδια ταχύτητα;
-
- Της καρακάξας η φωλιά, τσάκνα καρακαξότσακνα
- Άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ τον ήλιο ξεξασπρότερη.
- Της καρέκλας το ποδάρι, ξεκαρεκλοποδαρώθηκε ποιος το ξεκαρεκλοποδιάριασε, ο ξεκαρεκλοποδαράς.
- Ο τζίτζιρας ο μίτζιρας ο τζιτζιμιτζιχότζιρας, ανέβηκε στη τζιτζιριά στη μιτζιριά στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά, να κόψει τζίτζιρα μίτζιρα τζιτζιμιτζιχότζιρα
- Ο γιος του Ρουμπή, του Κουμπή, του ρουμποκομπολογή, βγήκε να ρουμπέψει, να κουμπέψει, να ρουμποκομπολογέψει, και τον πιάσαν οι ρουμπήδες, οι κουμπήδες, οι ρουμποκομπολογήδες.
- Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
- Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ, έφαγες παχιά φακή;
- Κοράλι ψιλοκόραλο και ψιλοκοραλάκι.
- Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός, να φάει τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.
- Εκκλησούλα μολυβδοκολοπελεκητή, ποιος σε μολυβδοκολοπελεκητούσε; Ο γιος του μολυβδοκολοπελεκητή. Να χα γω τα σύνεργα, τα μυνεργα του γιου του μολιδβοκοντιλοπελεκητη, θα τη μολιβδοκοντυλοπελεκουσα καλύτερα απ το γιο του μολιβδοκοντυλοπελεκητη
- Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
- Βαρέλι νεροβάρελο, ποιος σε νεροβαρελόδενε;- Του νεροβαρελοδέτη ο γιος.
- Νερό, λινάρι, νερολίναρο, νεροκαθαρολίναρο
- Ο κόπρος ο παντακόκοπρος, που κόπρευε και μούλευε τα παντακοκοπρομούμουλα
- Πίτα σπανακόπιτα σπανακολαδοφραγκοσυκοπαντζαροκολοκυθόπιτα.
- Στου παππού μου τη ζωνάρα μια χοντρή χοντρή ξωμπλάρα που την εχοντροξώμπλιασε του χοντροξώμπλη η μάνα
- Φίλος έδωσε σε φίλο τριαντάφυλλο με φίλο. Φίλε φύλαγε το φύλλο, μην το δώσεις σε άλλο φίλο.
- Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαίνω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω. Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαμπαρωμένες.
- Έφαγα και χόρτασα, ζεστά ξερά σκαστά κουκιά, με τη ζεστή ξερή σκαστή κουτάλα.
- Μια κάπα, μια κούπα, μια καπακούπα
- Ο βαρκάρης με τη βάρκα έκανε βαρκάδα με μια βάρκα, αλλά έμπασε νερό η βάρκα και του βράχηκε η βράκα. Με τη βάρκα του βρεγμένη και τη βράκα μουσκεμένη. Ορκίστηκε να μην ξαναβαρκοβραχει, ούτε να ξαναβρακομουσκευτεί
- Πέμπτη πέφτει ο Πεύκος κάτω, κάτω πέφτει ο Πεύκος Πέμπτη.
- Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.