γράφει Βλάσης Αγτζίδης , διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας, μαθηματικός
Ένα από τα πλέον άγνωστα τμήματα των εκτός Ελλάδας Ελλήνων, είναι αυτό που κατοικεί στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το πολιτικό αδιέξοδο στις σχέσεις με την Ελλάδα, η ιδεολογία του μακεδονισμού και η παραδοσιακή έλλειψη ενδιαφέροντος τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από την ακαδημαϊκή κοινότητα, συνέβαλαν στην άγνοια της ιστορίας τους αλλά και της σύγχρονης παρουσίας τους.
Οι πρώτες εθνικές συγκρούσεις άρχισαν το 1870, με τη δημιουργία της βουλγαρικής Εξαρχείας και με την απόπειρα των Βούλγαρων εθνικιστών να αποσπάσουν τους σλαβόφωνους πληθυσμούς από την επιρροή του ελληνόφωνου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο σλαβόφωνος πληθυσμός διασπάστηκε. Ένα μέρος προσχώρησε στην Εξαρχία, ενώ ένα άλλο σημαντικό παρέμεινε πιστό στην παραδοσιακή Ρωμιοσύνη. Οι βασικές ομάδες του ελληνισμού της Πελαγονίας ήταν οι πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, οι Βλάχοι που τους αποκαλούσαν Γκραικομάνους και οι ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι. Ο Σλαβομακεδόνας ιστορικός KrsteBitoski αναφέρει: «Aυτοί οι Βλάχοι, βαθμιαία καθίστανται η κύρια δύναμη στο πλευρό της Μητρόπολης της Πελαγονίας για την προώθηση της Μεγάλης Ελληνικής Ιδέας. Οι ναοί και τα σχολεία του Μοναστηρίου ήταν σε ελληνικά χέρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα…».
Στο Υπόμνημα που απέστειλε η Ελληνική Κοινότητα της Πελαγονίας το 1903 προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, περιγράφεται με σαφήνεια η πολιτιστική και εθνική κατάσταση:
«…λαλούμεν ελληνιστί, βουλγαριστί, βλαχιστί, αλβανιστί αλλ’ αυδέν ήττον εσμέν άπαντες Έλληνες και ουδενί επιτρέπομεν ν’ αμαφισβητεί προς ημάς τούτο.».
Η ένταση των εθνοτικών συγκρούσεων στην περιοχή φαίνεται και από τη μαρτυρία του MichelPailares:«Στο Μοναστήρι, όλοι οι Βλάχοι είναι Έλληνες ως τα βάθη της καρδιάς τους, με ελληνικές παραδόσεις και ιδανικά. Στέλνουν πάνω από δύο χιλιάδες παιδιά στα σχολεία του ελληνισμού, που τα πλουτίζουν με τις εισφορές τους. Αυτοί βρίσκονται επικεφαλής του πιο σκληρού και αμείλικτου αγώνα εναντίον της Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Δημιούργησαν μια μυστική επιτροπή που είναι ο τρόμος των κομιτατζήδων. Ούτε ο μητροπολίτης ούτε ο Έλληνας πρόξενος μπορούν να μετριάσουν τον έξαλλο πατριωτισμό τους…».
Μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και την ενσωμάτωση της περιοχής στο νεοσύστατο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η κατάσταση χειροτέρευσε. Οι Σέρβοι ακολούθησαν μια πολιτική εκσλαβισμού και εκσερβισμού. Απαγόρευσαν τη χρήση της ελληνικής γλώσσας και έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τις ελληνικές εκκλησίες.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, μετονόμασε τους κατοίκους σε «παλιούς Σέρβους» (stariiSrbrji). Η πολιτική αυτή αντικαταστάθηκε με την πολιτική εκβουλγαρισμού κατά τη διάρκεια τόσο της περιόδου 1916-1918, όταν η περιοχή κατελήφθη από τις Κεντρικές Δυνάμεις κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκαοσμίου Πολέμου. Στη συνέχεια θα επανέλθει στη σερβική δικαιοδοσία και η επαρχία θα oνομαστεί Vardarska. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου θα υποστεί τη γερμανική κατοχή. Τότε θα επιστρέψουν και οι Βούλγαροι στην περιοχή και θα συνεχίσουν την πολιτική εκβουλγαρισμού.
Την πολιτική του εκβουλγαρισμού θα προσπαθήσει να ακυρώσει ο Τίτο, εφευρίσκοντας το ιδεολόγημα του μακεδονισμού.
Κατά τη γιουγκοσλαβική περίοδο οι Έλληνες των Σκοπίων υπέστησαν την πολιτική της μακεδονοποίησης, που ακολούθησαν όλες οι γιουγκοσλαβικές κυβερνήσεις. Η πολιτική αυτή θα βρει την πλήρη αποθέωση μετά τη διάλυση της πολυεθνικής Γιουγκοσλαβίας, όταν στη νέο κράτος της FYROM θα επικρατήσουν οι Σλαβομακεδόνες εθνικιστές, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να ακυρώσουν τη σλαβική καταγωγή της πλειονότητας των κατοίκων και να εμφυσήσουν στους πληθυσμούς -πλην Αλβανών- τη βεβαιότητα ότι υπήρχε από την αρχαιότητα το έθνος των Μακεδόνων, που δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τους Έλληνες.
Τα πληθυσμιακά μεγέθη
Ο αριθμός των Ελλήνων δεν είναι εξακριβωμένος και οι διάφορες εκτιμήσεις έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους. Οι Έλληνες της περιοχής προέρχονται κυρίως από Βλάχους, Σαρακατσάνους και πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου.
Το δεδομένο είναι ότι στην πλέον πρόσφατη απογραφή του 2002, δήλωσαν ελληνική καταγωγή 422 άτομα. Είναι βέβαιο ότι το τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ελλάδας – FYROM, επηρέασε τον ελληνικό πληθυσμό στο να αποκαλύψει την εθνική του ταυτότητα. Στην προηγούμενη απογραφή του 1994 είχαν δηλωθεί 349 Έλληνες και 8.300 Βλάχοι ως ξεχωριστή εθνική ομάδα.
Τα έως τώρα ρεαλιστικότερα δεδομένα προέρχονται είτε από μια δήλωση του Ν. Γκλιγκόροφ, είτε από αμερικανικές εκτιμήσεις του πρώτου προέδρου της FYROM, είτε από επεξεργασία των παλαιότερων απογραφικών στοιχείων, είτε από εκτιμήσεις των ίδιων των Ελλήνων του κράτους αυτού. Ο Κίρο Γκλιγκόροφ, έκανε τη δήλωσή του κατά την περίοδο των πρώτων συνομιλιών για την επίτευξη συμφωνίας για το όνομα του νέου κράτους. Στη δήλωση αυτή στην τσεχική εφημερίδα «TseskiDenik»τον Ιούνιο του ’94, ανέφερε την ύπαρξη 100.000 πολιτών ελληνικής καταγωγής. Κάποιες από δηλώσεις των ιδίων των Ελλήνων της χώρας, που κάποιες απ’ αυτές διπλασιάζουν την εκτίμηση Γκλιγκόροφ, ενώ ανεπιβεβαίωτες πηγές που δημοσιεύτηκαν στον αντιπολιτευόμενο Τύπο, ισχυρίζονται ότι στην απογραφή του 1991 –στην οποία βασίζεται και ο Γκλιγκόροφ- περί τις 200.000 άτομα δήλωσαν ελληνική εθνική συνείδηση. Σε έκθεση του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών για τα δικαιώματα των μειονοτήτων που δημοσιεύτηκε στις 31 Ιανουαρίου 1995, έκανε λόγο για «καταπιεζόμενη ελληνική μειονότητα».
Αδιευκρίνιστος παραμένει ο βαθμός ταύτισης της δήλωσης «Βλάχος» με το «Έλληνας».
Ενδιαφέρον έχουν παλιότερες εκτιμήσεις. Το 1913, όταν η περιοχή περιήλθε στη σερβική κατοχή, στο Μοναστήρι κατοικούσαν 14.000 Έλληνες σε σύνολο 42.000. Στο Κρούσοβο κατοικούσαν 3.218 Έλληνες σε σύνολο 4.918. Το Μεγάροβο ήταν αμιγές ελληνικό με 2.410 κατοίκους όπως και η Μιλοβίστα με 2.150, καθώς και η Νιζόπολη με 1890, το Τίρνοβο με 2.430, το Μπούκοβο με 1474, το Ντράγκος με 717, η Ρέσνα με 1000 κ.ά. Ακόμα και στα Σκόπια, σε κείμενο διαμαρτυρίας για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) συγκεντρώθηκαν 10.000 ελληνικές υπογραφές.
Ενδιαφέρον έχει και η απογραφή που έκαναν το 1941 οι Γερμανοί κατακτητές. Απ’ αυτήν προκύπτει ότι σε σύνολο 800.000, το 12%, δηλαδή 100.000, ήταν Έλληνες.
Στη συνέχεια, την τιτοϊκή εποχή, στην απογραφή του 1951 θα απογραφούν 158.000 Έλληνες στην περιοχή. Απ’ αυτούς οι 25.000 ήταν γεγενείς Έλληνες κάτοικοι Μαναστηρίου, 100.000 βλαχόφωνοι και 32.000 πολιτικοί πρόσφυγες. Σε σύνολο 900.000 οι ελληνικής συνείδησης κάτοικοι ανέρχονταν στο 18%. Στη συνέχεια, οι αρχές θα εκπονήσουν πολιτική μείωσης του αριθμού των Ελλήνων. Αυτό θα το πετύχουν με την υποχρεωτική καταγραφή των Βλάχων ως «Αρομούνων» ή ως «Μακεδόνων». Αντίστοιχα θα επιχειρήσουν και με τους πολιτικούς πρόσφυγες, μικρό μέρος των οποίων προερχόταν από το σλαβομακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα. Ο διωγμός των ελληνικής συνείδησης κατοίκων της περιοχής αυτής της τότε ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, πήρε το χαρακτήρα της υποχρεωτικής τους διάσπασης σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες: Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Μακεδόνες, Γιουγκοσλάβοι.
Γι αυτό και οι απογραφές του 1961 και του 1971 δίνουν τελείως ασαφή στοχεία. Με μια έννοια, μόνο με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας κατά την εποχή της δημοκρατικής ευφορίας και πριν επικρατήσουν οι ακραίοι εθνικιστές που ανήγαγαγαν το μακεδονισμό σε κυρίαρχη και αποκλειστική ιδεολγία του νέου κράτους, μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρεξε ελεύθερη διατύπωση του εθνικού συναισθήματος. Και αυτό συνέβη μόνο στην απογραφή του 1991, στην οποία βασίστηκε ο Γκλιγκόροφ για να δημοσιοποιήσει την προσωπική του εκτίμηση.
Στην εποχή του έθνους-κράτους
Πάντως, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την ανακήρυξη εθνικού κράτους, άρχισαν να σημιουργούνται σε αρκετές πόλεις ιδιωτικά φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Οι Σαρακατσάνοι, ως πλέον τολμηροί, έχουν ιδρύσει από το 2003 στα Σκόπια ένα σύλλογο με την επωνυμία «Το Χελιδόνι», ο οποίος έχει έως σήμερα 320 μέλη. Ο πρόεδρος του συλλόγου Δημήτρης Αποστόλου περιέγραψε ως εξής την κατάσταση: «Εδώ υπάρχουν πολλές οικογένειες Σαρακατσάνων και πολλά νέα παιδιά, που θέλουν να μάθουν την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν έχουμε δάσκαλο. Τόσα χρόνια, υποσχέσεις μόνο στα λόγια. Σβήνουμε. Μην εκπλαγείτε αν δείτε Σαρακατσάνους με βουλγαρική υπηκοότητα. Η απόγνωση θα οδηγήσει πολλούς στην αγκαλιά της Βουλγαρίας…. Μέχρι σήμερα, περισσότεροι από 10.000 πολίτες της ΠΓΔΜ, έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρωθυπουργός της χώρας (1998-2002) Λιούπσο Γκεοργκιέφσκι…. Ζητάμε από την Ελλάδα να μας παραχωρήσει διπλή υπηκοότητα, όπως έγινε με τους Βορειοηπειρώτες. Είμαστε Έλληνες και θέλουμε να παραμείνουμε Έλληνες, στα χώματα που γεννηθήκαμε. Γέφυρα φιλίας της Ελλάδας με τα Σκόπια».
Aρκετοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι σήμερα δεν υπάρχει αξιόλογος πληθυσμός στην ΠΓΔΜ που έχει ελληνική εθνική συνείδηση.
Και ότι η ιδεολογία του μακεδονισμού μαζί με την ανάγκη συσπείρωσης μπρος στον αλβανομουσουλμανικό «κίνδυνο» ενοποίησε τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Πάντως φαίνεται δύσκολο να έχει καταφέρει ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός, στο μικρό διάστημα των 25 ετών, να ανατρέψει πλήρως τη διαπίστωση του Γκλιγκόροφ “The Greeks say that there are 250,000 Greeks here, while according to the statistics, there are only 100,000.”
Η πραγματικότητα θα αποκαλυφθεί μόνο όταν ομαλοποιηθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, εγκαταλειφθούν οι αλυτρωτισμοί και οι πληθυσμοί ένθεν κακείθεν θα νοιώσουν ασφαλείς.
Εν κατακλείδι: Η ένταση μεταξύ των δύο χωρών και το ανεπίλυτο πρόβλημα με την οριστική ονομασία της νέας αυτής χώρας, δημιούργησαν εντάσεις και αύξησαν τις προκαταλήψεις και στις δύο πλευρές των συνόρων. Η υποχώρηση του σλαβομακεδονικού εθνικισμού, που εκτιμώ ότι είναι η κύρια πηγή έντασης, και ο έντιμος συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο χώρες, θα επιτρέψει την ψύχραιμη αποτίμηση του παρελθόντος. Παράλληλα, θα κατευνάσει τα πνεύματα, θα περιορίσει τον ένθεν κακείθεν εθνικιστικό εξτρεμισμό, θα επιδράσει ευνοϊκά στις ανθρώπινες κοινότητες που παραμένουν μέχρι σήμερα και διεκδικούν και στις δύο χώρες τα στοιχειώδη δικαιώματα, όσον αφορά το σεβασμό της ταυτότητάς τους…