Το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου του 1982, το αστυνομικό τμήμα της πόλης Rome στη Τζόρτζια των ΗΠΑ, έλαβε ένα τηλεφώνημα.
Τέσσερις πυροβολισμοί είχαν ακουστεί στο σπίτι του Κεν Ντούλι. Την επόμενη μέρα, το σπίτι της Λίντα Αντέρ πυρπολήθηκε με μία βόμβα μολότοφ.
Μία άγνωστη γυναίκα τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα και είπε: «Για τη σεξουαλική κακοποίηση και για το YDC, θα πεθάνουν».
Αναφερόταν στον Κεν Ντούλι και τη Λίντα Αντέρ, που εργάζονταν στο “YDC”, δηλαδή το Youth Development Center της Rome, όπως ονομαζόταν το τοπικό αναμορφωτήριο.
Δύο βδομάδες αργότερα, ένα τηλεφώνημα ενημέρωσε τις αρχές σε ποιο σημείο μπορούσαν να βρουν τη 13χρονη Λίσα Αν Μίλιγκαν, ένα κορίτσι που είχε χαθεί πριν από μέρες.
Έψαξαν στο σημείο, αλλά δεν τη βρήκαν.
Την επόμενη μέρα, τηλεφώνησε ξανά η ίδια γυναίκα. Επανέλαβε τις οδηγίες που είχε δώσει και κατέληξε: «Θα βρείτε ένα πτώμα με μια σφαίρα».
Πράγματι, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1982, η 13χρονη Λίσα Αν Μίλιγκαν βρέθηκε νεκρή.
Δίπλα της ήταν δύο σύριγγες και ένα τζιν λερωμένο με αίματα.
Όταν εξέτασαν τα αντικείμενα, βρήκαν ότι οι σύριγγες ήταν γεμάτες καθαριστικό για σωλήνες.
Το αίμα στο τζιν ήταν του θύματος, αλλά το τζιν ήταν πολύ μεγάλο για τη μικρόσωμη Μίλιγκαν.
Προφανώς, ανήκε στον δολοφόνο.
Ο εραστής της μάνας ερωτεύτηκε την ανήλικη κόρη της
Η Τζούντιθ Νίλι γεννήθηκε το 1964 στο Τενεσί.
Μέχρι την ηλικία των 9 ετών, όταν έχασε τον πατέρα της σε τροχαίο, η ζωή της κυλούσε ήρεμα.
Ο χαμός του πατέρα της όμως, επηρέασε τη μητέρα της, η οποία άρχισε να έχει συχνές σεξουαλικές σχέσεις με άγνωστους άντρες. Ένας από αυτούς ήταν ο 26χρονος Άλβιν Νίλι.
Όταν είδε για πρώτη φορά την 15χρονη τότε Τζούντιθ, την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα.
Η κοπέλα ανταπέδιδε τα συναισθήματά του και παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα.
Ζούσαν σαν το θρυλικό ζευγάρι εγκληματιών «Μπόνι και Κλάιντ».
Έκαναν μικροκλοπές και μετακινούνταν συνεχώς από πόλη σε πόλη.
Το φθινόπωρο του 1980 κι ενώ ήταν εννιά μηνών έγκυος, η Τζούντιθ Νίλι λήστεψε μια γυναίκα υπό την απειλή όπλου.
Συνελήφθη μαζί με τον σύζυγό της και καταδικάστηκαν.
Ο Άλβιν μπήκε στη φυλακή, αλλά η ανήλικη Τζούντιθ στο αναμορφωτήριο της Rome.
Δύο μέρες αργότερα, γέννησε δίδυμα, τα οποία στάλθηκαν στη μητέρα του Άλβιν για να τα μεγαλώσει.
Η Τζούντιθ έμεινε στο αναμορφωτήριο για ένα χρόνο, ο οποίος, σύμφωνα με τα γράμματα που έστελνε στον Άλβιν, ήταν μια επίγεια κόλαση.
Έγραφε ότι τις κακοποιούσαν σεξουαλικά και δεν τις επέτρεπαν να έχει επαφές με τον έξω κόσμο.
Αργότερα, όταν η αστυνομία ερεύνησε τις κατηγορίες, δεν βρήκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο.
Όταν αφέθηκε ελεύθερη, επιθυμούσε διακαώς να πάρει εκδίκηση.
Περίμενε ένα χρόνο μέχρι την αποφυλάκιση του Άλβιν και τότε συνέχισαν τη ζωή τους όπως πριν, με κλοπές και κομπίνες.
Τον Σεπτέμβριο του ’82, αποπειράθηκαν να σκοτώσουν έναν απ’ τους εργαζόμενους στο αναμορφωτήριο, τον Κεν Ντούλι και να κάψουν το σπίτι της συναδέλφου του, Λίντα Αντέρ.
Λίγες μέρες αργότερα, η Τζούντιθ Νίλι σκότωσε για πρώτη φορά.
Η απαγωγή, ο βιασμός και η εκτέλεση μιας ανύποπτης 13χρονης
Στις 28 Σεπτεμβρίου, η Τζούντιθ απήγαγε την 13χρονη Λίσα Αν Μίλιγκαν.
Όταν την πήγε στο σπίτι είπε στο Άλβιν ότι ήθελε να τον δει να τη βιάζει. Ο Άλβιν, όπως πάντα, υπάκουσε στις εντολές της.
Η Τζούντιθ προσπάθησε στη συνέχεια να τη σκοτώσει, εμβολιάζοντας τη με σύριγγες γεμάτες με καθαριστικό για σωλήνες.
Την τρύπησε στο λαιμό, στα χέρια και στα οπίσθια. Η Μίλιγκαν όμως δεν πέθανε.
Τελικά τη μετέφεραν σε ένα δάσος και την πυροβόλησε.
Η Τζούντιθ έσπρωξε το πτώμα για να κατρακυλήσει στον γκρεμό, λερώνοντας το τζιν της με αίμα.
Το έβγαλε και το πέταξε δίπλα στο πτώμα, μαζί με τις άδειες σύριγγες.
Την επόμενη μέρα τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα, ανυπομονώντας να βρουν το πτώμα.
Την ενθουσίαζε η ιδέα ότι το έγκλημά της θα έβγαινε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Ο θάνατος της Τζάνις Τσάτμαν
Λίγες μέρες αργότερα, η Τζούντιθ γνώρισε ένα νεαρό ζευγάρι, τον Τζον Χάνκοκ και την αρραβωνιαστικιά του, Τζάνις Τσάπμαν.
Όλοι μαζί, πήγαν οδικώς μέχρι το σημείο που τους περίμενε ο Άλβιν, στα όρια της πόλης.
Εκεί χωρίστηκαν, με τον Τζον να μπαίνει στο αμάξι του Άλβιν και τη Τζάνις στο αμάξι της Τζούντιθ.
Μετά από λίγο, ο Τζον ζήτησε να σταματήσουν για να ουρήσει.
Πριν προλάβει όμως να γυρίσει στο αμάξι, τον βρήκε η Τζούντιθ και τον πυροβόλησε.
Οι Νίλι απομακρύνθηκαν με τη Τζάνις στο αμάξι, θεωρώντας πως ο Τζον ήταν νεκρός.
Είχε όμως επιζήσει.
Κατάφερε μάλιστα να φτάσει στο νοσοκομείο και την επόμενη μέρα, πήγε στην αστυνομία, όπου αναγνώρισε τη φωνή της Τζούντιθ από τις ηχογραφημένες κλήσεις που είχε κάνει στις αρχές του Σεπτεμβρίου.
Οι αρχές τώρα γνώριζαν ποιοι ήταν οι δράστες. Το μόνο που έμενε ήταν να τους εντοπίσουν.
Η σύλληψη και η καταδίκη
Μετά από εβδομάδες, τηλεφώνησαν στην πολιτεία απ΄ όπου καταγόταν η Τζούντιθ, στο Τενεσί.
Τους είπαν ότι η Τζούντιθ και ο Άλβιν βρίσκονταν υπό κράτηση για πλαστογραφίες και μικροκλοπές, που δεν είχαν καμία σχέση με τις δολοφονίες.
Όταν τους ανέκριναν, ομολόγησαν και οι δύο. Η Τζούντιθ μιλούσε ανέκφραστα, χωρίς ίχνος ενοχής.
Διηγήθηκε πώς σκότωσε την Τζάνις Τσάπμαν, πυροβολώντας της μία φορά στην πλάτη και μετά δύο φορές στο κρανίο, ενώ η Τζάνις «έσκουζε».
Ο Άλβιν τους είπε ότι τη βίασε και περιέγραψε που θα έβρισκαν το πτώμα της.
Τα εγκλήματα που είχε διαπράξει η Τζούντιθ θα την οδηγούσαν σε θανατική καταδίκη.
Αρχικά επιχείρησε να μειώσει την ποινή της χρησιμοποιώντας την ηλικία της, αλλά όταν το αίτημά της απορρίφθηκε, άλλαξε στρατηγική.
Εμφανίστηκε στο δικαστήριο καλοχτενισμένη, με σεμνά ρούχα και έναν αέρα αθωότητας.
Μιλούσε σαν ένα μικρό κορίτσι που δεν αντιλαμβανόταν τι είχε κάνει και έριξε όλες τις ευθύνες στον Άλβιν.
Κάποια στιγμή προσποιήθηκε ότι έκλαιγε, αλλά όταν της ζήτησαν να σηκώσει το κεφάλι της, τα μάτια της ήταν τελείως στεγνά.
Κανένας δεν πείστηκε και ήταν προφανές ότι η Τζούντιθ «έκανε κουμάντο» και ο Άλβιν απλώς εκτελούσε τις εντολές της για να μην τη χάσει.
Ο Άλβιν καταδικάστηκε σε ισόβια. Πέθανε στη φυλακή το 1983.
Η Τζούντιθ καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά στις 15 Ιανουαρίου του 1999, λίγες μέρες πριν από την εκτέλεση, πήρε χάρη και η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια.
Διαβάστε ακόμα: Το σατανικό ζευγάρι που σκότωνε στο όνομα της αγάπης. Θύματά τους ήταν μοναχικές γυναίκες που αναζητούσαν συντρόφους μέσα από αγγελίες.