Μάϊος 1932, εκατό χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν μαθητές και βετεράνοι πολέμου. Η πορεία οργανώθηκε από τον τότε δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Τζίμι Γουόλκερ.
Ο λόγος που οι Νεοϋορκέζοι κατέβηκαν στους δρόμους δεν ήταν οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες και τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας, λόγω της οικονομικής κρίσης του ’30.
Αίτημα τους ήταν να φορολογηθεί η μπύρα, άρα να γίνει νόμιμη και γι αυτό κρατούν πλακάτ με τη φράση «Θέλουμε μπύρα» .
Η διαδήλωση κρίθηκε επιτυχημένη, καθώς συμμετείχαν χιλιάδες άνθρωποι.
Την περίοδο εκείνη ίσχυε ο νόμος της ποτοαπαγόρευσης, που είχε καταπιέσει τους πολίτες για 13 χρόνια.
Η απαγόρευση είχε ξεκινήσει με την 18η τροπολογία, σύμφωνα με την οποία απαγορευόταν η παραγωγή και η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και επικυρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1920 με το νόμο Βόλντερστ.
Σκοπός του μέτρου ήταν να περιοριστεί η κατανάλωση του αλκοόλ από τους Αμερικάνους.
Η ποτοαπαγόρευση είχε ένθερμους υποστηρικτές από τα τέλη του 19ου αιώνα όταν συστάθηκε το «κόμμα της ποτοαπαγόρευσης», που πήρε μέρος στις εκλογές. Παράλληλα είχαν δημιουργηθεί οργανώσεις εναντίον της κατανάλωσης αλκοόλ και πολλοί επιχειρηματίες δήλωναν ότι οι εργάτες τους θα απέδιδαν καλύτερα αν ήταν νηφάλιοι.
Οργανώσεις σε όλη την Αμερική θεωρούσαν ότι το ποτό ήταν ζημιογόνο για το σύνολο της κοινωνίας και υποστήριξαν θερμά το μέτρο που παρά τη μεγάλη ανταπόκριση, απέτυχε. Στην Αμερική το παράνομο ποτό συνέχιζε να ρέει άφθονο με αποτέλεσμα η κατανάλωση μάλλον να αυξηθεί παρά να μειωθεί.
Εφόσον η παραγωγή αλκοόλ απαγορευόταν από την κυβέρνηση και η ζήτηση ήταν σε υψηλά επίπεδα, ανέλαβαν δράση οι λαθρέμποροι, οι οποίοι παρήγαγαν και πωλούσαν οινοπνευματώδη ποτά σε υψηλές τιμές.
Έκλεβαν αλκοόλη βιομηχανικής παραγωγής που χρησιμοποιούνταν στα καύσιμα και με χημική επεξεργασία το μετέτρεπαν σε πόσιμο.
Στη συνέχεια το πουλούσαν ακριβά στα παράνομα μπαρ που είχαν ανοίξει σε πολλές πολιτείες. Ανάμεσα στους λαθρέμπορους αυτός που ξεχώριζε και πλούτισε επειδή έλεγχε μεγάλο μέρος του παρεμπορίου ήταν ο αρχιμαφιόζος της Αμερικής, Αλ Καπόνε.
Ο μεγάλος ζήλος που επέδειξε η κυβέρνηση για την εφαρμογή του μέτρου οδήγησε στο θάνατο πολλούς πολίτες.
Αμερικανοί αξιωματούχοι αποφάσισαν να δηλητηριάσουν τη αλκοόλη που έκλεβαν οι λαθρέμποροι, με αποτέλεσμα μέχρι το τέλος της ποτοαπαγόρευσης να πεθάνουν από κατανάλωση παράνομου και ακατάλληλου ποτού χιλιάδες πολίτες.
Αρχές της δεκαετίας του ’30 η οικονομική κρίση είχε πλήξει την αμερικανική κοινωνία και η Κυβέρνηση έπρεπε να βρει έσοδα.
Το κράτος έχανε πολλά χρήματα από την παράνομη διακίνηση αλκοόλ. Παράλληλα στα δεκατρία χρόνια που εφαρμόστηκε η ποτοαπαγόρευση απέτυχε να περιορίσει την κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, αυξήθηκε η εγκληματικότητα.
Ένα χρόνο μετά την πορεία στη Νέα Υόρκη, το μέτρο της ποτοαπαγόρευσης ανακλήθηκε και οι Αμερικανοί το γιόρτασαν πίνοντας μπύρα.