Η Πελοπόννησος φημίζεται για τα πετρόχτιστα χωριά με τα πέτρινα σπίτια και σχολεία, τις εκκλησίες και τα γεφύρια με την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική.
Η αισθητική και η ανθεκτικότητα των κτιρίων στο χρόνο, οφείλεται στους Λαγκαδινούς μάστορες που εργάζονταν αδιάκοπα στην περιοχή από τον 17ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου αιώνα.
Οι περίφημοι μάστορες κατάγονταν από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας και τα γύρω χωριά. Τα Λαγκάδια είναι χτισμένα πάνω σε μια απότομη πλαγιά βουνού και αποτελούνται από εντυπωσιακά πανέμορφα τριώροφα κτίρια, που έχτισαν οι μάστορες της περιοχής.
Οι περισσότεροι κάτοικοι εξασκούσαν το επάγγελμα του οικοδόμου από γενιά σε γενιά και έγιναν ξακουστοί σε όλη την Πελοπόννησο για την τέχνη τους. Σύμφωνα με μια θεωρία, το ταλέντο τους στη λάξευση της πέτρας οφείλεται στους Φράγκους που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τον 13ο αιώνα.
Το επάγγελμα του μάστορα άντεξε λόγω της ανάγκης για επιβίωση, καθώς η άγονη περιοχή δεν ευνοούσε την άνθιση άλλων επαγγελμάτων.
Οι μάστορες ξεκινούσαν σε μπουλούκια και ταξίδευαν σε ολόκληρη την Πελοπόννησο για να αναλάβουν νέες δουλειές. Το συνεργείο αποτελούταν από τους μαστόρους, τους τριότες, τα μαστορόπουλα, τους νταμαρτζήδες, τον πελεκάνο και τον πρωτομάστορα.
Ο τριότης ήταν βοηθός του τεχνίτη και βοηθούσε τους εργάτες που πήγαιναν στα βουνά για να βγάλουν τις πέτρες.
Ο πρωτομάστορας επέβλεπε την πορεία του έργου, παρακολουθούσε τα σχέδια και ήλεγχε τους υπόλοιπους μάστορες, ο πελεκάνος λάξευε και πελεκούσε τις πέτρες και τα μαστορόπουλα φρόντιζαν τα ζώα, κουβαλούσαν τα υλικά και έκαναν θελήματα προκειμένου να μάθουν τη δουλειά από τους έμπειρους τεχνίτες.
Οι καλύτεροι της ομάδας αναλάμβαναν το εξωτερικό μέρος του κτιρίου και οι νεότεροι το εσωτερικό.
Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί, αλλά γνώριζαν καλά τη λάξευση της πέτρας και εργαζόταν σκληρά για να ζήσουν τις οικογένειες τους που έμεναν πίσω στο χωριό. Ταξίδευαν με τα πόδια και γι’αυτό ένα ταξίδι τους μπορεί να κρατούσε αρκετές μέρες. Μαζί τους είχαν μουλάρια και γαϊδουράκια που θα τους βοηθούσαν στο κουβάλημα των υλικών.
«Της μαστοριάς τα βάσανα, της ξενιτιάς τα πάθη
τα είδε ο ήλιος κι έσβησε και το φεγγάρι εχάθη.
Τ’ ακούσανε κ’ οι θάλασσες και φούσκωσαν το κύμα:
Στην ξενιτιά, στη μαστοριά, εισ’ ο μισός στο μνήμα.»
Όταν έφταναν σε μια περιοχή έρχονταν σε επαφή με ιδιοκτήτες που ήθελαν να κατασκευάσουν νέες οικοδομές και αφού συμφωνούσαν στην τιμή ξεκινούσαν το χτίσιμο.
Μέσα στην τιμή συνήθως προβλεπόταν και η καθημερινή διατροφή των εργατών. Αν ο ιδιοκτήτης του έργου δεν πρόσφερε φαγητό η τελική τιμή που έδιναν οι μαστόροι ήταν μεγαλύτερη.
Τη μεγαλύτερη αμοιβή έπαιρναν οι μάστορες και ο πρωτομάστορας και ακολουθούσαν οι υπόλοιποι.
Κατά τη θεμελίωση ενός κτιρίου ο ιδιοκτήτης έσφαζε ένα ζώο, συνήθως κόκκορα, για το καλό και στη συνέχεια η δουλειά ξεκινούσε.
Οι μάστορες δούλευαν όλη την ημέρα και σπάνια τα έργα καθυστερούσαν.
Όταν τελείωναν το χτίσιμο ενός σπιτιού, τοποθετούσαν έναν ξύλινο σταυρό στη στέγη και έδιναν ευχές στον ιδιοκτήτη.
Η εργασία ήταν δύσκολη και σε πολλές περιπτώσεις επικίνδυνη.
Χάρη στην τόλμη τους πραγματοποιήθηκαν σπουδαία και δύσκολα έργα, όπως τα πέτρινα γεφύρια της Πελοποννήσου που συνέβαλαν στη επικοινωνία απομακρυσμένων χωριών.
Το ταλέντο στην κατεργασία της πέτρας και το μεράκι τους στη δουλειά έκαναν περιζήτητους τους Λαγκαδινούς μάστορες σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι τα ταξίδια γίνονταν πλέον σε όλη τη χώρα και δίπλα στου Λαγκαδικούς συμμετείχαν εργάτες από όλη τη Γορτυνία. Οι περισσότερες κατασκευές τους στέκουν ακόμα ανέπαφες, επιβεβαιώνοντας το ταλέντο και τη μαστοριά τους.