Στις 30 Δεκεμβρίου 1956, γύρω στις 9 το βράδυ, ο Γρηγόρης Αυξεντίου καταδιωκόμενος από τους βρετανούς αστυνόμους, έφτασε στο χωριό Ζωοπηγή.
Το σπίτι του Μηνά Μηνά και της συζύγου του, Ολβίας, περίμεναν την αντάρτικη ομάδα του Αυξεντίου: τους Μιχαήλ (Μάκης) Γιωργάλλα, Φειδία Συμεωνίδη, Αντώνη Παπαδόπουλο, Ανδρέα Στυλιανού και Αυγουστή Ευσταθίου.
Μετά το σύντομο δείπνο οι αγωνιστές είχαν σκοπό να κρυφτούν στο κρησφύγετο κάτω από το τζάκι.
Συμφωνήσαν τις φρουρές κι έπεσαν για ύπνο.
Ο «Μάστρος», όπως αποκαλούσαν τον Αυξεντίου, έμεινε να προσέχει το σπίτι μαζί με τον Συμεωνίδη, έχοντας ανοιχτό το παράθυρο του κρησφύγετου.
«Κύριε Μηνά, κύριε Μηνά»
Τρεις ώρες μετά δύο αυτοκίνητα έφτασαν στη Ζωοπηγή και στάθμευσαν έξω από το σπίτι του Μηνά.
Οι επιβάτες πλησίασαν το σπίτι και άρχισαν να φωνάζουν «Κύριε Μηνά, κύριε Μηνά».
Ο Αυξεντίου ακούγοντας τις επίμονες φωνές ξύπνησε τον Μηνά και τον έστειλε έξω να δει ποιοι φώναζαν.
Βγαίνοντας ο Μηνάς τους άκουσε να λένε: «Πες στους ανθρώπους που έχεις έσσω σου να φύουν, γιατί έρκεται στρατός που το Λιμνάτζι τζιαι θα βάλει κέρφιου».
Ο Μηνάς έστρεψε το κλεφτοφάναρο κοντά τους και συνειδητοποίησε πως οι τέσσερις επιβάτες του ήταν άγνωστοι.
«Πηαίννετε γιε μου στις δουλειές σας, τζι εγώ είμαι άνθρωπος με οικογένεια, με έτσι ανθρώπους ξέρω με έτσι ανθρώπους έχω έσσω μου».
Τότε οι άγνωστοι τον ρώτησαν «Εσύ δεν είσαι ο Μηνάς Μηνά;» κι εκείνος απάντησε «όχι είμαι ο Γεώργιος Χαραλάμπους».
Οι άγνωστοι δεν πείστηκαν, τον χτύπησαν και άρχισαν να τον τραβούν προς το αυτοκίνητο. Ο Μηνάς άρχισε να φωνάζει κι ο Αυξεντίου ειδοποίησε τους άλλους αγωνιστές για όσα συνέβαιναν.
Οι άγνωστοι που είχαν έρθει ήταν δύο τούρκοι επικουρικοί, ένας έλληνας προδότης κι ένας Άγγλος ανακριτής.
Ο Αυξεντίου βγήκε έξω με τον Γιωργάλλα κρατώντας δύο αυτόματα.
Ο Μάκης Γιωργάλλας άρχισε να τρέχει προς την άλλη πλευρά του δρόμου, προσπαθώντας να αποφύγει τους επικουρικούς, όμως κάπου φάνηκε η σκιά του και δέχθηκε τα πυρά τους.
Τότε φώναξε στον Αυξεντίου «Μάστρε μου, μάστρε πεθαίνω, ζήτω η Ελλ…».
Ο Γιωργάλλας δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του, αφού πνίγηκε με το αίμα του.
Ο Αυξεντίου έριξε εναντίον τους, σκοτώνοντας τον ένα επικουρικό και τραυματίζοντας τον άλλο. Αμέσως, τέσσερα άλλα άτομα, μάζεψαν το νεκρό σώμα του Γιωργάλλα και τον έθαψαν σε μια γωνιά του νεκροταφείου Ζωοπηγής.
Από το βράδυ, οι Άγγλοι έζωσαν το χωριό και επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό, συλλαμβάνοντας πολλούς κατοίκους του χωριού.
Τους μετέφεραν στα κρατητήρια Πλατρών όπου τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να αποκαλύψουν που βρισκόταν το νεκρό σώμα του Γιωργάλλα. Κάποιος από τους συλληφθέντες αποκάλυψε την τοποθεσία και οι Βρετανοί υποχρέωσαν δύο κατοίκους να τον ξεθάψουν.
Από εκεί τον μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και τέσσερις μέρες μετά επέτρεψαν στους συγγενείς του να τον παραλάβουν.
Η δράση του «Λιάκου» της ΕΟΚΑ
Ο Μάκης Γιωργάλλας γεννήθηκε στο Μαραθόβουνο στις 6 Νοεμβρίου 1936.
Στην ΕΟΚΑ ορκίστηκε ένα χρόνο πριν την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1954 μαζί με άλλους συναγωνιστές του στο οίκημα της ΟΧΕΝ.
Μόλις ξεκίνησε ο αγώνας, ο Γιωργάλλας μπήκε στην εκτελεστική ομάδα.Στις 15 Αυγούστου 1955, ο Μάκης έχασε το πορτοφόλι του σε μία διαδήλωση.
Οι φωτογραφίες και τα τηλέφωνα αστυνομικών, που είχε μέσα σε αυτό, τον πρόδωσαν και οδήγησαν στη σύλληψή του.
Όμως επειδή υπήρχε έλλειψη στοιχείων δεν τον δίκασαν, αλλά τον οδήγησαν στα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς απ’ όπου απέδρασε.
Ο Μάκης Γιωργάλλας ήταν ένας από τους επικηρυγμένους των Βρετανών: όποιος τον παρέδιδε στις αρχές θα λάμβανε το ποσό των 5.000 λιρών.
Οι έλληνας προδότης έξω από το σπίτι του Μηνά Μηνά πέτυχε στον στόχο των Βρετανών, όμως δεν μαθεύτηκε αν τελικά έλαβε το «πολυπόθητο» ποσό.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Η εκτέλεση των Βρετανών «ανθρωποκυνηγών» που είχαν έρθει από την Κένυα για να «σκίσουν την ΕΟΚΑ σαν χαρτί». Ο smiling Killer, Άθως Πετρίδης