Έκανε τρεις γάμους, βραβεύτηκε με Πούλιτζερ, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση, κατηγορήθηκε ως φιλοκομμουνιστής, αλλά τάχθηκε υπέρ του πολέμου στο Βιετνάμ.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής. Έγραψε για τους φτωχούς εργάτες και τους μετανάστες. Αυτούς που πάλευαν να επιβιώσουν και να αποκτήσουν ένα κομμάτι γης για να ριζώσουν σε ένα τόπο και να επιβιώσουν. Ο συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ είναι ένας από τους κορυφαίους πεζογράφους του 20ου αιώνα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι: «Άνθρωποι και Ποντίκια», «Τα Σταφύλια της Οργής», «Ανατολικά της Εδέμ».
Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου του 1968, σε ηλικία 66 ετών.
H καθιέρωση
Ο Στάινμπεκ το 1936 ξεκίνησε να γράφει μια σειρά από ιστορίες που είχαν θέμα την Καλιφόρνια κατά την περίοδο του οικονομικού Κραχ και των καταιγίδων σκόνης.
Το 1930 η αμερικανική αγροτική οικονομία γνώρισε μεγάλη καταστροφή.
Εκτεταμένες θύελλες μετέφεραν μεγάλους όγκους σκόνης σκεπάζοντας περιοχές των ΗΠΑ και του Καναδά, αφανίζοντας σοδειές και μεγάλες αγροτικές εκτάσεις.
Η Οκλαχόμα χτυπήθηκε άσχημα.
Οι ιστορίες του Στάινμπεκ ήταν επηρεασμένες από το τραγικό φαινόμενο που έμεινε γνωστό ως Dust Bowl.
Γι΄ αυτό και ο Στάινμπεκ θεωρείται εκπρόσωπος του είδους που ονομάστηκε dust bowl literature.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήταν το μυθιστόρημα «Άνθρωποι και Ποντίκια» που κυκλοφόρησε το 1937. Ο τίτλος παρέπεμπε σε στίχους του ποιήματος του Ρόμπερτ Μπερνς «Σε ένα ποντίκι» που μερικά χρόνια πριν είχε διαβάσει ο Στάινμπεκ.
Τοποθετημένο για ακόμη μία φορά στην ύπαιθρο της Καλιφόρνιας, ο Στάινμπεκ περιγράφει την ιστορία δύο απόκληρων αγροτών που περιπλανώνται σε διάφορα αγροκτήματα για να εργαστούν και να επιβιώσουν.
Οι δύο φίλοι, Τζωρτζ Μίλτον και Λέννι Σμολ έχουν στόχο να αποκτήσουν τη δική τους φάρμα και να εκτρέφουν κουνέλια. Μια επικίνδυνη και όμορφη κοπέλα όμως αλλάζει τα δεδομένα και τη μοίρα των νεαρών αγροτών.
Το μυθιστόρημα διασκευάστηκε για θεατρική παράσταση το 1937, ενώ το 1939 η ταινία στον κινηματογράφο ήταν υποψήφια για τέσσερα Όσκαρ.
Το 1940 ο Στάινμπεκ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για τη νουβέλα «Τα σταφύλια της Οργής».
Το λογοτεχνικό έργο είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο νωρίτερα λαμβάνοντας αμφίσημες κρητικές.
Η υπόθεση του βιβλίου βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα που έζησαν οι μετανάστες που έφτασαν στην Καλιφόρνια μετά την Ύφεση και την καταστροφή των χωραφιών.
Για να είναι πιο αληθινός και ουσιαστικός στα κείμενα του, ο Στάινμπεκ έμεινε για παραπάνω από χρόνο μαζί με τους μετανάστες, βίωσε τις άθλιες συνθήκες, αλλά και την καχύποπτη συμπεριφορά των Καλιφορνέζων όταν αντίκρισαν τους ρακένδυτους εσωτερικούς μετανάστες.
Πολλοί κριτικοί βιβλίων το καταλόγισαν αμέσως στα καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία, ενώ άλλοι έσπευσαν να το κατηγορήσουν για άσεμνο και επικίνδυνο περιεχόμενο.
Ο Στάινμπεκ ήρθε αντιμέτωπος με τους κρατικούς μηχανισμούς όταν τον κατηγόρησαν ότι ψευδολογούσε και ήταν υπέρμαχος κομμουνιστικών απόψεων.
Το βιβλίο για δύο χρόνια απαγορεύτηκε να διδάσκεται στα σχολεία και να βρίσκεται στα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Παρόλα αυτά τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας, το μυθιστόρημα πούλησε πάνω από 40 χιλιάδες αντίτυπα, ενώ μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τις 14 εκατομμύρια πωλήσεις.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε με μεγάλη επιτυχία στον κινηματογράφο το 1940.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και το ταξίδι στην ΕΣΣΔ
Ο Στάινμπεκ συνέχισε να γράφει μυθιστορήματα.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε ως πολεμικός ανταποκριτής για την εφημερίδα New York Herald Tribune.
Αρχικά βρέθηκε στην Αγγλία και έπειτα στη Βόρεια Αφρική και στις ιταλικές ακτές.
Εκείνη την εποχή εργάστηκε και στο Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (η μετέπειτα CIA).
Με τη λήξη του πολέμου ο Στάινμπεκ επέστρεψε στην Καλιφόρνια φανερά καταβεβλημένος και σωματικά και ψυχικά.
Βρήκε για άλλη μια φορά καταφύγιο στο γράψιμο και σύντομα κυκλοφόρησε βιβλία, αλλά και σενάρια για κινηματογραφικές ταινίες όπως το «Στον Ίσκιο του Θανάτου» και το «Βίβα Ζαπάτα». Για αυτή την ταινία, το 1952 ταξίδεψε στο Μεξικό μαζί με το επιτελείο της ταινίας και τους πρωταγωνιστές Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1947, ο Στάινμπεκ ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και επισκέφτηκε αρκετές πόλεις, μεταξύ των οποίων η Μόσχα, το Στάλινγκραντ και το Κίεβο.
Μαζί με τον φωτογράφο Ρόμπερτ Κάπα το 1948 δημοσίευσαν το βιβλίο «A Russian Journal».
Ο Στάινμπεκ εκείνο τον καιρό συνδέθηκε με αριστερές απόψεις, γνώρισε αρκετούς σοσιαλιστές δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και εργατικά συνδικάτα και η αμερικανική κοινότητα τον κατηγόρησε για σοσιαλιστικές νοοτροπίες και διαπόμπευση του αμερικανικού καπιταλισμού.
Νόμπελ Λογοτεχνίας και ο πόλεμος στο Βιετνάμ
Το 1962 ο Στάινμπεκ βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για «τη ρεαλιστική και ευφάνταστη γραφή, ο συνδυασμός της οποίας δείχνει χιούμορ και έντονη κοινωνική αντίληψη».
Πολύς κόσμος αντέδρασε για την επιλογή του συγγραφέα και έκανε λόγο για «ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της Σουηδικής Επιτροπής».
Ο «γίγαντας των Αμερικανικών γραμμάτων» όπως αποκάλεσαν τον Στάινμπεκ, το 1960 είχε κυκλοφορήσει το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο Χειμώνας της Πίκρας μας», που δεν θύμιζε σε τίποτα το ταλέντο και την αυθεντικότητα των κειμένων που τον έκαναν διάσημο.
Οι New York Times έκαναν λόγο για έναν συγγραφέα με περιορισμένο ταλέντο και αναρωτήθηκαν κατά πόσο οι μηχανισμοί που επιλέγουν τον νικητή των Νόμπελ είναι σωστοί.
Ο Στάινμπεκ φυσικά υπερασπίστηκε τον εαυτό, αλλά αποκάλυψε ότι δεν είχε καμία ιδέα ότι θα κέρδιζε εκείνος το Νόμπελ.
Ο Στάινμπεκ το 1967 βρέθηκε στο Βιετνάμ για να καλύψει τον πόλεμο για το περιοδικό Newday.
Φάνηκε ένθερμος υποστηρικτής του πολέμου και αρκετοί αριστεροί φίλοι και υποστηρικτές του φαίνεται να ενοχλήθηκαν με τη συμπεριφορά του συγγραφέα.
Μπορεί η στροφή του συγγραφέα να οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο του γιοι, που είχε αποκτήσει από τον δεύτερο γάμο του, πολεμούσαν στο Βιετνάμ. Συνάμα ήταν πλέον και φίλος με τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον.
Η προσωπική ζωή του συγγραφέα
Ο Στάινμπεκ το 1930 γνώρισε τον θαλάσσιο βιολόγο και φιλόσοφο Εντ Ρίκετς. Μαζί ανέπτυξαν σύντομη, αλλά βαθιά φιλία. Ο συγγραφέας επηρεάστηκε από τον Ρίκετς, με τον οποίο πραγματοποίησαν μαζί ταξίδια στον Κόλπο της Καλιφόρνιας συλλέγοντας βιολογικά θαλάσσια δείγματα.
Το βιβλίο «Sea of Cortez» που κυκλοφόρησε το 1941 βασίστηκε στις σημειώσεις και παρατηρήσεις των δύο ανδρών για τη θαλάσσια ζωή της Καλιφόρνιας.
Το 1948, ο Ρίκετς βρήκε τραγικό θάνατο έπειτα από σύγκρουση του αυτοκινήτου του με αμαξοστοιχία.
Ο Στάινμπεκ, που βρισκόταν εκτός Καλιφόρνιας, δεν πρόλαβε να γυρίσει εγκαίρως και όταν έφτασε ο Εντ ήταν ήδη νεκρός.
Ο θάνατος του καλύτερού του φίλου και το διαζύγιο με τη δεύτερη σύζυγό του, Γκουέντολιν Κόνγκερ ένα χρόνο αργότερα, επηρέασαν βαθύτατα τον Τζον που έπεσε σε κατάθλιψη.
Με τη συγγραφή και με τη βοήθεια της Ελέιν Σκοτ, της τρίτης και τελευταίας του γυναίκας, μπόρεσε να συνέλθει και το 1951 ο Στάινμπεκ κυκλοφόρησε το έργο «Ανατολικά της Εδέμ», το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας θεωρούσε πως ήταν το καλύτερο βιβλίο που είχε γράψει και το αφιέρωνε στα δύο του παιδιά.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και υπήρξε το ντεμπούτο του Τζέημς Ντιν στη μεγάλη οθόνη.
Τον Δεκέμβριο του 1968 ο Στάινμπεκ άφησε την τελευταία του πνοή, έπειτα από συνεχή μικρά καρδιακά επεισόδια. Ο συγγραφέας κάπνιζε σε όλη του τη ζωή και στην ηλικία των 66 χρόνων οι περισσότερες αρτηρίες του ήταν φραγμένες. Αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του μεταφέρθηκαν στο Σαλίνας της Καλιφόρνιας.
Ο Στάινμπεκ έγραψε 17 μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα. Οι αριστερές του απόψεις στάθηκαν εμπόδιο στην Αμερική του Μακαρθισμού, αλλά κατάφερε να καθιερωθεί. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς και εκπροσώπους της Δυτικής Λογοτεχνίας. Αν δεν έχετε διαβάσει κάποιο βιβλίο του, μια καλή αρχή είναι το βιβλίο «Άνθρωποι και ποντίκια», που είναι και αρκετά ενδεικτικό του ύφους του.
Τα Παιδικά χρόνια και η δύσκολη εκκίνηση
Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1902 στην πόλη Σαλίνας στην Καλιφόρνια από μετανάστες δεύτερης γενιάς.
Η καταγωγή του ήταν γερμανική και ιρλανδική.
Ο πατέρας του ήταν διευθυντής σε μια εταιρία που διακινούσε αλεύρι και η μητέρα του δασκάλα.
Όταν ο Τζον μπήκε στην εφηβεία, ο πατέρας του έχασε τη δουλειά του. Άνοιξε ένα μπακάλικο που αποδείχτηκε σκέτη αποτυχία και κατέληξε ταμίας στην κομητεία του Μοντερέυ.
Εκείνη την εποχή, ο Στάινμπεκ βρήκε διέξοδο στη γραφή.
Στα 14 του, μετά το σχολείο, κλεινόταν με τις ώρες στην σοφίτα του σπιτιού του και έγραφε μικρές ιστοριούλες για τη σχολική εφημερίδα ή για τον εαυτό του, όλες εμπνευσμένες από τα βιώματα και τους ανθρώπους της πόλης του.
Το βιβλίο του «Το κόκκινο πουλάρι», που εκδόθηκε το 1933, βασίστηκε στην Τζιλ, στο πόνι που είχε ο Στάινμπεκ όταν ήταν μικρός.
Η αποτυχία να καθιερωθεί σαν συγγραφέας στη Νέα Υόρκη και η επιστροφή στην Καλιφόρνια
Το 1919 ο Στάινμπεκ γράφτηκε στο πανεπιστήμιο Στάφορντ στην Καλιφόρνια για να σπουδάσει Αγγλική Λογοτεχνία.
Μετά από πολλές διακοπές στις σπουδές του, εγκατέλειψε την προσπάθεια να αποκτήσει πτυχίο και το 1925 ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη με τη φιλοδοξία πως θα γίνει τρανός συγγραφέας.
Το όνειρο απείχε πολύ από την πραγματικότητα.
Οι ιστορίες του είχαν πολλή μικρή απήχηση και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να τις δημοσιεύσει.
Ο Στάινμπεκ δεν μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό του από τη συγγραφική δουλειά και αναγκάστηκε να βρει μια άσχετη δουλειά. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε να στεριώσει κάπου και τρία χρόνια αργότερα, καταπονημένος και σχεδόν υποσιτισμένος, επέστρεψε στην Καλιφόρνια.
Βρήκε δουλειά στην αρχή σαν ξεναγός κι έπειτα σαν επιστάτης σε ένα ιχθυοτροφείο.
Παράλληλα, το 1929 εκδόθηκε η πρώτη νουβέλα του Στάινμπεκ, «η Χρυσή Κούπα», χωρίς ιδιαίτερη απήχηση.
Το 1930 παντρεύτηκε την Κάρολ Χένινκγ, την οποία γνώρισε στο ιχθυοτροφείο.
Το ζευγάρι επιβίωνε μόνο με τα απαραίτητα και πολλές φορές τρέφονταν από τα ψάρια που έπιανε ο Τζον και από τα λαχανικά που καλλιεργούσαν στο κτήμα τους.
Για καλή τύχη του Στάινμπεκ, ο πατέρας του προθυμοποιήθηκε να τον συντηρεί οικονομικά όσο ο Τζον θα προσπαθούσε να καταξιωθεί ως συγγραφέας.
Η επιτυχία ήρθε μερικά χρόνια αργότερα με την «Πεδιάδα της Τορτίγια». Κυκλοφόρησε το 1935 και εξιστορούσε τις περιπέτειες μιας παρέας απένταρων νεαρών στο Μοντερέυ της Καλιφόρνιας.
Επτά χρόνια αργότερα το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Η πορεία προς την καταξίωση είχε αρχίσει.