Όταν ο μεγαλύτερος αρχαιοκάπηλος της ιστορίας, ο λόρδος του Έλγιν, ολοκλήρωσε την κλοπή των γλυπτών του Παρθενώνα, προσπάθησε να «ρίξει στάχτη» στα μάτια των Αθηναίων και να «εξιλεωθεί» για την πράξη του. Το 1814 δώρισε στην πόλη ένα μεγάλο κρουστικό ρολόι, το οποίο όχι μόνο έγινε αποδεκτό προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις, αλλά τοποθετήθηκε πάνω σε ένα πύργο μέτριου ύψους, στην Παλιά Αγορά της Αθήνας.
Το «ρολόι του Ελγίνου» όπως ήταν γνωστό, αποτελούνταν στην πραγματικότητα από τέσσερα διαφορετικά ρολόγια που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε μια από τις πλευρές του κακοφτιαγμένου πύργου. Έφερε μάλιστα επιγραφή στα λατινικά που σήμαινε «Θωμάς, Κόμης του Έλγιν, στους Αθηναίους εδώρισε ωρολόγιον και οι Αθηναίοι πολίτες το έστησαν το 1814».
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το ρολόι υπέστη μεγάλες φθορές και δεν λειτουργούσε, ενώ μετά την απελευθέρωση και τα τέσσερα ρολόγια εξαφανίστηκαν.
Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, πατέρας του Όθωνα, έδωσε εντολή να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές και φρόντισε να στείλει ένα ρολόι που κοσμούσε τον παλιό πύργο.
Τελικά, μετά από τις επισκευές ο πυργίσκος χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή και στο ταρατσάκι του εργαζόταν ο χορδιστής του ρολογιού.
Ο πύργος διατηρήθηκε στη θέση του για 70 χρόνια, έως την καταστροφή του,το καλοκαίρι του 1884.
Όπως αναφέρει ο αθηναιογράφος Δημήτρης Καμπούρογλου «ο γλυκός ήχος του ρολογιού αυτού, σταμάτησε να ακούγεται στις 9 Αυγούστου του 1884, μετά την πυρκαγιά που ξέσπασε στην Αγορά της Αθήνας». Ότι απέμεινε από τη δωρεά του αρχαιοκάπηλου κατεδαφίστηκε για να διενεργηθούν στην περιοχή ανασκαφές.
Οι μάγκες του Ρολογιού
Το ρολόι του Έλγιν υπήρξε για πολλά χρόνια το ορμητήριο και το καταφύγιο για ρακένδυτους, φτωχόπαιδα, αλήτες, άστεγους και άλλα χαμίνια της γειτονιάς, που έμειναν γνωστοί ως οι «μάγκες του ρολογιού».
«Εις τους περί τον πυργίσκο του Ωρολογίου στενούς και βορβορώδεις δρομίσκους ελίμναζον παιδία μέχρι εφήβων και νεανίσκων, ημίγυμνα, με τας σάρκας διαφαινομένας δια μέσου μόλις συγκρατουμένων ρακών, ρυπαρά, εκ γενετής άπλυτα, ασκεπή και γυμνόπαιδα, άεργα, με το στόμα πλήρες βωμολοχιών και βλασφημιών, αναιδώς καπνίζοντα, αποζώντα εκ της τύχης, έχοντας δοσολοψίας με την αστυνομία», έγραφε ο κοσμήτορας των σχολών Αριστοτέλους Κουρτίδου.
Για να καταφέρουν να κερδίσουν λίγα χρήματα έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού ή επαγγέλματα όπως λούστροι και εφημεριδοπώλες. Για μία πεντάρα ή και λιγότερο μετέφεραν τα ψώνια κάποιου στο σπίτι του και έτσι απέκτησαν και το παρατσούκλι «οψοκομιστάς». Αρκετοί από αυτούς πάντως το μόνο που έκαναν για να κερδίζουν χρήματα ήταν αν κλέβουν τους εμπόρους ή όσους επισκέπτονταν την Παλιά Αγορά.
Άλλοι εξασφάλιζαν ένα πιάτο φαγητό πλένοντας τα καζάνια του παρακείμενου στρατώνα και πήγαιναν για ύπνο όπου έβρισκαν.
Συχνά η διάθεση που είχαν οι μάγκες του ρολογιού ήταν επιθετικοί προς τους διερχόμενους, οι οποίοι υπέφεραν από τη δράση τους.
Είχαν μάλιστα και δική τους διάλεκτο. Για παράδειγμα, το κεφάλι το περιέγραφαν με τη φράση «Δόξα Πατρί», που είναι το κούτελο το οποίο δείχνει ο ιερέας με τα δάκτυλα, όταν λέει τη φράση «δόξα Πατρί και υιός και αγίον πνεύματι αμήν». «Πατούμενα» έλεγαν τα παπούτσια.
Το 1863, ο περιβόητος αστυνομικός διευθυντής Δημητριάδης οργάνωσε επιχείρηση για να τους απομακρύνει από την Αγορά. Όταν τους έπιασε το πρώτο που έκανε ήταν να τους κρεμάσει στο αριστερό χέρι μια ταμπέλα που έγραφε «εκ τενεκέ», ενώ τους έδωσε καινούργια και καθαρά ρούχα για να μην δείχνουν ρακένδυτοι. Ο Δημητριάδης τους κατέγραψε έναν – έναν σε ειδικό κατάλογο και τους έβρισκε δουλειές ως οψοκομιστές. Οι μάγκες του ρολογιού ήταν η αφορμή για να ιδρυθεί η «Σχολή Απόρων Παίδων του Παρνασσού», βοηθώντας τους περισσότερους από αυτούς να βρουν το δρόμο τους και να προοδεύσουν στην κοινωνία.
Αρχική φωτογραφία: Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, «Αθήνα 1839-1900. Φωτογραφικές Μαρτυρίες» των Κωνσταντίνου Φανή & Τσίργιαλου Αλίκη (επιμ.)
Χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες από την Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ της Δέσποινας Δρεπανιά και Η ΠΛΑΚΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ