Από το musiccorner.gr
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά, ο Δήμος Μούτσης στράφηκε σε εντελώς διαφορετικού ύφους δημιουργίες σε σχέση μ’ εκείνες που είχε γίνει γνωστός στα πρώτα δέκα χρόνια της συνθετικής πορείας του, φτιάχνοντας ένα άκρως υπολογίσιμο και «δυνατό» όνομα στον χώρο του τραγουδιού.
Άφησε λοιπόν στην άκρη τις «κανταδόρικες» λαϊκές μελωδίες του κι ακολούθησε ένα πιο «προσωπικό» δρόμο, με βάση τον «ηλεκτρικό» ήχο που είχε αρχίσει να γίνεται παγκοσμίως δημοφιλής, αλλά και με αναφορές στην «κάντρι» μουσική (στοιχείο εξαιρετικά διακριτό στο «Δρομολόγιο» του 1979 σε στίχους Νίκου Γκάτσου με τον Μανώλη Μητσιά).
Παράλληλα, από ένα σημείο κι έπειτα αποφάσισε να είναι ο ίδιος ο σχεδόν αποκλειστικός ερμηνευτής των τραγουδιών του.
Από την άλλη, η Σωτηρία Μπέλλου έχοντας προ πολλού κατακτήσει με την αξία της τον τίτλο της «αρχόντισσας του ρεμπέτικου», από τη μεταπολίτευση και μετά έκανε κάποια «ανοίγματα» και σε πιο «έντεχνους» συνθέτες.
Αρχικά με τον Διονύση Σαββόπουλο το 1975 τραγουδώντας μαζί του σε δεύτερη εκτέλεση το θρυλικό και πασίγνωστο «Ζεϊμπέκικο» («Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια») κι εν συνεχεία με τον Βασίλη Δημητρίου συμμετέχοντας με τέσσερα τραγούδια στο δίσκο του δημιουργού «Σεργιάνι στον παράδεισο».
Ωστόσο, η κορυφαία στιγμή της μεγάλης κι αξέχαστης ρεμπέτισσας ήρθε το 1980 μέσα από τα «Λαϊκά προάστια» του Ηλία Ανδριόπουλου σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και τα «Μην κλαις» και «Πλατεία Βάθης».
Κυρίως αυτά τα δύο τραγούδια πέρασαν τη Μπέλλου σ’ ένα «άλλο» κοινό, που δεν άκουγε ρεμπέτικα και συνεπώς η φωνή της δεν του ήταν και τόσο οικεία…
Το μυστικό…
Σχεδόν ένα χρόνο μετά (1981), η «έντεχνη» περιπλάνηση της Σωτηρίας συνεχίστηκε. Τούτη τη φορά, ο Μούτσης ήταν εκείνος που ζήτησε τη συμμετοχή της στον πρώτο «προσωπικό» δίσκο που ετοίμαζε πάνω σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη (το περίφημο «Φράγμα»), ο οποίος αμέσως ξάφνιασε τον κόσμο της μουσικής και όχι μόνο με τον «αιχμηρό», «δυσνόητο», αλλά τόσο περιεκτικό και γεμάτο μηνύματα λόγο του.
Η Μπέλλου θα έλεγε τρία τραγούδια στο άλμπουμ, ένα εκ των οποίων ήταν το «Δε λες κουβέντα». Ο συνθέτης φρόντισε να γράψει μουσικές που θα ήταν πιο κοντά στο «στυλ» της κι έτσι το συγκεκριμένο το έφτιαξε σε ζεϊμπέκικο ρυθμό. Άλλωστε, η αξέχαστη ερμηνεύτρια «λειτουργούσε» καλύτερα όταν άκουγε μπουζούκι παρά τα έγχορδα της ορχήστρας.
Όμως, ο Μούτσης πρόβαρε με τη Σωτηρία μόνο τα τρία κουπλέ του τραγουδιού, αποκρύπτοντάς της ότι ενδιάμεσα υπήρχε και ρεφρέν το οποίο ερμήνευε ο ίδιος. Και τούτο γιατί -όπως ανέφερε ο ίδιος χρόνια αργότερα- ο ρυθμός του δεν ταίριαζε στο ύφος της (πιο «μαλακό» και «κανταδόρικο») κι έτσι προτίμησε να το πει εκείνος, κάτι που βεβαίως η Μπέλλου αγνοούσε!
Με τα πολλά λοιπόν, ολοκληρώθηκε η ηχογράφηση του τραγουδιού (όπως και των υπολοίπων) κι έτσι δεν έμενε πλέον παρά η κυκλοφορία του δίσκου…
…και τα ασφαλιστικά μέτρα
Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγες ημέρες και κάποιο πρωί, η Μπέλλου χτυπά το κουδούνι του σπιτιού του Μούτση εν εξάλλω καταστάσει! «Τι τραγούδι είναι αυτό που μου έδωσες;», τον ρωτά. «Όλο «όχι» λέει. Δεν αυτό, δεν εκείνο, δεν το άλλο. Τίποτα αισιόδοξο». Σημειωτέον ότι δεν του …είπε κουβέντα για το ρεφρέν που προστέθηκε κι εκείνη δεν είχε ιδέα.
Αφού λοιπόν ξέσπασε, έριξε και τη «βόμβα»: «Ζήτησα από τον Πατσιφά (Σ.Σ. τον διευθυντή της εταιρείας LYRA) να μην κυκλοφορήσει το τραγούδι και θα κάνω ασφαλιστικά μέτρα». Ο Μούτσης προσπάθησε να την ηρεμήσει και να της εξηγήσει τι είχε συμβεί, αλλά σε πρώτη φάση μάλλον απέτυχε αφού η ερμηνεύτρια ήταν έξαλλη και δεν άκουγε τίποτε.
Ωστόσο, λίγες ημέρες μετά η Μπέλλου πήγε πάλι στο σπίτι του κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια και τον ευχαρίστησε λέγοντάς του ότι «τελικά είμαι τυχερή». Η συμπεριφορά της δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού ο χαρακτήρας της είχε αρκετά «σκαμπανεβάσματα» και πολλές φορές ενεργούσε εν θερμώ.
Φυσικά, το «Δε λες κουβέντα» όχι μόνο κυκλοφόρησε κανονικά στο «Φράγμα», αλλά αμέσως έγινε τεράστια επιτυχία, ακούστηκε κατά κόρον εκείνη την εποχή και τριάντα και πλέον χρόνια μετά έχει πάρει τον χαρακτηρισμό του «κλασικού», όντας μια από τις σπουδαιότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού από καταβολής του!
Πηγή: musiccorner.gr
Διαβάστε επίσης στη «ΜτΧ»:«Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι». Το τραγούδι που έγραψε ο Καλδάρας για τους φυλακισμένους αριστερούς του Γεντί Κουλέ. Γιατί άλλαξαν τα λόγια και τελικά θεωρήθηκε ερωτικό τραγούδι. Τι έλεγαν οι αρχικοί στίχοι…