Το 1998 ο 21χρονος φοιτητής Μάθιου Σέπαρντ βρέθηκε χτυπημένος και δεμένος σε έναν φράκτη. Λίγες μέρες αργότερα πέθανε έπειτα από ανεπανόρθωτες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.
Στη δίκη που ακολούθησε μετά τον θάνατό του, οι δύο δολοφόνοι υποστήριξαν ότι ήθελαν μόνο να ληστέψουν τον Μάθιου, αλλά όταν το θύμα τους φλέρταρε, όπως ισχυρίστηκαν, τον βασάνισαν και τον σκότωσαν.
Το απόγευμα της 6ης Οκτωβρίου 1998, ο Μάθιου Σέπαρντ, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Γουαϊόμινγκ πήγε σε ένα μπαρ της περιοχής Λαραμί.
Έπειτα από περίπου μια ώρα, τον πλησίασαν δύο νεαροί, ο Άαρον ΜακΚίνεϊ και ο Ράσελ Χέντερσον. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Μάθιου έφυγε μαζί τους.
Οι δύο νέοι προσφέρθηκαν να γυρίσουν τον Μάθιου σπίτι του. Στην πραγματικότητα τον οδήγησαν σε μια απομακρυσμένη περιοχή ανατολικά του Λαραμί.
Έδεσαν τους καρπούς του Μάθιου σε ένα φράχτη και άρχισαν να τον χτυπούν στο κεφάλι με την λαβή ενός πιστολιού.
Τον εγκατέλειψαν σε κωματώδη κατάσταση μέσα στο κρύο, αφού πρώτα του πήραν το πορτοφόλι, την ταυτότητα και τα παπούτσια του.
Ο Σέπαρντ παρέμεινε δεμένος για 18 ώρες. Το απόγευμα της επόμενης μέρας, ένας ποδηλάτης που τυχαία περνούσε από την περιοχή, ανακάλυψε τον άτυχο φοιτητή.
Αρχικά, νόμιζε πως ο Μάθιου ήταν σκιάχτρο, έτσι όπως τον είχαν δέσει οι θύτες του. Αμέσως κάλεσε τις αρχές.
Το πρόσωπο του Μάθιου ήταν βαριά χτυπημένο, καλυμμένo με αίματα, εκτός από τα σημεία που τα είχαν ξεπλύνει τα δάκρυά του.
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Κολοράντο , όπου παρέμεινε σε κώμα για έξι μέρες. Τα μεσάνυχτα της 12ης Οκτωβρίου υπέκυψε στα τραύματά του.
Η νεκροψία έδειξε ότι ο Μάθιου είχε δεχτεί τουλάχιστον είκοσι χτυπήματα στο κεφάλι του, με αποτέλεσμα να αποκοπεί μέρος του κρανίου του.
Η σύλληψη των δραστών και η δίκη της δολοφονίας
Οι δύο δολοφόνοι, μετά την αποτρόπαια πράξη τους κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του φοιτητή, με σκοπό να ληστέψουν κι αυτό.
Στη διαδρομή διαπληκτίστηκαν με δύο νεαρούς και συνελήφθησαν από τους αστυνομικούς για βανδαλισμό.
Ερευνώντας το αμάξι των δραστών, οι αστυνομικοί βρήκαν ένα ματωμένο όπλο και τα παπούτσια του Μάθιου.
Οι δυο νεαροί κατηγορήθηκαν για φόνο, ληστεία και απαγωγή ενηλίκου.
Στο δικαστήριο, οι κοπέλες των δύο νέων υποστήριξαν ότι κανένας τους δεν έδρασε υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών.
Ο δικηγόρος ενός εκ των δύο, του Χέντερσον, υποστήριξε ότι ο πελάτης του συμπεριφέρθηκε «εν βρασμώ ψυχής», έπειτα από προσπάθεια του Σέπαρντ να φλερτάρει μαζί του. Το δικαστήριο απέρριψε αυτήν τη γραμμή υπεράσπισης, θεωρώντας την ως ασεβή προς τον νεκρό φοιτητή.
Απεναντίας, θεώρησε πιθανό οι δύο δράστες να προσποιήθηκαν ότι ήταν ομοφυλόφιλοι για να πλησιάσουν τον Μάθιου και να τον ληστέψουν.
Τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης, τα ευρήματα στο αμάξι των θυτών, αλλά και οι χυδαίοι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούσαν οι δύο δολοφόνοι όποτε αναφέρονταν στον Μάθιου οδήγησε σοβαρά στο ενδεχόμενο η ποινή των δύο νεαρών να είναι η θανατική καταδίκη.
Οι δύο νέοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αναστολής.
Στο δικαστήριο, ο πατέρας του Μάθιου δήλωσε, μεταξύ άλλων: «Θέλουμε να δείξουμε έλεος σε κάποιους που αρνήθηκαν να δείξουν έλεος. Κάθε φορά που θα γιορτάζετε τα Χριστούγεννα, κάποια γενέθλια ή την 4η Ιουλίου, να θυμάστε πως ο Ματ δεν το κάνει. […]Μας κλέψατε κάτι το μονάκριβο και δεν θα σας συγχωρέσω ποτέ για αυτό. Σας αφήνω να ζήσετε, εις μνήμη κάποιου που δεν ζει πια. Μακάρι να έχετε μια μεγάλη ζωή και μακάρι να ευχαριστείτε τον Μάθιου κάθε μέρα για αυτό».
«Νόμος του Μάθιου Σέπαρντ»
Η άγρια δολοφονία του ομοφυλόφιλου φοιτητή σόκαρε την αμερικανική κοινωνία και έφερε στο προσκήνιο τη νομοθεσία των ΗΠΑ σχετικά με τα εγκλήματα μίσους.
Η μητέρα του Μάθιου, από τη στιγμή της δολοφονίας του γιου της, έγινε υπέρμαχος των ΛΟΑΤ δικαιωμάτων (το αρκτικόλεξο προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς) και αγωνίστηκε πολλά χρόνια ώστε να αλλάξει ο σχετικός νόμος για τα εγκλήματα μίσους, προκειμένου να ενισχυθεί η πρόληψή τους και να ενταθούν οι ποινές σε περιστατικά ρατσιστικών επιθέσεων.
Η συντηρητική Βουλή επί προεδρίας Κλίντον απέρριψε την υπογραφή νέου νομοσχεδίου, ενώ ο Πρόεδρος Μπους άσκησε βέτο στην υπογραφή ενός νομοσχεδίου που θα προστάτευε ομοφυλόφιλους. Στις 28 Οκτωβρίου 2009, 11 χρόνια μετά την δολοφονία του Μάθιου Σέπαρντ, υπογράφηκε από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, το νομοσχέδιο που ονομάστηκε «Νόμος του Μάθιου Σέπαρντ». Έπειτα από πολλές προσπάθειες, τα εγκλήματα που έχουν ως αφετηρία τον σεξουαλικό προσανατολισμό εντάχθηκαν στον σχετικό νόμο των εγκλημάτων μίσους.
Είχε πέσει ξανά θύμα κακοποίησης
Ο Μάθιου Σέπαρντ γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 1976 στο Γουαϊόμινγκ των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο ευαίσθητος χαρακτήρας του και το μικροκαμωμένο παρουσιαστικό του (ήταν 1,57μ.), είχε ως αποτέλεσμα να είναι εύκολος στόχος για λεκτική, αλλά και σωματική κακοποίηση. Στα 15 του, ταξίδεψε μαζί με τρεις συμμαθητές του στο Μαρόκο.
Εκεί, ο άτυχος νεαρός έπεσε θύμα ληστείας και κακοποιήθηκε σεξουαλικά. Οι θύτες δεν συνελήφθησαν ποτέ.
Ο Μάθιου ακολούθησε θεραπευτική αγωγή, ωστόσο σε όλη τη διάρκεια της υπόλοιπης ζωής του είχε κρίσεις πανικού και παρουσίαζε συμπτώματα κατάθλιψης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις, ενώ ασχολήθηκε σθεναρά με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤ κοινότητας.
Η δολοφονία του Μάθιου Σέπαρντ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική αντιλαμβάνεται τα εγκλήματα μίσους.
Το περιστατικό ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες με μία πληθώρα βιβλίων, ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικών ταινιών να αναφέρονται στην άδική δολοφονία και ζωή του Μάθιου Σέπαρντ.
Η ημέρα πριν από τον θάνατό του, 11η Οκτωβρίου, έχει καθιερωθεί να γιορτάζεται η παγκόσμια ημέρα του «Coming Out», ημέρα δηλαδή που ο καθένας γιορτάζει το δικαίωμα του να μοιράζεται με τους γύρω του τη σεξουαλική του προτίμηση.