Ο Ρούντολφ Ες ήταν ένας από τους χιλιάδες Γερμανούς βετεράνους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι οποίοι εναπόθεσαν στον Χίτλερ τις ελπίδες τους για την αναγέννηση της Γερμανίας.
Οι δύο άνδρες οικοδόμησαν πολύ γρήγορα μια στενή φιλική σχέση η οποία επιβραβεύτηκε με το αξίωμα του υπαρχηγού του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος για τον Ες, καθώς και τη θέση του ιδιαίτερου γραμματέα του καγκελάριου.
Στις 10 Μαΐου 1941 συνέβη ένα ανεξήγητο γεγονός.
Ο Ρούντολφ Ες, ο «αντικαταστάτης του αρχηγού του NSDAP» συνελήφθη από τις βρετανικές Αρχές στη Σκωτία, όπου είχε πέσει με αλεξίπτωτο.
Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ο Ες επιθυμούσε να αποκτήσει επαφή με φιλειρηνικούς κύκλους στη Βρετανία, προκειμένου αυτοί να πιέσουν την κυβέρνησή τους, ώστε να διαπραγματευτεί μια έντιμη ειρήνη με τη Γερμανία.
Για την πλειοψηφία των ιστορικών η ακατανόητη αυτή ενέργεια έγινε εν αγνοία του Χίτλερ.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστων Τσώρτσιλ αρνήθηκε να δει τον Ες. Απέρριψε τις προτάσεις του, θεωρώντας πως ήταν αφελής και στην πραγματικότητα δεν αντιπροσώπευε τη γερμανική ηγεσία.
Αφού έλαβε από τους ανακριτές πληροφορίες σχετικά με τα σχέδια του Χίτλερ, αγνόησε παντελώς τον υψηλό του κρατούμενο για το υπόλοιπο του πολέμου.
Για πολλούς μελετητές όμως χρησιμοποίησε ως πρόσχημα την αποστολή του Ες, προκειμένου να εδραιώσει την εξουσία του έναντι των αντιπάλων του και του φιλειρηνικού λόμπυ.
Το 1946 ο Ες δικάστηκε στη Νυρεμβέργη και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Στην τελευταία του δήλωση ενώπιον των δικαστών, αμετανόητος, διακήρυξε την πίστη του προς τον Χίτλερ.
Για τον Στάλιν και τους διαδόχους του, ο Ες αποτελούσε ένα ζωντανό σύμβολο του ναζισμού, που είχε κοστίσει στη Σοβιετική Ένωση εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές.
Ήταν επίσης ο άνθρωπος που, κατά την άποψή τους, είχε επιδιώξει συμφωνία με την καπιταλιστική Δύση για να βοηθήσει τη γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Κι ενώ οι υπόλοιποι συγκρατούμενοί του, καταδικασμένοι σε ισόβια, αποφυλακίζονταν αργά η γρήγορα, εκείνος παρέμενε στις φυλακές του Σπαντάου, σε καθεστώς απομόνωσης.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 80΄ οι Σοβιετικοί ήταν αμετακίνητοι στο ζήτημα της απελευθέρωσής του.
Η έλευση, όμως, του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ άλλαξε τα δεδομένα. Ο νέος Σοβιετικός ηγέτης αποφάσισε να απελευθερώσει τον Ες, καθώς μια τέτοια πράξη θα γινόταν παγκόσμια αποδεκτή ως μια χειρονομία ανθρωπισμού.
Η απελευθέρωση επέκειτο τον Νοέμβριο του 1987.
Το απόγευμα της 17ης Αυγούστου 1987 ο Ες, πήγε στο σπιτάκι του κήπου, στο προαύλιο της φυλακής, όπου συνήθιζε να κάθεται. Ο φύλακας τον άφησε για λίγο.
Μερικά λεπτά αργότερα όμως είδε τον Ες στραγγαλισμένο με ένα ηλεκτρικό καλώδιο γύρω από τον λαιμό του.
Μεταφέρθηκε στο Βρετανικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατός ως αποτέλεσμα αυτοκτονικής απόπειρας.
Ωστόσο, ο τρόπος θανάτου αφήνει πολλά ερωτήματα. Πώς ήταν δυνατόν ο ιδιαίτερα καταβεβλημένος Ες, ο οποίος με δυσκολία μπορούσε ακόμη να περπατήσει και να σηκώσει τα χέρια του, να αυτοκτονήσει με αυτό τον τρόπο;
Τον Φεβρουάριο του 1988 ο γιός του Ες έπεισε έναν Νοτιοαφρικανό δικηγόρο, ο οποίος διατηρούσε επαφές με τις μυστικές δυτικές υπηρεσίες, να γράψει μια κατάθεση υπό μορφή μιας ένορκης διαβεβαίωσης ώστε να μπορεί να προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος ισχυριζόταν ότι ο Ες δολοφονήθηκε από δύο μέλη της βρετανικής SAS. Ως πληροφοριοδότη του υποδείκνυε έναν αξιωματικό της ισραηλινής αεροπορίας.
Τον Μάιο του 2009 ο Τυνήσιος νοσηλευτής του Ες, Αμπντάλα Μελάουχι σε συνέντευξη του στη γερμανική εφημερίδα «NationalZeitung» ισχυρίστηκε ότι ο επικεφαλής της σοβιετικής φρουράς και ο Σοβιετικός διευθυντής των φυλακών του Σπαντάου του αποκάλυψαν ότι ο Γκορμπατσόφ σχεδίαζε να απελευθερώσει τον Ες.
Ο Μελάουχι μετέφερε την είδηση στον Ες. Ο τελευταίος τότε του είπε «Μελάουχι, αυτό θα αποτελέσει την θανατική μου καταδίκη».
Φαίνεται πάντως πως οι αποκαλύψεις του Μελάουχι ενόχλησαν τη γερμανική κυβέρνηση. Το κανάλι SAT 1 αναγκάστηκε να αποσύρει το ενδιαφέρον του για μια αποκλειστική συνέντευξη, καθώς το επίσημο γερμανικό κράτος απείλησε με μηνύσεις.
Παράλληλα, ο Τυνήσιος νοσηλευτής αποκλείστηκε από τον γερμανο-τυνησιακό σύνδεσμο, παρ’ όλο που ανήκε στα ιδρυτικά του μέλη, ενώ έπειτα από έντονες πιέσεις παραιτήθηκε και από τη συμβουλευτική επιτροπή μεταναστών στον δήμο Βερολίνου-Μπράντενμπουργκ.
Παρ’ όλα αυτά ο Μελάουχι συνέχισε τις έρευνες προς ενίσχυση της γνώμης του. Καρπός αυτών των ερευνών αποτέλεσε το βιβλίο με τίτλο: «Είδα τους δολοφόνους στα μάτια».
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2013, ο βρετανικός Τύπος δημοσίευσε είδηση σύμφωνα με την οποία η Σκότλαντ Γιάρντ γνώριζε ήδη από το 1989 τα ονόματα των Βρετανών πρακτόρων που δολοφόνησαν τον Ες.
Αιτία ήταν η πρόθεση του τελευταίου να αποκαλύψει κάποια ένοχα μυστικά του Τσώρτσιλ σχετικά με τον πόλεμο. Η Εισαγγελία της Βρετανίας, ωστόσο, θεώρησε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο.
Για πολλούς μελετητές της περιόδου οι βρετανικές κυβερνήσεις προσπαθούν να συγκαλύψουν την υπόθεση, διατηρώντας σφραγισμένα δεκάδες σχετικά έγγραφα, τα οποία αναμένεται να δοθούν στη δημοσιότητα το 2017.
Η μυστικοπάθεια αυτή ωθεί κάποιους να πιστεύουν ότι το σοβιετικό βέτο για την απελευθέρωση του Ες αποτελούσε για δεκαετίες το άλλοθι των δυτικών κυβερνήσεων.
Η πρωτοβουλία όμως του Γκορμπατσόφ τις φόβισε ότι θα έρχονταν στο φως συνταρακτικά μυστικά. Γι’ αυτό η κυβέρνηση Θάτσερ αποφάσισε να κλείσει το στόμα του υπερήλικα κρατούμενου.
Το καλοκαίρι του 2011 η κυβέρνηση Μέρκελ έδωσε εντολή εκταφής και αποτέφρωσης της σορού του Ες. Ως επίσημη δικαιολογία προβλήθηκε το γεγονός ότι ο τάφος είχε γίνει τόπος προσκυνήματος για νοσταλγούς του ναζισμού.
Ο αντιδήμαρχος της πόλης Βούνζιντελ, όπου βρισκόταν ο τάφος, δήλωσε ότι «με αυτό τον τρόπο θα παύσει να υπάρχει πάνω από την πόλη μας αυτό το καφέ φάντασμα».
Μέχρι να έρθουν στη δημοσιότητα νέα στοιχεία πάντως, το φάντασμα αυτό θα εξακολουθεί να περιπλανάται.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός