Στις αρχές Αυγούστου 1940 η διοικούσα επιτροπή του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου ζητούσε με επιστολή της προς το Υπουργείο Ναυτικών, την αποστολή πολεμικού πλοίου στο νησί ώστε να λαμπρύνει με την παρουσία του τις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή της Παναγίας.
Το υπουργείο ανταποκρίθηκε θετικά και έστειλε το καταδρομικό «ΕΛΛΗ», παρά τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις του Αρχηγού Στόλου Επ. Καββαδία.
Ο έμπειρος αξιωματικός ζητούσε τη συγκέντρωση όλων των πλοίων στον ναύσταθμο Σαλαμίνας προκειμένου να προστατευτούν από την ολοένα αυξανόμενη ιταλική επιθετικότητα.
Ανήμερα της 15ης Αυγούστου το ελληνικό καταδρομικό αγκυροβόλησε 550 μέτρα από τον μεσημβρινό λιμενοβραχίονα της Τήνου.
Η ατμόσφαιρα στο σημαιοστολισμένο πλοίο ήταν πανηγυρική.
Μόνο ο κυβερνήτης Αγ. Χατζόπουλος, εμφανώς ανήσυχος, διέταξε τη λήψη όλων των απαιτούμενων μέτρων ασφαλείας: τήρηση στεγανών εν πλω, ο λέβητας σε πλήρη πίεση και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα σε ετοιμότητα.
Ωστόσο η επίθεση δεν θα ερχόταν από τον αέρα, αλλά από τον βυθό.
Κατά τις 07.00 εμφανίστηκε ένα ιταλικό αναγνωριστικό αεροπλάνο το οποίο, αφού διέγραψε δύο κύκλους πάνω από το λιμάνι, αποχώρησε.
Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός.
Oι Ιταλοί συνήθιζαν αυτού του είδους τις «επιδείξεις».
Επρόκειτο όμως για αναγνώριση εν όψει επικείμενης υποβρυχιακής επίθεσης.
Στις 08.25 οι φωνές του αρχικελευστή Κατσαϊτη έσκισαν τον αέρα: «Τορπίλη δεξιά, τορπίλη δεξιά».
Η φωνή του διακόπηκε από τον πάταγο μιας τρομακτικής έκρηξης η οποία ανασήκωσε το πλοίο από την επιφάνεια σαν παιδικό παιχνίδι!
Πολλοί άνδρες έπεσαν στη θάλασσα. Για λίγα λεπτά κανείς δεν γνώριζε τι είχε συμβεί.
Κομμάτια σάρκας, φωτιά, καπνοί και βογγητά πληγωμένων συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης.
Ο κυβερνήτης ανέκτησε γρήγορα την ψυχραιμία του και έδωσε διαταγές περίθαλψης των τραυματιών, διάσωσης των ανδρών που βρίσκονταν στη θάλασσα και ρυμούλκησης του πλοίου.
Εν τω μεταξύ άλλες δύο τορπίλες εξερράγησαν πάνω στον λιμενοβραχίονα, έχοντας προφανώς ως στόχο τα επιβατηγά που βρίσκονταν μέσα στο λιμάνι, κατάφορτα με προσκυνητές.
Το επιβατηγό ατμόπλοιο «ΕΣΠΕΡΟΣ» με κυβερνήτη τον ηρωικό Γεράσιμο Φωκά έσπευσε σε βοήθεια του πληγωμένου καταδρομικού.
Ωστόσο, μετά από δύο ώρες εναγώνιων προσπαθειών το «ΕΛΛΗ» άρχιζε να βυθίζεται, παρασύροντας στον υγρό του τάφο και εννέα μέλη του πληρώματος.
Ο κυβερνήτης Χατζόπουλος θέλησε να μοιραστεί την τύχη του πλοίου του, ωστόσο οι αξιωματικοί του τον πήραν «σηκωτό» και επιβιβάστηκαν σε μια σωστική λέμβο.
Μόλις ο Μεταξάς πληροφορήθηκε το συμβάν, αναζήτησε τους αξιωματικούς του πλοίου.
Αφού πληροφορήθηκε τα τεκταινόμενα διέταξε να γίνει η δοξολογία και η περιφορά της εικόνας σα να μη συνέβη τίποτα.
Επίσης απαγόρευσε την έκφραση της παραμικρής υπόνοιας σχετικά με την εθνικότητα του επιτιθέμενου υποβρυχίου.
Οι Έλληνες εμπειρογνώμονες διαπίστωσαν εύκολα την ιταλική ταυτότητα του υποβρυχίου από τους σειριακούς αριθμούς στα κομμάτια των τορπιλών .
Μετά τον πόλεμο διαπιστώθηκε ότι επρόκειτο για το Delfino με κυβερνήτη τον Τζιουζέπε Αϊκάρντι.
Η κυβέρνηση όμως απέφυγε να ανακοινώσει οτιδήποτε για την εθνικότητά του και προσπάθησε ως την τελευταία στιγμή να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πρόκληση.
Παράλληλα όμως, διέταξε όλους τους στρατιωτικούς σχηματισμούς να προετοιμαστούν με την ύψιστη διακριτικότητα για την επερχόμενη σύγκρουση, καθώς ήταν φανερό ότι η φασιστική Ιταλία είχε δώσει τον λόγο στα όπλα.
Η νέμεσις πάντως για την άνανδρη ιταλική ενέργεια ήλθε σχεδόν τρία χρόνια αργότερα.
Στις 23 Μαρτίου 1943 και ενώ το υποβρύχιο Delfino επιχειρούσε στον Τάραντα στη Νότια Ιταλία, βυθίστηκε παρασύροντας μαζί του και τα 28 μέλη του πληρώματος, που είχαν συμμετάσχει στον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ».
Ο μόνος επιζών ήταν ο πρώην κυβερνήτης Αικάρντι, ο οποίος, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του ελληνικού πλοίου, είχε παραδώσει τη διοίκηση στον Μάριο Βιολάντε.
Πάντως ο Αικάρντι, ακόμη και μετά τον πόλεμο δήλωνε αμετανόητος για την ενέργειά του, η οποία ήταν έξω από το δίκαιο του πολέμου, εφόσον τορπίλισε πλοίο ουδέτερης χώρας.
Το 1960 δήλωσε στο περιοδικό Tempo: «Δεν είχα ούτε δισταγμό ούτε ταλάντευση. Είχα συνείδηση ότι εκτελώ μια στρατιωτική διαταγή, η οποία δεν έδινε περιθώρια για αμφιβολίες (σ.σ. η διαταγή είχε δοθεί από τον υπερφίαλο Ιταλό διοικητή της Δωδεκανήσου Ντε Βέκι).
Σήμερα τρέφω για την Ελλάδα αισθήματα συμπάθειας και θαυμασμού…
Αλλά, τότε, πέρα από κάθε αμφιβολία βρισκόμασταν σε αντίθετα στρατόπεδα (σ.σ. η Ελλάδα όμως τότε ήταν ακόμη ουδέτερη χώρα).
Από ότι ήξερα η διαταγή που είχα πάρει μπορούσε να αποτελεί το προοίμιο για μια άμεση, κανονική είσοδο στον πόλεμο».
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός