Στις 21 Απριλίου 1961 στο χωριό Λαγκάδα της Αμοργού, η 19χρονη Πίτσα Δ. αρνήθηκε να παραδοθεί στον επίδοξο βιαστή της, τον 24χρονο Ν. Θ. Πάλεψαν και το αποτέλεσμα ήταν η άγρια δολοφονία της μέσα στο σπίτι της.
Η γνωριμία δράστη-θύματος
Ο πατέρας της νεαρής Πίτσας, Νικ. Δ. ήταν ζωοτρόφος και πρόεδρος της κοινότητας Λαγκάδας στην Αμοργό. Παρ’ όλη την κακή φήμη του δράστη Ν. Θ., ο πατέρας της άτυχης κοπέλας τον είχε ως εργάτη στα κτήματά του. Ακόμη κι όταν κατάλαβε τον έρωτά του νεαρού για την κόρη του και παρόλο που είχε δείγματα ανάρμοστης συμπεριφοράς, εκείνος τον προστάτευε και τον είχε υπό την επίβλεψή του.
Η Πίτσα γνωριζόταν με τον Ν. Θ. και ήταν αρραβωνιασμένη μ’ έναν δικηγόρο που είχε το ίδιο επώνυμο με τον δράστη αν και δεν είχαν καμία συγγένεια.
Ωστόσο, αποτέλεσαν μοιραία πρόσωπα για την Πίτσα. Ο Ν. Θ. είχε καταδικαστεί σε 45 μέρες φυλάκιση για κλοπή και 15 μέρες για εξύβριση του μνηστήρα της Πίτσας.
Ο πατέρας της εξαγόρασε την ποινή του και συνέχισε να τον έχει ως εργάτη στα κτήματα.
Το στυγερό έγκλημα
Το βράδυ της 21ης Απριλίου, η Πίτσα ήταν στο σπίτι μαζί με την 8χρονη αδερφή της Αθανασία. Ο πατέρας τους έλειπε από το χωριό για δουλειές και η μητέρα τους βρισκόταν στην Αθήνα, καθώς η μεγαλύτερη αδερφή τους επρόκειτο να γεννήσει.
Τα δύο κορίτσια κοιμόντουσαν όταν άκουσαν έναν δυνατό θόρυβο. Ο Ν.Θ. είχε σκαρφαλώσει στη σκεπή και κατάφερε να μπει από την καμινάδα μέσα στο σπίτι. Η Πίτσα σηκώθηκε τρομαγμένη και κατευθύνθηκε με ένα αναμμένο καντήλι προς τον προθάλαμο. Εκεί, στεκόταν ο Ν.Θ. και την κοίταζε αμίλητος και βλοσυρός.
Η κοπέλα του ζήτησε το λόγο και αυτός ρίχτηκε πάνω της. Η Πίτσα πρόλαβε να τον χτυπήσει με το καντήλι που κρατούσε, όμως όλα σκοτείνιασαν. Τότε, πάλεψε σώμα με σώμα με τον επίδοξο βιαστή της.
«Ή θα κάτσεις ή θα σε σκοτώσω» της φώναξε. Η κοπέλα του απάντησε: «Δεν παραδίνομαι, σκότωσέ με».
Ο δράστης κυριευμένος από πάθος και οργή έκοψε με τα δόντια του τις θηλές της και το δεξί της μάγουλο. Της έσπασε τον καρπό του αριστερού της χεριού και της έβγαλε το αριστερό της μάτι.
Στο μεταξύ, η μικρή της αδερφή είχε φύγει για να ειδοποιήσει την θεία της, η οποία κατέφθανε σπίτι. Ο δράστης μόλις άκουσε βήματα, πήρε ένα αιχμηρό κοχύλι και άρχισε να χτυπάει την Πίτσα στο κεφάλι.
Ήταν ήδη νεκρή. Μόλις μπήκαν στο σπίτι η θεία του θύματος με τον γιο της, αντίκρισαν την Πίτσα στο πάτωμα μέσα στα αίματα και με τα εσώρουχα της σκισμένα και σκορπισμένα. Ο Ν.Θ. τους επιτέθηκε με το ίδιο κοχύλι, τραυματίζοντας τον γιο.
Έπειτα βγήκε στον δρόμο, όπου συνάντησε ξανά την Αθανασία, την οποία προσπάθησε να πνίξει, αλλά η μικρή σώθηκε, καθώς έβαλε τις φωνές. Τελικά, κατέφυγε στο σπίτι του αδερφού του, Νικήτα. Εκεί κοιμήθηκε στο ντιβάνι μέχρι το πρωί, οπότε τον συνέλαβαν οι χωροφύλακες, ύστερα από καταγγελία του αδερφού του.
Η δίκη και η αλλαγή της ποινής
Στις 23 Ιουνίου 1961 έγινε η δίκη στο Κακουργιοδικείο της Σάμου. Η απόφαση ήταν η ισόβια κάθειρξη, η οποία είχε θεωρηθεί από τον Τύπο εποχής επιεικής για ένα τόσο αποκρουστικό και άγριο έγκλημα. Μάλιστα, επέκριναν τους ενόρκους και φέρονταν κατά του θεσμού των ορκωτών δικαστών.
Ο εισαγγελέας Πρωτόδικων Σάμου άσκησε αναίρεση λίγους μήνες μετά, ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Υποστήριξε πως το συγκεκριμένο έγκλημα και ο τρόπος που διαπράχθηκε επιβάλλουν στον κατηγορούμενο την ποινή του θανάτου και όχι την ισόβια κάθειρξη. Η αναθεώρηση της δίκης δηλαδή, αφορούσε στην ποινή και όχι στην ετυμηγορία των ενόρκων.
Στις 18 Νοεμβρίου 1961 ο Άρειος Πάγος δέχτηκε την εισαγγελική πρόταση για αναθεώρηση της ποινής με τη δικαιολογία ότι η ισόβια κάθειρξη δεν ήταν «επαρκώς αιτιολογημένη».
Ο εισαγγελέας αγόρευσε επί μιάμιση ώρα και λαμβάνοντας υπόψη την σκληρότητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, τον έκρινε επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια.
Ένα χρόνο μετά το έγκλημα, στις 4 Φεβρουαρίου 1962, ο δράστης καταδικάστηκε σε θάνατο.
Της Δέσποινας Τζάνη, πτυχιούχου του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ.